Τρία είδη αποδημητικών υδρόβιων  πτηνών, έχουν μετατοπίσει τους τόπους διαχείμανσής τους προς τα βόρεια, εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας, αναφέρουν επιστήμονες. Τα πτηνά αυτά, η τσικνόπαπια, η καστανόπαπια κι η κουδουνόπαπια ή βουκεφάλα, είναι τα πιο κοινά είδη στην Βρετανία και την Ιρλανδία, στην διάρκεια του Ευρωπαϊκού χειμώνα. Αλλά οι αριθμοί τους στις χώρες αυτές έχουν μειωθεί τα τελευταία 30 χρόνια.

Σύμφωνα με τα ευρήματα , που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Global Change Biology, πολλά μπορεί να συντομεύσουν κιόλας το ταξίδι τους.

Συλλέγοντας και αναλύοντας δεδομένα από τριάντα χρόνια του International Waterbird Census, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα πουλιά μένουν πιο κοντά  στους θερινούς τόπους αναπαραγωγής τους καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Στο βορειώτερο άκρο του ταξιδιού τους, την Σουηδία και την Φινλανδία, υπήρχαν περίπου 130.000 περισσότερες πάπιες το 2010 από ό,τι το 1980. Στο νότιο άκρο, την Βρετανία, την  Γαλλία, την Ιρλανδια και την Ελβετία, - οι αριθμοί έχουν μειωθεί κατά το ιδιο ποσοστό.

Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Χην του Wildfowl and Wetlands Trust (WWT), που πήρε μέρος στην μελέτη, αυτό αντιπροσωπεύει απώλεια περίπου 45% και 60% του πληθυσμού στην Βρετανία και Ιρλανδία. «Έχει πιο πολύ νόημα για τα πουλιά, γιατί δεν χρειάζονται να ξεκινήσουν το μεγάλο και ενεργοβόρο αυτό ταξίδι της αποδήμησής τους», εξήγησε.

Η μεγάλη αυτή μετατόπιση, ανέφερε, «οφείλεται στους όλο και θερμότερους ευρωπαϊκούς χειμώνες. Οι επιστήμονες κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα εξετάζοντας θερμοκρασιακά στοιχεία από τα ίδια σημεία της Ευρώπης τα τελευταία τριάντα χρόνια. «Οι θερμοκρασίες στην αρχή του χειμώνα είναι περίπου 3.8οC  αυξημένες ανάμεσα στο 1980 και 2010.»

Η μετατόπιση αυτή είναι γνωστή σαν συντόμευση (short-stopping), κατά την οποία είδη πάπιας που αναπαράγονται στην Αρκτική και που πετούν για ηπιότερους χειμώνες σε νότια κλίματα βρίσκουν ότι δεν χρειάζεται να πετάξουν τόσο μακριά για να βρούν ξεπάγωτες λίμνες όπου υπάρχει τροφή για αυτές. Η μετατόπιση μπορεί να έχει και συνέπειες για την διατήρηση κι επιβίωσή τους, αφού κάνουν λιγότερη χρήση τόπων που έχουν ορισθεί σαν τόποι προστασίας τους.