Φαίνεται να υπάρχουν οι προοπτικές για επανένωση σε αυτήν την τελευταία, όπως επισημαίνουν δικοί μας και ξένοι πολιτικοί αναλυτές, ευκαιρία που έχουν οι Κύπριοι για να επανενώσουν την «Γλυκεία Χώρα» τους
«Θα απαιτηθούν έξι μήνες». Αυτή η φράση περιλαμβάνεται στον τίτλο της κύριας είδησης της εφημερίδας «Ελευθερία» της 27ης Μαρτίου 1964. Αναφέρεται στη δήλωση του κ. Τουομιόγια, μεσολαβητή του ΟΗΕ για το Κυπριακό, πως ο Ου Θαντ (τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ ) προβλέπει ότι «θα απαιτήσει εξάμηνον η διευθέτησις του κυπριακού προβλήματος». Πέρασαν από τότε 50 ακριβώς χρόνια, δηλ. 100 εξάμηνα, και όσοι τα ζήσαμε όλα αυτά τα εξάμηνα χωρίς να δούμε «διευθέτησιν του κυπριακού προβλήματος», μας διακατέχει μια καταθλιπτική αβεβαιότητα και φόβος μήπως οι προβλέψεις και ακόμα προθέσεις (βλ. Οζερσάι) που ακούμε σήμερα, για λύση του Κυπριακού σε λίγους μήνες, προμηνύουν πως θα περάσουν και πάλι 50 χρόνια μέχρι την ευλογημένη ώρα της επανένωσης της διχοτομημένης και ημικατεχόμενης πατρίδας μας.
Γι’ αυτό και απεγνωσμένα ψάχνουμε να βρούμε κάποιες θετικές εξελίξεις, κάποιες ενθαρρυντικές ενδείξεις, που θα ανακουφίσουν την κατάθλιψη και τους φόβους μας. Όχι βέβαια για να υποβάλουμε στους εαυτούς μας ψευδαισθήσεις και εφησυχασμό αλλά για να συμβάλουμε με τη στήριξή μας την ενδυνάμωση των ενεργειών και τοποθετήσεων που συνθέτουν τις θετικές εξελίξεις.
Ξεχωρίζω πρώτα και πάνω απ’ όλα (με τις δικές μου προτεραιότητες) τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του ΑΚΕΛ ότι στηρίζει τη διαδικασία που ακολουθεί ο Πρόεδρος Αναστασιάδης για συνέχιση της διαπραγμάτευσης με την τ/κ ηγεσία, για την επεξεργασία τρόπων εφαρμογής της συμφωνημένης επανένωσης με ομοσπονδιακή φόρμουλα. Αυτή η φόρμουλα επαναλαμβάνεται, επεξηγείται και επικυρώνεται για πολλοστή φορά στο κοινό ανακοινωθέν που συμφωνήσαν πρόσφατα οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων. Ενόψει του γεγονότος ότι υπάρχει και εκδηλώνεται το απορριπτικό μέτωπο (έστω και αν πρόκειται για οργανωμένα σύνολα που εκπροσωπούν μια μικρή μειοψηφία), η συνεργασία και σύμπνοια των δυο μεγάλων κόμματων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ολοκλήρωση της επανένωσης.
Επισημαίνω επίσης την πετυχημένη, όπως φάνηκε, εμπλοκή της Τουρκίας στη διαδικασία των συνομιλιών για επανένωση. Η επιτυχία διαφαίνεται από τις δηλώσεις του Ε/κ διαπραγματευτή, σύμφωνα με τις όποιες, η συνάντηση που είχε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας χαρακτηριζόταν όχι μόνο από υψηλό επίπεδο φιλοξενίας (που ήταν αναμενόμενο από μεσογειακή γείτονα χώρα) αλλά και φιλικότητα. Τώρα αν η Τουρκία ή έστω το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών καθιερώσουν και συνεχίσουν αυτήν τη φιλική διάθεση για τους Ελληνοκύπριους, αυτό θα είναι μια πολύτιμη συμβολή στην επανένωση, ιδιαίτερα όταν έρθουμε στη διαπραγμάτευση των διεθνών πτυχών του προβλήματός μας.
Μια άλλη ενθαρρυντική επισήμανση είναι οι δηλώσεις του Τ/κ διαπραγματευτή -και εδώ και στο εξωτερικό- που δείχνουν ότι η ηγεσία της τ/κ κοινότητας είναι πράγματι διατεθειμένη να προχωρήσει σύντομα στο στάδιο τού «πάρε-δώσε», ώστε να επισπεύσει την επανένωση. Την ίδια διάθεση μεταδίδουν και δηλώσεις του ΥπΕξ της Τουρκίας, καθώς και του Οζντίλ Ναμί, ισχυρού στελέχους της «διακυβέρνησης» της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Τέλος είναι και η έκδηλη αποφασιστικότητα του Προέδρου Αναστασιάδη να συνεργαστεί με τη διεθνή κοινότητα και με την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους, για να φτάσουμε το συντομότερο δυνατόν σε μια συμφωνία για επανένωση. Αυτή φαίνεται εξάλλου να είναι η διαπίστωση αλλά και η επιθυμία και επιδίωξη πολλών διεθνών παραγόντων. Φαίνεται να υπάρχουν οι προοπτικές για επανένωση σε αυτήν την τελευταία, όπως επισημαίνουν δικοί μας και ξένοι πολιτικοί αναλυτές, ευκαιρία που έχουν οι Κύπριοι για να επανενώσουν την «Γλυκεία Χώρα» τους. Επαναλαμβάνω με έμφαση, όμως, πως δεν παραθέτω αυτές τις θετικές εξελίξεις για να προκαλέσω εφησυχασμό και ψευδαισθήσεις.
Αντίθετα πρέπει κινητοποιηθούμε όλοι, αλλά προ παντός η πολιτική μας ηγεσία, για να πείσουμε τη διεθνή κοινότητα και τους Τουρκοκύπριους πως θέλουμε αυτές οι εξελίξεις να αξιοποιηθούν. Μια πρώτη εισήγηση που υποβάλλω στα δυο μεγάλα κόμματά μας, που συμφωνούν στη διαδικασία που αποφασίστηκε, είναι να αναλάβουν το καθένα αλλά προπαντός από κοινού πρωτοβουλίες και δημόσιες δράσεις, για να εδραιώσουν στον λαό τις αποφάσεις και προθέσεις τους. Αυτό από μόνο του θα είναι επαρκής πίεση προς τους Τ/κ, αλλά και τη διεθνή κοινότητα να επιδιώξουν απόφαση της Τουρκίας να τερματίσει την κατοχή και τη διχοτόμηση που επέβαλε στη μικρή, πικρή πατρίδα των Κυπρίων.
ΤΑΚΗΣ ΚΟΝΗΣ
Κοινωνικός Ψυχολόγος