Ο Κύπριος πολίτης εξελίσσεται σ΄ έναν φοβερό ατομικιστή που θέτει πάνω απ’ όλα τον εγωισμό του…
Στο βιβλίο που δημοσίευσα το 2003 με τίτλο «Μπορούν σήμερα τα σχολεία της Κύπρου να εκπαιδεύσουν πολίτες;», αναφέρεται η διαπίστωση μιας σχετικής έρευνας πως δύο σοβαρά εμπόδια στην καλλιέργεια πολιτών τόσο στα σχολεία όσο και έξω απ’ αυτά είναι, πρώτα, η υπερβολική έμφαση που δίνει η κυπριακή κοινωνία στην “εξυπνάδα”, και, δεύτερο, η στρεβλή αντίληψη για τους τρόπους με τους οποίους αυτή η εξυπνάδα πρέπει να εκφράζεται δημόσια. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι στην κυπριακή κοινωνία επικρατεί μια μεγάλη φοβία μήπως κάνουμε κάτι που θα δώσει την εντύπωση ότι είμαστε βλάκες, παλαβοί, καθυστερημένοι, «αγαθοί».
Το κοινωνικό ιδανικό είναι να είσαι «ατσίδας» και «μάγκας», να μην υποχωρείς σε τίποτε· αλλά, αντίθετα, να καπελώνεις τους άλλους, να βρίσκεις τρόπο να αποφεύγεις την ευθύνη ή την υποχρέωση, για παράδειγμα, να μην περιμένεις στην ουρά και να βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά, είτε είσαι πεζός είτε με αυτοκίνητο, γενικά να βγαίνεις κερδισμένος σε βάρος των άλλων. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της «εξυπνάδας» που γοητεύει τη μεγάλη μάζα της κοινωνίας μας. Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι, δυστυχώς, μόνο των Ελληνοκυπρίων, είναι χαρακτηριστικό και μιας μεγάλης μερίδας των Ελλήνων. Ο Νίκος Καζαντζάκης ασχολήθηκε με αυτό το χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο πολλοί Έλληνες βλέπουν τους Ευρωπαίους ως «κουτόφραγκους».
Το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι πρόσφατο, πάει πίσω διακόσια περίπου χρόνια, και είναι, πιθανότατα, προϊόν της κατάχρησης της αφήγησης που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες λόγιοι για να αφυπνίσουν και να ενθαρρύνουν τους ραγιάδες να αγωνισθούν για την ελευθερία τους. Όπως είναι γνωστό, η πιο κοινή αφήγηση με την οποία μεγάλωσαν πολλές γενιές ήταν ότι έπρεπε οι Έλληνες να είναι περήφανοι, γιατί είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που δημιούργησαν υψηλό πολιτισμό, όταν οι άλλοι Ευρωπαίοι ζούσαν στα σπήλαια. Πιθανότατα η συνεχής και υπερβολική χρήση αυτής της αφήγησης δημιούργησε αυτήν τη στρέβλωση στην αντίληψη για τα χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας και έκτοτε όχι μόνο επιβιώνει, αλλά και εντείνεται.
Το αποτέλεσμα είναι πολλοί από εμάς να περιμένουμε να μας θαυμάζουν όλοι οι ξένοι και να δέχονται τη συμπεριφορά μας, όποια κι αν είναι. Όπως είναι φυσικό, η αντίληψη αυτή υποβάλλει πως ένας τέτοιος «πανέξυπνος» άνθρωπος δεν είναι δυνατό να δεχτεί τον άλλο ως ίσο, και πολύ λιγότερο να δεχτεί να περιορίσει τον εγωισμό του για να συνεργασθεί μαζί του. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Κύπριος πολίτης εξελίσσεται σ΄ έναν φοβερό ατομικιστή που θέτει πάνω απ’ όλα τον εγωισμό του. Είναι αυτός ο εγωισμός που κάνει πολλούς νέους να πιστεύουν ότι είναι αλάθητοι και άτρωτοι και να τρέχουν δαιμονιωδώς με τις μοτοσικλέτες τους, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τραγικό θάνατο στην άσφαλτο.
Το δυστύχημα στην Κύπρο είναι ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά βασικά θέματα επιβίωσης, όχι μόνο δεν βοηθούν στο να αμβλυνθεί αυτός ο εγωισμός, αλλά, αντίθετα, συμβάλλουν στην ενίσχυσή του. Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω παραδείγματα από δύο θεσμούς, τον θεσμό των αθλητικών σωματείων και τον θεσμό των πολιτικών κομμάτων. Είναι γνωστό ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια επικρατεί βία στα γήπεδα. Έγιναν επιτροπές, κλήθηκαν ειδικοί από χώρες που είχαν πολύ σοβαρό πρόβλημα χουλιγκανισμού και το αντιμετώπισαν με επιτυχία για να μας συμβουλεύσουν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο λόγος είναι απλός. Τα αθλητικά σωματεία χρειάζονται και τον τελευταίο οπαδό για να πληρώνει εισιτήριο. Χωρίς αυτά τα έσοδα, τα σωματεία θα κλείσουν.
Γι’ αυτό, ενώ ξέρουν ποιοι είναι οι προκαλούντες τα επεισόδια, δεν τους αποκλείουν από το γήπεδο, για να μη χάσουν το εισιτήριο αυτών και των φίλων τους. Αυτό ασφαλώς το ξέρουν οι οπαδοί και γίνονται περισσότερο εγωιστές και θρασείς, αφού νιώθουν ασύδοτοι. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι οι τρόποι που χρησιμοποιεί η ΚΟΠ για θεραπεία (η τιμωρία της διεξαγωγής αγώνων χωρίς θεατές), αντί να θεραπεύσει, επιτείνει τον φαύλο κύκλο, επειδή τα σωματεία πιέζονται περισσότερο οικονομικά και γι’ αυτό χρειάζονται ακόμα περισσότερο τα λεφτά των χούλιγκανς. Αν η ΚΟΠ ενδιαφερόταν πραγματικά για την απάλειψη του χουλιγκανισμού, θα ακολουθούσε ακριβώς τον αντίθετο δρόμο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα πολιτικά κόμματα. Σε μια ολιγάνθρωπη χώρα στην οποία κανένα κόμμα δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία και η δύναμη των κομμάτων δεν διαφέρει πολύ, ο κάθε ψηφοφόρος είναι πολύτιμος. Γι’ αυτό τα κόμματα, από φόβο μήπως χάσουν οπαδούς αλλά και από μεγάλη επιθυμία να αποσπάσουν οπαδούς από τα άλλα, αναγκάζονται να ακολουθούν μια λαϊκίστικη πολιτική και να χαϊδεύουν τα αφτιά όλων, ακόμα και εκείνων που έκδηλα έχουν άδικα αιτήματα. Η παραδοχή πάνω στην οποία στηρίζουν την πολιτική τους είναι ότι όλοι οι πολίτες ψηφίζουν με μοναδικό κριτήριο το συμφέρον τους. Άρα, συμπεραίνουν, η ενδεδειγμένη για κάθε κόμμα πολιτική είναι η υποστήριξη όλων ανεξαιρέτως των αιτημάτων, για να μη μένει κανείς παραπονεμένος.
Επειδή, μάλιστα, υπάρχει φόβος πιθανής αποσκίρτησης μερικών οπαδών σε άλλο πιο ριζοσπαστικό κόμμα, το κάθε κόμμα φροντίζει να υποστηρίζει εξίσου ριζοσπαστικές θέσεις. Οι πολιτικές αυτές, όπως είναι φυσικό, επαυξάνουν τον εγωισμό των πολιτών. Ενδεικτικό της επίγνωσης που έχουν οι ψηφοφόροι για τη δύναμή τους είναι ο τρόπος αντίδρασής τους στις περιπτώσεις καθυστέρησης της αποδοχής των αιτημάτων τους. Παραδίδουν τα εκλογικά τους βιβλιάρια στον κοινοτάρχη και αυτός τα καταθέτει στον Έπαρχο. Ξέρουν ότι η κύρια έγνοια των πολιτικών είναι το κόμμα τους και η επανεκλογή τους στη βουλευτική έδρα. Άρα δεν μπορούν παρά να υποχωρήσουν. Αυτός ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται επ’ άπειρον, εκτός αν οι πολιτικοί αποφασίσουν να δουν κατάματα την πραγματικότητα και να πάρουν τα σωστά μέτρα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗΣ
Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου