Τι άλλο πρέπει να γίνει, για να συνειδητοποιήσει η κοινωνία μας τον κίνδυνο που επικρέμαται και να λάβει επείγοντα μέτρα για να σταματήσει αυτόν τον κατήφορο;
Όταν πρωτοπήγα στην Αγγλία το 1959, θυμούμαι πως ένας νεαρός Ελληνοκύπριος μετανάστης από τον Καραβά, που έμενε στην ίδια πολυκατοικία και είχε την καλοσύνη, παρόλο που πρώτη φορά γνωριζόμασταν, να προσφερθεί να αφιερώσει την ημέρα του για να μου δείξει τα αξιοθέατα του Λονδίνου, μου τόνιζε όπου πηγαίναμε (μουσείο, ταχυδρομείο, εστιατόριο, καταστήματα) πως θα έπρεπε να ξεκινώ πάντα με το please, όταν θα ζητούσα κάτι, και να τελειώνω με το thank you μετά την εξυπηρέτηση. Θυμούμαι επίσης πως ένα παιδικό φιλμ, που έφεραν από την Ελβετία μερικοί γνωστοί μου τη δεκαετία του 1960, μιλούσε για μια μάγισσα που μεταμόρφωνε τα παιδιά που ξεχνούσαν να χρησιμοποιούν τις λέξεις παρακαλώ και ευχαριστώ σε ζωάκια, και μόνο όταν μάθαιναν να τις χρησιμοποιούν, ξαναγίνονταν άνθρωποι.
Τα δυο αυτά περιστατικά θυμήθηκα πριν από λίγες μέρες, όταν παρευρέθηκα σε μια εκδήλωση στο Σπίτι της Ευρώπης στη Λευκωσία, και μερικοί ανώτεροι λειτουργοί του μού μίλησαν με μεγάλη απογοήτευση για τον άσχημο τρόπο συμπεριφοράς μαθητών και φοιτητών, που επισκέπτονται τα γραφεία τους για να εξυπηρετηθούν στην εξασφάλιση μιας θέσης στα ευρωπαϊκά προγράμματα εκπαιδευτικών ανταλλαγών που χειρίζεται το Γραφείο τους. Την ίδια στιγμή διερωτούνταν πού οφείλεται αυτή η αγενής και απολίτιστη συμπεριφορά, και τι κάνουν τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί για να την αντιμετωπίσουν και να τη θεραπεύσουν.
Όταν κάθισα να σκεφθώ πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί αυτή η συμπεριφορά, ήρθε στο νου μου το κύμα βίας που σαρώνει την Κύπρο τα τελευταία είκοσι χρόνια και η ατέλειωτη λιτανεία από περιπτώσεις βάναυσης συμπεριφοράς, που φανερώνουν ακόμα χειρότερη κατάσταση. Τις πυρπολήσεις καταστημάτων και γραφείων, τις ανατινάξεις οχημάτων, τη βία στα σχολεία, τη βία μέσα στα γήπεδα, τη βία εκτός γηπέδων, τη βία στα ίδια τα αθλητικά σωματεία, ακόμα και την ώρα του εορτασμού της κατάκτησης ενός τροπαίου και χωρίς την παρουσία οπαδών αντίπαλης ομάδας.
Είναι φανερό ότι η αγένεια και η απολίτιστη συμπεριφορά στα γραφεία μετατρέπεται σε βαναυσότητα και βία στους δρόμους και τα γήπεδα. Η απελπισία μου έγινε μεγαλύτερη, όταν σκέφτηκα πως αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχε ιδεοληψία με τον πολιτισμό και νομιμοποιούσε κάθε κοινωνική και πολιτική κατάκτηση και βελτίωση με την αξία του πολιτισμού. Η καθαριότητα, η ευγένεια, η τάξη, η ευπρέπεια, το πνεύμα συνεργασίας, η φιλαλληλία, οι καλοί τρόποι νομιμοποιούνταν ως συμπεριφορά, γιατί φανέρωναν πολιτισμό. («Η καθαριότητα είναι πολιτισμός», «οι καλοί τρόποι είναι πολιτισμός», έγραφαν παντού οι πινακίδες). Είναι μ’ αυτό το ιδανικό που χιλιάδες αγράμματοι χωρικοί, που εισέρρεαν στις πόλεις, μεταμορφώνονταν σε πολύ λίγο καιρό σε καλότροπους, πολιτισμένους αστούς και νομιμόφρονες πολίτες.
Πώς μετακινηθήκαμε σε διάστημα πενήντα μόλις χρόνων από την πολιτισμένη συμπεριφορά στην αγένεια, την αναίδεια, την αυθάδεια, τη σκληρότητα, τη βαναυσότητα, την αλαζονική και απάνθρωπη συμπεριφορά; Πώς σκέφτονται άραγε οι νέοι που πληγώνουν με τους τρόπους τους, όταν συμπεριφέρονται με αγένεια και αυθάδεια ακόμα και σ’ αυτούς που προσπαθούν να τους εξυπηρετήσουν; Είναι το αίσθημα της ανωτερότητας ή το αίσθημα της κατωτερότητας που λειτουργεί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Τι είναι εκείνο που κάνει τους νέους αυτούς να πιστεύουν ότι συμπεριφερόμενοι με αυτόν τον τρόπο σε ανθρώπους που προσπαθούν να τους εξυπηρετήσουν κερδίζουν πόντους και επιβεβαιώνουν ή εξυψώνουν τον εαυτό τους έναντι των άλλων; Είναι το ίδιο σκεπτικό που τους κάνει να συμπεριφέρονται έτσι και στον δρόμο, όταν οδηγούν αυτοκίνητο και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δυσκολέψουν και να ξεγελάσουν τους άλλους οδηγούς.
Γιατί δεν βρίσκουν ικανοποίηση με την αντίθετη συμπεριφορά, με το να μιλούν με καλοσύνη σε κάποιον, με το να τον βοηθούν και να τον εξυπηρετούν, με το να δείχνουν ένα ανθρώπινο πρόσωπο στον άγνωστο, τον ξένο; Πού είναι η περίφημη κυπριακή ανθρωπιά; Πώς μπορεί να επιβιώσει μια χώρα, η οποία από καθαρή αδιαφορία και αμέλεια έχει αφήσει τους νέους της να έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο αλαζονείας και αυταρχικότητας, ώστε να θεωρούν ότι δικαιούνται να μην αφήνουν να τελειώσει κανονικά έστω και ένα ποδοσφαιρικό παιγνίδι και να ολοκληρωθεί ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα; Τι άλλο πρέπει να γίνει για να συνειδητοποιήσει η κοινωνία μας τον κίνδυνο που επικρέμαται και να λάβει επείγοντα μέτρα, για να σταματήσει αυτό τον κατήφορο; Σίγουρα το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο και η προσπάθεια που χρειάζεται είναι τεράστια. Ας αποφασίσουμε ωστόσο, έστω και μια φορά, να πάρουμε μέτρα εκ των προτέρων για να προλάβουμε το νέο «Μαρί», κοινωνικό αυτήν τη φορά, που έρχεται.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΝΗΣ
Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου