Απόψεις: Νίκος Μούδουρος
Το φυσικό αέριο και ο «τουρκικός» μετα-δυτικός κόσμος
«Εάν δεν ξεπεράσουμε τα σύνορα που βρίσκονται στις συνειδήσεις και στις καρδιές, δε θα είναι εφικτή καμιά λύση σε αυτές τις συγκρούσεις που συνεχίζονται για 100 χρόνια».
Αυτά σημείωνε ο Πρόεδρος της Τουρκίας πρόσφατα σε ομιλία του, υπογραμμίζοντας το κεντρικό ιδεολογικό μήνυμα του σημερινού γεωπολιτικού οράματος της χώρας: Να μετατραπεί σε φορέα εγκαθίδρυσης μιας νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων στα πλαίσια ενός «μεταδυτικού» κόσμου. Να μετασχηματιστεί σε δύναμη που να «χαλαρώνει» τα σύνορα και να αμφισβητεί τις μέχρι σήμερα κρατούσες δομές και ισορροπίες της περιοχής. Να αναδεικνύεται σε «άξιο» εκπρόσωπο της διεκδίκησης του Μουσουλμανικού κόσμου για μεγαλύτερο μέρισμα στη παγκόσμια αγορά. Αυτή η αυτοπεποίθηση της Τουρκίας, η οποία φτάνει κάποτε στα όρια της αλαζονείας, μπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτή στη σημερινή χαοτική συγκυρία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Η Τουρκία επιθυμεί να αξιοποιήσει τα πολιτικά και στρατιωτικά κενά που παρουσιάζει ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους», με στόχο την εμβάθυνση της επιρροής της στο μελλοντικό μετασχηματισμό της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Αναλαμβάνει ρίσκα σε πολλούς τομείς, διότι κρίνει πως μπορεί να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα περισσότερους από ένα στόχους σε ολόκληρη την περιοχή και ιδιαίτερα στη Συρία. Συγκεκριμένα η Άγκυρα στοχεύει κυρίως α) στην ανατροπή Assad και στην ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου στην οικοδόμηση της «νέας Συρίας», β) στον περιορισμό της επιρροής του κουρδικού κινήματος – πιο συγκεκριμένα του ΡΚΚ – και στην αποδυνάμωση της διαδικασίας κουρδικής κρατικής οικοδόμησης στην τουρκο-συριακή μεθόριο, γ) στον περιορισμό της επιρροής της ακραίας έκδοσης του σουνιτικού Ισλάμ – έτσι όπως εκφράζεται από το «Ισλαμικό Κράτος» - καθώς και δ) στην ανάδειξη της ως της συνεπέστερης δύναμης ενσωμάτωσης της Ανατολικής Μεσογείου στην παγκόσμια αγορά.
Μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η νέα κλιμάκωση της έντασης που παράγει η Τουρκία σε σχέση με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν είναι τυχαία. Η σημασία της γεωγραφικής θέσης της Τουρκίας, τα κενά του σχεδιασμού ενάντια στο «Ισλαμικό Κράτος» που θέλει να αξιοποιήσει προς όφελός της, αλλά και η ευρύτερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης «σκληρής ισχύος» στην περιοχή της ΑΟΖ. Ο γενικότερος στόχος φαίνεται να είναι η ενίσχυση του ηγεμονικού ρόλου της Άγκυρας σε ζητήματα ελέγχου της οικονομικής ανάπτυξης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε πρώτο επίπεδο, η Τουρκία επιθυμεί να στείλει το μήνυμα ότι η δική της παρουσία είναι καθοριστική για το μέλλον των πηγών ενέργειας της περιοχής. Φαίνεται να θέλει να υπογραμμίσει ότι διεκδικεί την παρουσία της στο μέλλον των υδρογονανθράκων με ή ακόμα και χωρίς την οριστική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Μάλιστα το κεντρικό χαρακτηριστικό της νέας της κίνησης είναι η στρατικοποίηση της κρίσης, σε ένα επίπεδο που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να την απειλήσει.
Σε δεύτερο επίπεδο επιδιώκει να στείλει μηνύματα προς ξένες εταιρείες-ανταγωνιστές στην υπόθεση αξιοποίησης των πηγών ενέργειας και σχηματισμού των δρόμων εμπορίου. Σε τρίτο επίπεδο, η Άγκυρα στοχεύει να πάρει καλύτερη θέση έναντι του Ισραήλ, αλλά και της Αιγύπτου στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Υπό αυτή την έννοια, η κλιμάκωση της κρίσης στη θάλασσα αποτελεί συνέχεια του ανταγωνισμού μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ έτσι όπως κορυφώθηκε με τις δολοφονικές επιθέσεις ενάντια στο Mavi Marmara, οι οποίες προκάλεσαν την αλλαγή των «κανόνων εμπλοκής» του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, οι σημερινές της ενέργειες έχουν στόχο και άλλα κράτη πέραν της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ένταση που προκάλεσε η Άγκυρα στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας αναμένεται να συνεχίζεται σε επίπεδα που η ίδια η Τουρκία θα μπορεί να διαχειρίζεται. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη ένταση που ευνοείται από τη γενικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής που έχει η Τουρκία για την Ανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος επηρεάζεται άμεσα, αφού όλες οι προσπάθειες της Τουρκίας για έλεγχο των τριών βασικών οικονομικών της στρατηγικών στην περιοχή ταυτίζονται με την κυπριακή γεωγραφία. Συγκεκριμένα η ενέργεια, το εξωτερικό εμπόριο και ο τουρισμός, αποτελούν τρεις σημαντικούς τομείς στους οποίους η Τουρκία θέλει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο, αναδεικνύοντας τις περιοχές του Ceyhan ως ενεργειακό και εμπορικό κέντρο, το κόλπο İskenderun ως εμπορικό κέντρο και την περιοχή της Antalya ως τουριστικό κέντρο. Όλες οι προαναφερθείσες περιοχές βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση από την Κύπρο. Συνεπώς η κάθε προσπάθεια αποκωδικοποίησης των κινήσεων της Τουρκίας αναφορικά με την Κύπρο θα πρέπει να τίθεται ψύχραιμα και ορθολογικά εντός του ευρύτερου τουρκικού γεωπολιτικού οράματος, το οποίο είναι αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών μετασχηματισμών. Ιδιαίτερα σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για ολόκληρη την περιοχή.
20 October 2014
Ο δίκαιος πόλεμος των Κούρδων σε τρία ερωτήματα
Μέχρι και την ώρα που σύρονταν αυτές οι γραμμές, τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν την επέκταση των συγκρούσεων των Κούρδων με την οργάνωση του «Ισλαμικού Κράτους», στα σοκάκια της πόλης Kobane. Το μέλλον της πόλης αβέβαιο. Εδώ και ένα μήνα, οι Κούρδοι της Συρίας, στην ουσία «ελεύθεροι πολιορκημένοι» μέσα σε ένα τεράστιο αυτοδιοικούμενο θύλακα, δίνουν μια από τις σημαντικότερες μάχες για την ύπαρξη τους και για την κρατική τους οικοδόμηση. Επιβεβαιώνουν, ότι αποτέλεσαν και αποτελούν μια από τις συνεπέστερες δυνάμεις αντιμετώπισης του θρησκευτικού φανατισμού στην περιοχή. Πιθανή πτώση της Kobane, θα έχει ίσως αλυσιδωτές και μακροχρόνιες επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ποια είναι λοιπόν η σημασία της πόλης και της κουρδική αντίστασης;
Γιατί είναι σημαντική η Kobane για το «Ισλαμικό Κράτος»;
Η ισλαμιστική οργάνωση ελέγχει πλήρως την πόλη Tel-Abyad (απέναντι από την πόλη Akçakale της Τουρκίας), την πόλη Carablus (απέναντι από την πόλη Karkamış της Τουρκίας), αλλά και την πόλη Rakka. Στο κέντρο αυτού του τριγώνου βρίσκεται η Kobane. Η προοπτική κατάκτησής της από το «Ισλαμικό Κράτος» θα προσδώσει στην οργάνωση δυνατότητες μεγαλύτερης επικοινωνίας στη βάση μιας διευρυμένης εδαφικής έκτασης μέσα στη Συρία. Η ένωση αυτού του τριγώνου πιθανόν να ενισχύσει την πορεία ισλαμικής κρατικής οικοδόμησης, ενώ την ίδια στιγμή θα προσφέρει τη δυνατότητα ανατροφοδότησης του «Ισλαμικού Κράτους» και σε άλλες συριακές περιοχές που επηρεάζει. Παράλληλα, αναμένεται να αποδυναμώσει σημαντικά και να θέσει σε κίνδυνο και τις υπόλοιπες αυτόνομες κουρδικές περιοχές εντός Συρίας.
Γιατί είναι σημαντική η Kobane για την Τουρκία;
Η πόλη αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα σημεία των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία, το οποίο ακόμα δεν ελέγχεται από το «Ισλαμικό Κράτος». Όμως την ίδια στιγμή, αποτελεί και το νέο παραδειγματικό τοπίο της «δικαίωσης» της κουρδικής αυτοδιάθεσης. Με λίγα λόγια συμβολίζει την ικανότητα του ΡΚΚ και του Κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD είναι η συριακή πτέρυγα της γνωστής ένοπλης κουρδικής οργάνωσης) να αξιοποιούν την περιφερειακή συγκυρία προς όφελος της υπόθεσης της «Δημοκρατικής Αυτονομίας». Δηλαδή της επίσημης στρατηγικής του κουρδικού κινήματος της περιοχής. Συνεπώς η Τουρκία στην Kobane, αντιμετωπίζει ένα από τα μεγαλύτερα διλήμματα, τα οποία μάλιστα φαίνεται να ενεργοποιούν και την εσωτερική της αποσταθεροποίηση. Είτε θα έχει επίσημα σύνορα με το «Ισλαμικό Κράτος», είτε με ένα νέο και δυναμικότερο κουρδικό κρατικό μόρφωμα.
Γιατί είναι σημαντικός ο δίκαιος πόλεμος των Κούρδων;
Η πόλη Kobane είναι μία από τις τρεις σημαντικότερες περιοχές του αυτόνομου καντονίου της Rojava. Στα δυτικά της Kobane βρίσκεται η πόλη Erfin και στα ανατολικά η πόλη Cizir. Από το Νοέμβριο του 2013, η «επαναστατημένη Rojava», όπως αποκαλείται η περιοχή, ανακήρυξε την αυτονομία της εντός Συρίας και προχώρησε στην εγκαθίδρυση προσωρινής κυβέρνησης με τη συνεργασία του Κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης και του Κουρδικού Εθνικού Συμβουλίου. Τον Ιανουάριο του 2014, εγκρίθηκε το προσωρινό της Σύνταγμα με τη συμμετοχή όλων των κουρδικών λαϊκών συμβουλίων της περιοχής. Σε αδρές γραμμές, το Σύνταγμα προβλέπει τη δημιουργία ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» που να διασφαλίζει πλήρως το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική ασφάλιση και στέγαση. Το Σύνταγμα φέρει τις βασικές πτυχές της επίσημης στρατηγικής των οργανωμένων Κούρδων που επικεντρώνεται στην προγραμματική θέση για «Δημοκρατική Αυτονομία».
Η δραστηριότητα του PKK-PYD, ήταν καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξης μιας νέας αντίληψης για τη δημοκρατία και την ελεύθερη πολιτική συμμετοχή στην περιοχή. Η Rojava κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να αποτελέσει ένα εναλλακτικό παράδειγμα στη διαδικασία της κουρδικής κρατικής οικοδόμησης και στον αγώνα για διασφάλιση των βασικών δικαιωμάτων. Όλα αυτά επιτεύχθηκαν σε ένα ιδιαίτερα έντονο περιβάλλον εμφυλιακών και όχι μόνο συγκρούσεων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Η οργάνωση των λαϊκών συμβουλίων, των τοπικών κοινοβουλίων, των λαϊκών ομάδων προστασίας, αποτελούν μερικές από τις εναλλακτικές δομές στις οποίες διασφαλίστηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος της μεγάλης πλειοψηφίας των ακτημόνων αγροτών και εργατών του «Δυτικού Κουρδιστάν» (όπως αποκαλούν τις κουρδικές περιοχές της Συρίας). Η τομή επιτεύχθηκε με τη μαζική συμμετοχή των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της πολιτικής, αλλά και της στρατιωτικής διοίκησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1/3 των λαϊκών ομάδων προστασίας (YPG) που αντιστέκονται τώρα ενάντια στο θρησκευτικό φονταμενταλισμό, είναι γυναίκες. Έστω και αν ακόμα καταγράφονται πολλά ελλείμματα στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού, η μαζική συμμετοχή των φτωχότερων στρωμάτων του κουρδικού πληθυσμού, κατέγραψε μια σημαντική φυγόκεντρη δυναμική-αιτία ίσως της φρίκης του «Ισλαμικού Κράτους». Όμως την ίδια στιγμή αυτές οι επιτυχίες του κουρδικού κινήματος στη Rojava προκάλεσαν την ανανέωση των οραμάτων για αυτοδιοίκηση και προκάλεσαν το θαυμασμό του σκορπισμένου σε τέσσερις χώρες κουρδικού πληθυσμού.
Η πόλη Kobane ουσιαστικά βρίσκεται σε πολιορκία. Οι αντοχές που επιδεικνύει απέναντι στη ξεκάθαρη υπεροπλία του «Ισλαμικού Κράτους», είναι αποτέλεσμα τόσο της εμπειρίας του PKK-PYD στο αντάρτικο, όσο και της θέλησης του κόσμου να προστατεύσει τις συνθήκες βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου που πέτυχε τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση με την ανέχεια που βιώνει η υπόλοιπη Συρία. Τελικά, η οργάνωση των Κούρδων και το περιεχόμενο των πολιτικών τους, σηματοδοτούν τη συνεπέστερη ίσως φωνή δημοκρατικής κοσμικότητας ενάντια στο θρησκευτικό φανατισμό. Όμως την ίδια στιγμή ο πολιτικός και στρατιωτικός κυνισμός που δείχνουν άλλες χώρες της περιοχής, με «έξοχο» παράδειγμα την Τουρκία, θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τα κεκτημένα των Κούρδων, όχι μόνο την ίδια την ύπαρξη τους, αλλά και τα κεκτημένα μιας κοιτίδας του ανθρώπινου πολιτισμού όπως η Μέση Ανατολή.
08 October 2014
Η γενικευμένη κρίση και η κάλπη των Τουρκοκυπρίων
Η ψηφοφορία για ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη θα γίνει τον ερχόμενο Απρίλιο. Όμως οι διεργασίες στα κατεχόμενα απέκτησαν δυναμικές μιας πολύ πρόωρης εκστρατείας. Η πρόωρη επικέντρωση της κοινότητας στις «προεδρικές», οι σοβαρές εσωκομματικές αντιπαραθέσεις στην κεντροαριστερά (Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα), αλλά και στη δεξιά (Κόμμα Εθνικής Ενότητας και Δημοκρατικό), καθώς και η αδυναμία των μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων να καταλήξουν εύκολα σε υποψηφιότητες, αποτελούν παράγοντες που όχι μόνο κάνουν αδύνατη την πρόβλεψη του αποτελέσματος, αλλά θέτουν νέα ερωτήματα αναφορικά με τους προσανατολισμούς της κοινότητας και την εξελισσόμενη σχέση της με την Τουρκία.
Τα φαινόμενα αυτά, θα πρέπει να μελετηθούν στην ιστορική τους συνέχεια αλλά και ρήξη. Η πρόσφατη ιστορία των Τουρκοκυπρίων χαρακτηρίζεται από τη θεμελιώδη αντίφαση που γέννησε – ήδη από τη δεκαετία του 1950 – το πολιτικό πρόγραμμα της εθνικιστικής ελίτ, δηλαδή η «διχοτόμηση» (Taksim). Η αντίφαση έγκειται στο πρόβλημα της χωριστής κρατικής οικοδόμησης με την οικονομική της βιωσιμότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν και παραμένει η πλήρης αποτυχία του εθνικιστικού προγράμματος να λύσει την αντίφαση μεταξύ ενός δεύτερου κράτους στην Κύπρο και της πολιτικής του οικονομίας. Η αποσταθεροποίηση της Κύπρου τη δεκαετία του 1960 εξανάγκασε στον αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από την παραγωγική διαδικασία, στην αύξηση της οικονομικής εξάρτησης από την Τουρκία και στη δημιουργία ενός τεράστιου δικτύου πελατειακών σχέσεων. Αυτή η μορφή θεσμικής οικοδόμησης διευρύνθηκε μετά την εισβολή του 1974. Η βίαιη μεταφορά πλούτου (γης και άλλων μέσων παραγωγής) από τους Ελληνοκύπριους στις δομές εξουσίας των κατεχομένων, δημιούργησε μια οικονομία «πλιάτσικου», ένα διευρυμένο δημόσιο τομέα, μεγάλες κοινωνικές παροχές με στόχο την ενσωμάτωση της κοινότητας στο «κράτος», καθώς και τον πολλαπλασιασμό της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων από την Άγκυρα.
Αυτό ήταν και το μοντέλο που κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Από τότε η τουρκοκυπριακή κοινωνία βιώνει μια γενικευμένη κρίση που επικεντρώνονται σε όλες ανεξαιρέτως τις λειτουργίες του συστήματος εξουσίας και εκφράζεται με τη συνολική απαξίωση της χωριστής «πολιτειακής κατάστασης πραγμάτων». Όμως την ίδια στιγμή, οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις της δεκαετίας του 1990, η ενταξιακή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αποσταθεροποίηση της οικονομίας των κατεχομένων και η πόλωση της τουρκοκυπριακής πολιτικής πραγματικότητας, οδήγησαν στην ένταση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης γύρω από τρείς βασικούς άξονες: τη διατήρηση της «ΤΔΒΚ», την πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, την ομοσπονδιακή επανένωση της Κύπρου και ένταξη στην Ε.Ε. Μέχρι και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, ο προαναφερθέν μετασχηματισμός οδήγησε στην άνοδο των φιλο-ομοσπονδιακών δυνάμεων και στην αποκαθήλωση του Ραούφ Ντενκτάς μετά από σχεδόν 50 χρόνια ηγεμονίας.
Η αποτυχία ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού, η στροφή της Άγκυρας στην επιβολή ενός «ανολοκλήρωτου» νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού των κατεχομένων και συνεπώς η εμβάθυνση της γενικευμένης κρίσης, εκφράζονται τα τελευταία χρόνια με την απαξίωση της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα, καθώς και με τη δραστική, σχεδόν «ανεξήγητη» μετακίνηση εκλογικής δύναμης σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Η κεντροαριστερά από το 15% στα τέλη της δεκαετίας του 1990, βρέθηκε στο 50% το 2005 και μειώθηκε σε περίπου 35%-40% το 2014. Η κεντροδεξιά από τα ποσοστά του 50%-60% των προηγούμενων δεκαετιών, βυθίστηκε σε περίπου 30% στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 και κατάφερε να ανασυγκροτηθεί μόνο σχετικά μέχρι και το 2010, όταν στην ηγεσία της κοινότητας βρέθηκε ο Έρογλου.
Σήμερα η βασική ιστορική αντίφαση συνεχίζεται και η κρίση εντατικοποιείται. Η αντίθεση ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας ενάντια στον εισαγόμενο τουρκικό εκσυγχρονισμό υποβόσκει, αλλά δεν έχει τρόπο ολοκληρωμένης πολιτικής έκφρασης. Την ίδια στιγμή δημιουργείται μια νέα ελίτ που δείχνει να ταυτίζεται περισσότερο με τις πολιτικές Έρντογαν, αλλά που επίσης δεν έχει διόδους συγκρότησης ενός πολιτικού προγράμματος, κυρίως λόγο της μεγάλης κοινωνικής αντιπολίτευσης. Με αυτά τα δεδομένα και τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι υποψηφιότητες για την ηγεσία της κοινότητας δεν παρουσιάζουν σε καμιά περίπτωση το «ακλόνητο φαβορί». Η επιστροφή του Ακιντζί στην πολιτική δραστηριότητα έχει τις προοπτικές συσπείρωσης ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς εκτός του Ρεπουμπλικανικού, καθώς και άλλων ομοσπονδιακών δυνάμεων. Η Σιμπέλ Σιμπέρ του Ρεπουμπλικανικού, αποτελεί έκφραση της σχετικής επικράτησης των κοινωνικών συμμαχιών του κόμματος επί του βασικού του πυρήνα. Στηρίζεται περισσότερο στη δημοφιλία της που είναι προϊόν της απουσίας της από το παλιό δίκτυο πελατειακών σχέσεων. Την ίδια όμως στιγμή ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ολοκληρωμένα τις αντιλήψεις της για τη μορφή επίλυσης του Κυπριακού, κάτι που αφήνει ανοιχτά ερωτήματα. Ο Έρογλου φαίνεται να αποτελεί για μια ακόμη φορά τον «άγνωστο Χ» της ψηφοφορίας. Δεν έχει ανακοινώσει τις προθέσεις του για πιθανή υποψηφιότητά του, εξέλιξη που παραπέμπει κυρίως στην προσπάθεια του για ανασυγκρότηση ενός μεγάλου συνασπισμού της δεξιάς. Παραπέμπει επίσης και στις σκέψεις για πιθανή υποψηφιότητα του Όζερσαϊ. Πάντως, παρά τα πολύ μεγάλα προβλήματα των παραδοσιακών κομμάτων του χώρου, η προσπάθεια φαίνεται ότι θα συνεχίζεται στα παρασκήνια μέχρι και το Νιόβρη. Είναι γεγονός ότι η γενική απαξίωση πλήττει και την προοπτική Έρογλου, όμως κανένας δε μπορεί να υποτιμήσει την ικανότητα του ως ενός από τους βασικούς αρχιτέκτονες του πελατειακού δικτύου της μεταπολεμικής εποχής.
Με αυτά τα δεδομένα, η επικείμενη ψηφοφορία φαίνεται να οδεύει προς δύο γύρους. Το τελικό της αποτέλεσμα επηρεάζεται καθοριστικά από το κλίμα που θα δημιουργείται στο τραπέζι των συνομιλιών, από τον τρόπο και την κατεύθυνση που θα επιλέξει να παρέμβει η Άγκυρα, καθώς και από το πολιτικό πρόγραμμα που θα καταρτίσουν οι υποψήφιοι με βασικό του χαρακτηριστικό τις κομματικές συνεργασίες. Πάντως η σημερινή συγκυρία που επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά της κοινότητας, υπογραμμίζει τα αδιέξοδα της προαναφερθείσας ιστορικής αντίφασης. Το δίλημμα που εμφανίζεται φέρει περιπλοκότητες. Αλλά παράλληλα, παραπέμπει και σε μια κάλπη που είτε θα εκφράσει την επιλογή μιας ομοσπονδιακής διευθέτησης όπως αυτή επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου, είτε την επιλογή μιας πορείας σταδιακής και μακρόχρονης «ομαλοποίησης» νέου τύπου χωριστών δομών εξουσίας.
23 September 2014
Αποκωδικοποιώντας τη «νέα Τουρκία» του Έρντογαν
Οι προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, συνιστούν ένα νέο σημείο καμπής στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Σύμφωνα με το ιδεολογικό πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και σύμφωνα με τις πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα, το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και ευρύτερα την κοινωνία. Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και το πολιτικό του πρόγραμμα για μια «νέα Τουρκία». Επομένως μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας των βασικών αξόνων αυτού του πολιτικού συνθήματος, μπορεί να είναι σημαντική για την κατανόηση των μελλοντικών προσανατολισμών της χώρας.
«Αυτή η στιγμή δεν είναι αποχαιρετισμός, δεν είναι η λήξη… Είναι μια φρέσκια αρχή… Είναι μια Fatiha, είναι ένα νέο ξεκίνημα». Με αυτά τα λόγια ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, τέλειωσε την ομιλία του κατά την εκδήλωση ανακήρυξης της προεδρικής υποψηφιότητάς του την 1η Ιουλίου 2014. Στο σημείο αυτό η χρήση του όρου Fatiha πλαισιώνεται από μια βαθύτερη ιστορική σημασία. Η Al-Fatiha είναι το πρώτο κεφάλαιο του Κορανίου, όμως την ίδια στιγμή θεωρείται το «ανοιχτήρι» του ιερού βιβλίου των Μουσουλμάνων που συμπεριλαμβάνει το γενικό μήνυμα της ισλαμικής θρησκείας. Συνεπώς η πολιτική σημασία της χρήσης αυτού του όρου, ξεφεύγει από το απλό θρησκευτικό μήνυμα. Παραπέμπει σε μια «νέα» σελίδα της τουρκικής ιστορίας, σε ένα ξεκίνημα για την οικοδόμηση της «νέας Τουρκίας» του Έρντογαν. Παραπέμπει σαφώς σε μια εναλλακτική «ιδρυτική στιγμή», η οποία θα χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη του ως του 12ου Προέδρου της χώρας. Καθόλου τυχαία, το 85σέλιδο πολιτικό πρόγραμμα της υποψηφιότητας Έρντογαν φέρει τον τίτλο «στο δρόμο της νέας Τουρκίας».
Ποια είναι λοιπόν η σημασία και το περιεχόμενο της «νέας Τουρκίας»; Η δημιουργία της εθνικής ιστορίας είναι μεταξύ άλλων μια πράξη κατά την οποία το εθνικό κράτος και οι ελίτ του αυτό-ανακηρύσσονται τόσο ως οι βασικοί συγγραφείς, όσο και ως οι βασικότεροι δρώντες αυτής της ιστορίας. Σε αυτό το πλαίσιο η ιστορική νομιμοποίηση και καταξίωση του κράτους απαιτούν την ανάδειξη μιας «ιδρυτικής στιγμής». Δηλαδή της στιγμής εκείνης που το κράτος παίρνει τη θέση του στο ιστορικό προσκήνιο, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα το «νέο ξεκίνημα» του έθνους και καθορίζοντας το «επίσημο» του παρελθόν.
Fatiha: Μια αντικεμαλική ανάγνωση
Ο Feroz Ahmad στο έργο του «Η δημιουργία της σύγχρονης Τουρκίας» (The Making of Modern Turkey), συμπεριλαμβάνει δύο κεφάλαια υπό τον τίτλο «Η νέα Τουρκία» τα οποία σχετίζονται με τις πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις της περιόδου 1923-1945. Εκεί αναλύει τη διαδικασία μετασχηματισμού της χώρας έτσι όπως επικράτησε μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Εξηγεί πως ο Mustafa Kemal και το κίνημα του επέβαλαν σταδιακά τους αυστηρούς κοσμικούς προσδιορισμούς του έθνους, την ορθολογική νομική ρύθμιση του κράτους και τον κρατικό καπιταλισμό. Η «ιδρυτική στιγμή» του κεμαλικού κράτους, επιδίωξε να σβήσει το αυτοκρατορικό παρελθόν και να εμποδίσει την οθωμανική ιστορία από του να συντηρηθεί ως ένα δομικό κομμάτι της τουρκικής-κοσμικής εθνικής ταυτότητας. Καθόλου τυχαία, η κεμαλική ελίτ επέλεξε να προσδώσει τιμές «ιδρυτικής στιγμής» και εθνικής επετείου στην 29η Οκτωβρίου 1923, όταν η συγκεκριμένη Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε την ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους. Η σύνθεση της εν λόγω Εθνοσυνέλευσης, σε αντίθεση με αυτή του 1920, εξέφραζε σχεδόν ολοκληρωτικά την τουρκική εθνική «ομοιογένεια» γύρω από την κοσμικότητα και το ρεπουμπλικανισμό της κεμαλικής ηγεσίας.
Σήμερα, η αποκωδικοποίηση της Fatiha του ΑΚΡ που αντικατοπτρίζεται στο στόχο για μια «νέα Τουρκία» οδηγεί σαφέστατα στην αμφισβήτηση της κεμαλικής ανάγνωσης της εθνικής ιστορίας. Επικεντρώνεται τελικά στη διάνοιξη των προοπτικών για την ιδεολογική αμφισβήτηση του ίδιου του κεμαλικού εθνικού κράτους. Την ίδια στιγμή θέτει σε διαπραγμάτευση την «κεμαλική» ομοιογένεια του έθνους και επομένως του ίδιου του κράτους και της εξουσίας του. Η «νέα Τουρκία» του Erdoğan, συνεπάγεται ένα νέο κράτος, ένα νέο ιστορικό μπλοκ εξουσίας, το οποίο συμπεριλαμβάνει μια νέα σύνθεση στο στρατό και στο δικαστικό σώμα, καθώς και μια νέα ισορροπία μεταξύ των διαφόρων μερών της αστικής τάξης. Την ίδια στιγμή, το νέο ιστορικό μπλοκ του ΑΚΡ, κουβαλά μαζί του τη δική του οργανική διανόηση, ΜΜΕ, Πανεπιστήμια και οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Η «νέα Τουρκία» του ΑΚΡ, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από νέες κοινωνικές σχέσεις στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, της εντεινόμενης αστικοποίησης και των επιρροών που ασκούνται στη χώρα από τις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις. Τέλος, η «νέα Τουρκία» που υπόσχεται η υποψηφιότητα Έρντογαν, καθορίζεται από την ισλαμική θρησκεία, η οποία δεν είναι απλά πιο εμφανής στο δημόσιο χώρο, αλλά αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας και της συλλογικής έκφρασης της κοινωνίας.
Το ζήτημα της ηγεμονίας: Μια «μακροχρόνια» διακυβέρνηση
Είναι γεγονός, ότι το ΑΚΡ και οι κοινωνικές δυνάμεις που συσπειρώνει, έχουν σταδιακά επιβάλει μια νέα «ανορθόδοξη» έννοια της τουρκικότητας, η οποία κυριαρχεί πλέον σε όλες τις σφαίρες των κοινωνικών σχέσεων. Η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση των τελευταίων 30 χρόνων, σήμερα συνοδεύεται από την επανακατασκευή ενός ένδοξου οθωμανικού-ισλαμικού παρελθόντος που αποκαθίσταται στην καθημερινή εξέλιξη της κοινωνίας. Το οθωμανικό παρελθόν και οι ισλαμικές αξίες μετασχηματίστηκαν σε βασικό συστατικό της τουρκικής ταυτότητας. Μετατράπηκαν στο κυριότερο «πιστοποιητικό» των αξιών, του ήθους και του περιεχομένου του «έθνους-millet». Αυτή η «εθνικοποιημένη» έκδοση της οθωμανικής παράδοσης και της ισλαμικής θρησκείας, αποτελούν πλέον στοιχεία του καθημερινού δημόσιου λόγου της εξουσίας και γίνονται αποδεχτά, αλλά και κατανοητά από τις ευρύτερες μάζες. Διαθέτουν λοιπόν μια πανίσχυρη «συμβολική δύναμη», όπως εξήγησε ο Hobsbawm.
Η «νέα Τουρκία» ως το επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας του Έρντογαν, συμπυκνώνει την επιδίωξη για θεμελίωση όλων των πιο πάνω αλλαγών. Αλλά την ίδια στιγμή πιστοποιεί την ηγεμονική θέση του ΑΚΡ. Το κυβερνών κόμμα από τη μια είναι το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της Τουρκίας, αλλά από την άλλη είναι και ο βασικός σημερινός του φορέας. Ο συγκεκριμένος μετασχηματισμός βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι πολυδιάστατος, φέρει πολλούς παράγοντες και δυναμικές, αγγίζει όλες τις σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας και επεκτείνεται από την οικονομία και τον πολιτισμό, μέχρι και τις περιφερειακές και διεθνείς. Συνεπώς η ίδια η ηγεμονική θέση του ΑΚΡ, δεν είναι στατική. Φέρει χαρακτηριστικά που αποδυναμώνουν την αντιπολίτευση, διευρύνουν τον πυρήνα της κοινωνικής στήριξης του κόμματος και επεκτείνουν τη δυνατότητα διακυβέρνησης του τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Το ΑΚΡ εμπεδώνει την εξουσία του, εμπεδώνοντας ταυτόχρονα το μετασχηματισμό της Τουρκίας.
Παράλληλα, οι συνεχόμενες εκλογικές του επιτυχίες από το 2002 μέχρι και το Μάρτιο του 2014, δημιουργούν μια «εκλογική ηγεμονία» που τείνει να πείσει την κοινή γνώμη ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να κερδίσει ποτέ. Υπό αυτή την έννοια, δεν θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη η επικράτηση του Erdoğan στις επικείμενες προεδρικές, αλλά και μια νέα νίκη του ΑΚΡ στις γενικές εκλογές του 2015. Με λίγα λόγια, εάν η κρίση σε παγκόσμια κλίμακα και οι εσωτερικές ισορροπίες της Τουρκίας συνεχίσουν να βρίσκονται στα ίδια πλαίσια, τότε το ΑΚΡ ίσως καταφέρει να ανανεώσει την παρουσία του ως η βασικότερη δύναμη εξουσίας τουλάχιστον μέχρι και το 2019.
Νίκος Μούδουρος
21 July 2014
Η Μοσούλη, η Άγκυρα και η «Κουρδική άνοιξη»
16 June 2014
Μια άλλη οπτική για το περιουσιακό
Το περιουσιακό κατά γενική ομολογία αποτελεί ένα από τα πιο περίπλοκα θέματα των συνομιλιών στο Κυπριακό πρόβλημα. Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις με την διεύρυνση της νομοθεσίας της επιτροπής αποζημιώσεων και τη συμπερίληψη των Τουρκοκυπρίων, εξαναγκάζουν σε μια πιο ολοκληρωμένη θεώρηση του περιουσιακού πέραν των νομικών (η και νομικίστικων) εκτιμήσεων της κατάστασης. Άλλωστε, το περιουσιακό αποτελεί δομικό κομμάτι της κυπριακής πολιτικής οικονομίας στο σύνολό της, ενώ την ίδια στιγμή σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού επηρεάζει την πορεία οικοδόμησης χωριστών δομών στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
- Πολιτική οικονομία και κρατική οικοδόμηση στα κατεχόμενα
Η διασφάλιση της βιωσιμότητας ενός παράνομου (και όχι μόνο) κράτους, είναι κριτήριο που επηρεάζει τις σχέσεις εξουσίας, αλλά και τις δυναμικές ιδεολογικής και πολιτικής του νομιμοποίησης. Η εξέλιξη της πολιτικής οικονομίας σε δομές όπως στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, μπορεί να προκαλέσει την άνοδο αντιπολιτευτικών ρευμάτων προς την ιδρυτική ηγεσία χωρίς να αμφισβητείται ολοκληρωτικά η πολιτειακή κατάσταση. Μπορεί όμως να δημιουργήσει ευρύτερες φυγόκεντρες δυναμικές αποξένωσης από το στόχο κρατικής οικοδόμησης σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Επομένως, η εξελικτική πορεία της οικονομίας σε ένα τέτοιο χώρο, μπορεί να δημιουργήσει σε συγκεκριμένες συγκυρίες τις προοπτικές αντιφάσεων που να θέτουν συνολικά ερωτηματικά ενάντια στο «κράτος».
Στην κυπριακή περίπτωση, η βιωσιμότητα των χωριστών δομών εξουσίας αμέσως μετά την εισβολή του 1974 διασφαλιζόταν αρχικά και υπό αντιρρήσεις μέσα από την τουρκική χρηματοδότηση, το διαμοιρασμό των ελληνοκυπριακών περιουσιών σε ένα πλαίσιο πλιάτσικου, καθώς και μέσα από το διαμοιρασμό θέσεων στον υπό δημιουργία δημόσιο τομέα. Η δομή εξουσίας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα στο διχοτομικό πλαίσιο του 1974, μετασχηματίστηκε σχεδόν αμέσως σε ένα τεράστιο δίκτυο πελατειακών σχέσεων, σε ένα είδος «κράτους πάτρωνα» που ανέλαβε όλες τις πτυχές της ανάπτυξης με επίκεντρο την ελληνοκυπριακή ιδιοκτησία γης, κατοικιών και επιχειρηματικών υποστατικών. Με αυτό τον τρόπο, οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων έγιναν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Τουρκοκυπρίων, μετατράπηκαν σε ένα από τα κυρίαρχα μέρη της προσπάθειας χωριστής κρατικής οικοδόμησης. Την ίδια όμως στιγμή αποτελούσαν και μια σταθερή πηγή απονομιμοποίησης του καθεστώτος αφού η ανάπτυξη περνούσε μέσα από τα εγκαταλελειμμένα έπιπλα και τις αναμνήσεις των Ελληνοκυπρίων. Ο Οζγκέρ Γιασιήν στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα το 1976, περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τις τραγικές αντιφάσεις που γεννούσαν τα «λάφυρα πολέμου» στη συλλογική συνείδηση της κοινότητας.
Κατά γενική ομολογία, η γενικευμένη κρίση των δομών στα κατεχόμενα μετά το 1974 είναι καθημερινά παρούσα. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι κορυφώνεται σε περιόδους θετικών εξελίξεων στο Κυπριακό, οι οποίες βεβαίως συνδυάζονται με μια προηγούμενη ρήξη τόσο στην εξωτερική, όσο και στην εσωτερική νομιμοποίηση του καθεστώτος. Δηλαδή, στο πρόσφατο παρελθόν η απονομιμοποίηση των δομών και η αποξένωση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν αποτέλεσμα κινητικότητας στο Κυπριακό, η οποία ταυτίστηκε με συγκυριακές αδυναμίες στην τουρκική χρηματοδότηση και κατάρρευση του τοπικού πελατειακού συστήματος στα κατεχόμενα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίοδος 2000-2004 που ξεκίνησε με την οικονομική κατάρρευση και κατέληξε με τα δημοψηφίσματα, έχοντας στο επίκεντρο τις μαζικές κινητοποιήσεις της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και την ανατροπή της ντενκτασικής εξουσίας.
Σε αυτό το σημείο, η σημασία του περιουσιακού επανήλθε στο προσκήνιο. Τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων απελευθέρωσαν τις δυναμικές για ένα ολοκληρωτικό μετασχηματισμό των δομών εξουσίας στα κατεχόμενα, κυρίως εκ μέρους της κυβέρνησης Έρντογαν. Ο αρχαϊκός τρόπος λειτουργίας της «ΤΔΒΚ» δε μπορούσε πλέον να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες και επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής για μια νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση και ενσωμάτωση των κατεχομένων στο ευρύτερο περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Η δημιουργία και διεθνής αποδοχή της επιτροπής αποζημιώσεων, αποτέλεσε ένα καθοριστικό βήμα για τον επιδιωκόμενο μετασχηματισμό σε μια σημαντική συγκυρία πλήρους απαξίωσης των δομών από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Όμως είναι γεγονός ότι η μη «απελευθέρωση» των ελληνοκυπριακών περιουσιών από το καθεστώς παρανομίας των κατεχομένων, συνέχιζε κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της επιτροπής να εμποδίζει την εκμετάλλευση τους για ανάπτυξη επενδύσεων και ενσωμάτωση σε μια διευρυμένη αγορά. Τόσο το επίπεδο αποτελεσματικότητας, όσο και η οικονομική βιωσιμότητα της επιτροπής, είναι στοιχεία που απασχολούν την τουρκική κυβέρνηση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα επεξεργάστηκε διάφορους τρόπους επιτάχυνσης της διαδικασίας «εκτουρκισμού» και ξεκαθαρίσματος των περιουσιών κυρίως μέσα από δύο άξονες: ο πρώτος είναι η συμπερίληψη του δικαιώματος των Τουρκοκυπρίων να αποτείνονται στην επιτροπή με στόχο να ανταλλάξουν τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις ελεύθερες περιοχές με αυτές που χρησιμοποιούν τώρα. Ο δεύτερος είναι η απονομή μέρους της αποζημίωσης που θα παίρνει ο Ελληνοκύπριος νόμιμος ιδιοκτήτης από Τουρκοκύπριο χρήστη της περιουσίας. Η πρόσφατη αλλαγή στη νομοθεσία λοιπόν εντάσσεται στο προαναφερθέν πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο, το τουρκικό κεφάλαιο σταδιακά θα αποκτήσει περισσότερο ελεύθερο πεδίο δραστηριοποίησης σε ένα νευραλγικό τομέα όπως είναι η ανάπτυξη γης.
Υπό αυτή την έννοια, η νομοθετική αλλαγή είναι μέρος μιας ευρύτερης εξέλιξης στη διαδικασία χωριστής κρατικής οικοδόμησης, αλλά και αντιμετώπισης της γενικευμένης κρίσης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Τέτοιες εξελίξεις δεν είναι αποκομμένες από το συνολικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και οι επιπτώσεις τους σε συνθήκες διατήρησης του διχοτομικού στάτους κβο, είναι αρνητικές.
*Νίκος Μούδουρος- Τουρκολόγος
05 May 2014