Ακροζυγιζόμουν αν θα ΄πρεπε να αναφερθώ στο Πισσούρι σ’ αυτήν εδώ την ενότητα. Πρώτα γιατί ο «Παλαίμαχος», ψευδώνυμο του Ευστάθιου Παρασκευά(1860-1943) που μας περιγράφει τόσα για τη Λεμεσό, καταγόταν από το Πισσούρι και στις περιγραφές του χρησιμοποιεί και λίγο πισσουρκώτικο… υλικό, που μπορεί κανείς να το γευθεί μέσα από το έργο του «Παλαιαί Αναμνήσεις».

Επιπρόσθετα, γιατί το Πισσούρι πέφτει λίγο μακριά από την επαρχία Λεμεσού? εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Πάφου και διοικητικά στη Λεμεσό. Νομίζω όμως ότι έχω τη σύμφωνη γνώμη σας για να περιγράψω τους εκπαιδευτικούς της εποχής στην παράγραφο αυτή. Μπείτε στον κόπο να τη διαβάσετε, γιατί ο αναγιγνώσκων αμειφθήσεται. Ελλείψει παλαιότερων στοιχείων, ο κατάλογός μας θα κινηθεί απ΄ τα μισά του 19ου αιώνα και μετά, και θα λάβει υπόψη διάφορες πηγές.

Πρώτος δάσκαλος, παπά Γιάννης από Άρμου της Πάφου, εφημέριος Ιερού Ναού Πισσουρίου (1857-1862). Υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των άτακτων και απειθάρχητων μαθητών του χωριού, τους οποίους τιμωρούσε με διάφορους τρόπους, λίαν διαδεδομένους για την εποχή. Ήτοι, ξυλιές στα πόδια, διαπόμπευση και διακωμώδηση ενώπιον συμμαθητών κ.ά. Δεύτερος δάσκαλος Νικολής του Παπά, γιος του ιερέα, ικανός στην αντιγραφή χειρογράφων, καλλιφωνότατος ψάλτης.

Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ήταν πολύ αγαπητός στους μαθητές του. Όμως στον ελεύθερό του χρόνο, πού τον έχανες πού τον εύρισκες, ασχολείτο όχι με ιδιαίτερα μαθήματα αλλά… με τη μαντική τέχνη. Γύρευε να ξεματιάσει κάποιον χωριανό που τον βάσκαναν, να λύσει κάποιον άλλον που τον «μάγεψαν» -εννοείται για κακό- και πάει λέγοντας. Δυστυχώς ο μάντης-δάσκαλος δεν κατάφερε στο τέλος να προβλέψει και τη δική του τύχη. Οι Πισσουριώτες τον έπαυσαν ως ανεπαρκή, για να μεταχειριστούμε σύγχρονο όρο, και τη θέση του την παραχώρησαν σε άλλον ικανότερο, τον «Πουζόθκιακο» ορμώμενο εκ Πάφου, λίαν αυστηρό.

Ο Δημοσθένης και η Παρασκευού του Πατή

Κατ' εξοχήν ιδιόρρυθμος ο τέταρτος στη σειρά Δημοσθένης Λουκά εξ Ομόδους (1867 περίπου). Όλη μέρα, όταν δεν είχε μάθημα, κρατούσε το πινέλο και ζωγράφιζε. Οι τοίχοι του σχολείου είχαν… απελπιστεί από τα απανωτά σχεδιάσματά του, ενώ ο ιδιοκτήτης του σχολείου είχε φτάσει σε σημείο απογνώσεως. Η παράξενη αυτή συμπεριφορά του, η οποία ίσως είχε υπερτονισθεί από τους συγχρόνους του, είχε συντελέσει στην απόδοση εκ μέρους τους ενός προσωνυμίου ήκιστα τιμητικού για τον ίδιο.

Τον βάφτισαν «πελλοδάσκαλο» και αν δεν τον ζητούσες μ’ αυτό το όνομα, δεν τον εύρισκες εύκολα. Όμως επιπλέον ήταν και ποιητάρης ερωτικών στίχων. Το αμόρε του ήταν η Παρασκευού του Πατή, για την οποία τεχνουργούσε στίχους επί στίχων τους οποίους φρόντιζε να εκφωνεί, προκειμένου να της ξυπνήσει ανάλογα αισθήματα. Εν τέλει οι κάτοικοι αφυπνίστηκαν από τα καμώματα του πελλοδάσκαλου και τον έκαναν εξορία.

Δάσκαλος ήτουν το Καννέτιν

Προτελευταίος στη σειρά ο Γιαννής από τη Μαραθούντα, άλλως «Καννέτιν». Αυτός είχε από λάθος σκοτώσει τον εγγονό του κατά τη διάρκεια μαθήματος, επειδή δεν γνώριζε να του δώσει απάντηση σε κάποιο ερώτημα που του έθεσε. Του ΄ριξε λοιπόν μια πέτρα και αυτό ήταν. Παρά το περιστατικό αυτό, στο Πισσούρι αγαπήθηκε ιδιαίτερα για πολλούς λόγους.

Ήταν επιμελής, συνεπής, φιλόθρησκος ώς τα άκρα, δεν έχανε εκκλησιαστική ακολουθία και συχνά-πυκνά διόρθωνε τους ιερείς και τους ψάλτες όταν αυτοί έκαναν λάθος. Γνώριζε απ' έξω όλες τους ύμνους και τις ευχές, και η φήμη του ως σοφού διετηρείτο πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Οι Πισσουρκώτες σύμφωνα με κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σάλπιγγα» της Λεμεσού, με τίτλο «Σχολείον Πισσουρίου επί Τουρκοκρατίας», είχαν να λένε γι' αυτόν παροιμιωδώς «Δάσκαλος ήτουν το Καννέτιν, που τα ΄ξερεν ούλα ξιστήθου».

Και ένας ποιητής... δάσκαλος

Ονομαζόταν Τζιαπούρας, κρατούσε από την Κρήτου Τέρρα και ήταν ποιητής, γνωστός για τα ποιήματά του, τα οποία απάγγελλε στα πανηγύρια σ’ όλη την Κύπρο. Παρά την ηλικία μου, η οποία δεν είναι τόσον υπολογίσιμη ώστε να είμαι σεβάσμιος, θυμούμαι όπως και πολλοί Λεμεσιανοί, παρόμοιους λαϊκούς ποιητάρηδες, δίκην ραψωδών, οι οποίοι καμπάνιζαν τη φωνή τους στα πανηγύρια, ιστορώντας παθήματα των ανθρώπων είτε από φυσικές καταστροφές είτε από άλλους λόγους. Ένας στίχος ανεβαίνει ακόμη στη μνήμη μου:

«Φακκά του μιαν με την κουνιάν πάνω στην τζιεφαλήν του
τζι όπως μου ιστορίσασιν εζάωσεν το δειν του».

Αυτά περίπου έλεγε ο λαϊκός ποιητάρης των παιδικών μας χρόνων και μας συνάρπαζε με τις έντεχνες δημιουργίες του. Αυτός λοιπόν ο ποιητής διετέλεσε δάσκαλος της κοινότητας. Έκανε βέβαια και άλλες δουλειές για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Έβγαζε τις τύχες, δίκην «σιέριν σου, σόρταν σου» και επιπρόσθετα με τη βοήθεια της γυναίκας του έφτιαχνε και σησαμόπιτες στα διαλείμματα προς πώληση (αν σας ενδιαφέρει 10 παράδες τη μια).

Από το υπό έκδοση έργο «Η Λεμεσός της Τουρκοκρατίας», Αλέξης Αλεξάνδρου.

ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Διευθυντής στο Γυμνάσιο Καλογερόπουλου