Νομικό έρεισμα και μάλιστα πολύ ισχυρό έχει στα χέρια του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης για να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κατά του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκου Δημητριάδη, υποστηρίζουν με στοιχεία, νομικοί κύκλοι οι οποίοι έχουν μελετήσει την υπόθεση σε βάθος και σε συνεργασία με οικονομικούς και τραπεζικούς εμπειρογνώμονες.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Σημερινη» η ανάλυση της νομικής βάσης στην οποία θα πρέπει να στηρίζεται η προσφυγή του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά του Διοικητή, περιλαμβάνει ουσιαστικά, τρία στοιχεία τα οποία μπορούν να υποστηρίξουν πλήρως την υπόθεση με ελάχιστα έως μηδενικά περιθώρια αποτυχίας. «Τα στοιχεία- τεκμήρια αυτά αποτελούν αδιάσειστη μαρτυρία, δημοσιοποιημένη με τον πλέον επίσημο τρόπο, τοις πάσι γνωστά, και κατά συνέπεια αδύνατον να αμφισβητηθούν»αναφέρουν οι εμπειρογνώμονες.
Βαρύ παράπτωμα
Τα τρία τεκμήρια, τα οποία στοιχειοθετούν την υπόθεση, όπως τα παρουσίασε η ομάδα των εμπειρογνωμόνων, στηρίζουν τη βάση στην οποία μπορεί να κινηθεί η διαδικασία και η οποία είναι το άρθρο 18 του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου, και συγκεκριμένα η παράγραφος 4 η οποία αναφέρει ότι ο Διοικητής παύεται αν έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα.
Με βάση τη μελέτη της ομάδας των εμπειρογνωμόνων τα τρία τεκμήρια είναι:
ΠΡΩΤΟΝ: Ο ισολογισμός της Τράπεζας Κύπρου που ετοιμάσθηκε και δημοσιευθηκε στις 16 Μαίου από την Κεντρική τράπεζα,
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Η επιστολή η οποία απεστάλη στις 8 Αυγουστου 2013, εκ μέρους του μεταβατικού διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, σε σχέση με τη μετοχική δομή της.
ΤΡΙΤΟΝ: Η δεύτερη επιστολή του μεταβατικού διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου η οποία απεστάλη προς 110.000 μετόχους επίσης στις 8 Αυγούστου 2013, με πρόσκληση για την ετήσια γενική συνέλευση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, κατά την οποία θα γίνονταν μόνον εκλογές και όχι παρουσίαση των αποτελεσμάτων της Τράπεζας, τα οποία δεν ήταν (ούτε και είναι ακόμα) έτοιμα.
Ζητούν γνώμη από το διεθνές γραφείο οι Ernst and Young
Οι αδυναμίες που προκαλούν τα τρία πιο πάνω γεγονότα, είναι σε γνώση, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, των ελεγκτών της Τράπεζας Κύπρου, Ernst and Young, οι οποίοι έχουν αποταθεί στο διεθνές γραφείο τους, ζητώντας ουσιαστικά να διεκπεραιώσει αυτό την υπογραφή των ελεγμένων λογαριασμών της τράπεζας, ούτως ώστε να μην αναλάβει το γραφείο της Κύπρου την ευθύνη για κάτι τέτοιο, χωρίς τη σύμφωνο γνώμη του διεθνούς γραφείου. Όπως είναι γνωστό οι ελεγκτές υπογράφουν λογαριασμούς μόνον αν κρίνουν ότι αυτοί δίνουν αληθινή και δίκαιη εικόνα της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας. Αν οι ελεγκτές διαφωνούν ή έχουν επιφυλάξεις για την ορθότητα των λογαριασμών στο σύνολο τους τότε αυτό που συνήθως γίνεται είναι προφορική πρώτα παρουσίαση των διαφωνιών και επιφυλάξεων προς το διοικητικό συμβούλιο και στη συνέχεια ζητείται από αυτό να διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο τους λογαριασμούς στο σύνολο τους ώστε να δίνουν δίκαιη και αληθινή εικόνα των αποτελεσμάτων της εταιρίας, στις 31/12/2012 στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου.
Μαζί θα πρέπει να υπάρχουν και οι ανάλογες σημειώσεις και αναφορές που να υποστηρίζουν τους λογαριασμούς με τις οποίες θα πρέπει επίσης να είναι σύμφωνοι και οι εξωτερικοί ελεγκτές ώστε η έκθεση τους να είναι χωρίς διαφωνίες ή επιφυλάξεις.
Αν υπάρχουν διαφωνίες
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν το διοικητικό συμβούλιο δεν συμφωνήσει με τις απαιτούμενες τροποποιήσεις και προσαρμογές που ζητούν οι ελεγκτές, τότε οι τελευταίοι έχουν υποχρέωση να αναφέρουν όλες τις διαφωνίες και επιφυλάξεις στην έκθεση τους σε σχέση με τις απαιτούμενες προσαρμογές και τροποποιήσεις, να φροντίσουν δηλαδή να παρέχουν όλη την απαραίτητη πληροφόρηση που απαιτείται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και ο περί εταιριών νόμος, πάντοτε προς όφελος των ιδιοκτητών και άλλων χρηστών των λογαριασμών.