Η αρχαία ελληνική παράδοση καταγράφει τον Τρωικό Πόλεμο ως μια δεκαετή σύγκρουση (περ. 1194–1184 π.Χ., σύμφωνα με τον Ερατοσθένη), όπου οι ελληνικές δυνάμεις πολέμησαν για την ανάκτηση της Ελένης. Μετά την πτώση της Τροίας, η ίδια η Ελένη χάνεται από το επίκεντρο των αφηγήσεων, ενώ η Σπάρτη, το βασίλειο του Μενελάου, παραμένει ισχυρή. Ο Μενέλαος εμφανίζεται ελάχιστα στις ομηρικές παραδόσεις μετά την άλωση της Τροίας, σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, ο οποίος χρειάστηκε ακόμη δέκα χρόνια για να επιστρέψει στην Ιθάκη. Η Οδύσσεια περιγράφει μια διαρκή περιπλάνηση, όπου η «Ιθάκη» δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός προορισμός, αλλά ένα ιδεατό σημείο σταθερότητας, που συχνά μοιάζει να απομακρύνεται πίσω από κύματα και εμπόδια. Εκεί τον ανέμεναν ο γιος του Τηλέμαχος, η σύζυγος Πηνελόπη και ο πιστός σκύλος Άργος, σύμβολα προσδοκίας και συνέχειας.

Μεταφερόμενοι στη σύγχρονη εποχή, οι μνήμες αυτών των διαδρομών προσφέρουν ένα σχήμα ερμηνείας για τις σημερινές συγκρούσεις. Στις 7 Οκτωβρίου 2023, η επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ πυροδότησε μια νέα φάση του πολέμου στη Γάζα. Δύο χρόνια αργότερα, το 2025, ο απολογισμός αριθμεί ήδη δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές, με το ανθρωπιστικό κόστος να βαθαίνει καθημερινά. Η κατάσταση, όπως και στην Οδύσσεια, μοιάζει με ατέρμονη περιπλάνηση: ένας πόλεμος που δεν υπόσχεται εύκολη «Ιθάκη».

Παράλληλα, πολιτικές πρωτοβουλίες όπως το 20-σημείο ειρηνευτικό σχέδιο που παρουσίασε ο Donald Trump το 2025 υπενθυμίζουν ότι η πολιτική τάξη επιχειρεί να κατασκευάσει οδικούς χάρτες επιστροφής, αλλά η «Ιθάκη» που προβάλλεται μπορεί να είναι περισσότερο γοητευτική ως ιδέα παρά ως εφικτός προορισμός. Σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες του Μενελάου, που δεν περιπλανήθηκαν για δεκαετίες αλλά βρήκαν τον δρόμο της επιστροφής σχετικά σύντομα, οι σύγχρονες συγκρούσεις δείχνουν πως η επιστροφή στην ειρήνη δεν είναι ούτε εύκολη ούτε βέβαιη.

Έτσι, η αντιπαραβολή ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία λειτουργεί ως αλληγορία: ο Τρωικός Πόλεμος και η Οδύσσεια, από τη μια, και η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση από την άλλη, θέτουν ερωτήματα για τη διάρκεια του πολέμου, την απώλεια της σταθερότητας και το όραμα μιας «Ιθάκης» που μένει πάντα μπροστά μας, αλλά ποτέ δεδομένη. Η σύγχρονη Σπάρτη που ευαγγελίζεται ο Νετανιάχου μπαίνει σε πολέμους μακράς διαρκείας όπως και η αρχαία Σπάρτη (Πελοποννησιακός Πόλεμος, Τροία, Περσικοί Πόλεμοι). Η έκβαση όλων αυτών όπως και για την Σπάρτη έτσι και σήμερα για το Ισραήλ δεν είναι απαραίτητα η απόκτηση εδαφών αλλά η ηγεμονία, και η ηγεμονία έχει δύο κύκλους ερμηνεύοντας τον ιμπεριαλισμό είτε κατά το λατινικό imperium που αναφέρεται στην ανάπτυξη και εδαφικά και πολιτικά μιας αυτοκρατορίας, είτε κατά το πως ερμηνεύει ο Λένιν τον ιμπεριαλισμό ως το οικονομικό εκείνο επεκτατικό σκέλος του καπιταλισμού. Σήμερα η πολιτική του Ισραήλ μπροστά στα 20 σημεία του σχεδίου για τη λήξη του πολέμου στη Γάζα, γνωρίζει την ανάγκη μιας ενδοσκόπησης ως προς το τι ορίζει η ίδια ως προς το ιδεολογικό της απόσταγμα, και τι είναι προς όφελος και των ΗΠΑ ώστε η Μέση Ανατολή και η Κεντρική Ασία να παραμείνουν υπό αμερικανική επίβλεψη.

Α. Ο πόλεμος στη Γάζα και ο αντι- Ισραήλ άξονας

Την 15η Σεπτεμβρίου 2020, υπό τη διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών και της κυβέρνησης Trump, υπογράφηκαν στη Washington D.C. οι πρώτες συμφωνίες ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και του Μπαχρέιν — οι λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ (Abraham Accords). 

Η βασική ιδέα πίσω από τις συμφωνίες ήταν ότι μέσω της πολιτικής αναγνώρισης και της ομαλοποίησης των διπλωματικών σχέσεων, να δημιουργηθεί ένα πλέγμα συνεργασίας ανάμεσα στο Ισραήλ και στις αραβικές χώρες, το οποίο θα βασίζεται σε επενδύσεις, κοινά ταμεία, εμπορικές δομές και διασυνδέσεις. Μέσω αυτού του πλέγματος, το Ισραήλ – ιστορικά απομονωμένο σε πολλούς άξονες – θα ενταχθεί σε έναν ευρύτερο γεωπολιτικό και οικονομικό χάρτη της Μέσης Ανατολής. 

Οι Συμφωνίες του Αβραάμ οδήγησαν σε επενδύσεις κυρίως μεταξύ ΗΑΕ και Ισραήλ, που υπολογίζονται ότι ξεπέρασαν τα 5 δισ. δολάρια από την έναρξη της ομαλοποίησης. Σύμφωνα με τον αναλυτικό απολογισμό του 2023 από το Abraham Accords Peace Institute, το επίσημο εμπόριο μεταξύ των χωρών των συμφωνιών ξεπέρασε τα 4 δισ. δολάρια, με εκτιμήσεις ότι η πραγματική αξία (συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών, άμυνας, αερίου, τεχνολογίας) υπερβαίνει τα 10 δισ. δολάρια. Τονίζεται επίσης ότι η ισραηλινή βιομηχανία άμυνας επωφελήθηκε, οι εξαγωγές προς χώρες των Accords ανέρχονται σε σημαντικό ποσοστό, με αναλύσεις να υποστηρίζουν ότι περίπου το 25% όλων των εγχώριων αμυντικών προϊόντων απευθύνονται σε χώρες με τις οποίες υπάρχει ομαλοποίηση σχέσεων.

Οι Συμφωνίες του Αβραάμ (2020) δεν είχαν μόνο οικονομικό και θεσμικό χαρακτήρα αποτέλεσαν πρωτίστως μια στρατηγική αρχιτεκτονική για την αποτροπή του ιρανικού σιιτικού άξονα που εκτείνεται από την Τεχεράνη έως τη Βηρυτό, μέσω της Χεζμπολάχ, του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και των Χούθι στην Υεμένη. Η ομαλοποίηση των σχέσεων Ισραήλ–ΗΑΕ–Μπαχρέιν, και στη συνέχεια με το Μαρόκο και το Σουδάν, εντάχθηκε στο σχέδιο δημιουργίας ενός αραβο-ισραηλινού μετώπου που θα εξουδετέρωνε την ιρανική επιρροή στην περιοχή.

Όσο το Ισραήλ επιχειρούσε να αποδυναμώσει τη Χεζμπολάχ και να πιέσει το καθεστώς Άσαντ, το έδαφος για τη διεύρυνση των Συμφωνιών φαινόταν ευνοϊκό. Το μοναδικό εμπόδιο υπήρξε η σύγκρουση στη Γάζα το 2023, η οποία ξέσπασε ακριβώς την περίοδο που βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο οι διαπραγματεύσεις για ομαλοποίηση Ισραήλ–Σαουδικής Αραβίας. Ο πόλεμος κατέστησε πολιτικά αδύνατη την ομαλοποίηση, αναδεικνύοντας το Παλαιστινιακό ως το βασικό «αγκάθι» της διαδικασίας. Ένα παλαιστινιακό αγκάθι που οι μοναρχίες του Αραβικού κόσμου χρησιμοποιούσαν πάντα για να ελέγχουν το Ισραήλ και να μην υπάρχει χώρος αλλά και χρόνος με τον συνεχιζόμενο πόλεμο ώστε το Ισραήλ να αναπτυχθεί.

Μετά την επίθεση στο Κατάρ τον Σεπτέμβριο 2025, το γεωπολιτικό τοπίο μεταβλήθηκε εκ νέου: αναβίωσε ένας ιδεολογικός αντι-ισραηλινός άξονας, που θύμισε το προ-1973 περιβάλλον, πριν την αναγνώριση του Ισραήλ από την Αίγυπτο. Σήμερα, παρατηρείται η διαμόρφωση ενός νέου μετώπου αραβικών και μουσουλμανικών χωρών που επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητά τους μέσα από την αντίθεση προς το Ισραήλ — εξέλιξη που απειλεί να ανατρέψει τις ισορροπίες που οι Συμφωνίες του Αβραάμ φιλοδοξούσαν να εγκαθιδρύσουν.

Κράτη όπως το Ιράν και η Τουρκία, αν και δεν ανήκουν στον αραβικό κόσμο, έχουν τα τελευταία χρόνια υιοθετήσει μια σταθερά συγκρουσιακή στάση έναντι του Ισραήλ και θέτουν για δικό τους εθνικό όφελος το ιδεολογικό αφήγημα του Παλαιστινιακού ως καίριο πομπό εναντίον του Ισραήλ, όταν μάλιστα η Ισλαμική Δημοκρατία επί Χομεϊνί είχε θέσει το Παλαιστινιακό ως πρόβλημα των Παλαιστινίων και των Αράβων και μετέπειτα του Ιράν. Αξιοποιώντας τη διπλωματική και χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση του Κατάρ, επιδίωξαν να παρεισφρήσουν στις περιφερειακές ισορροπίες με στόχο τη διαμόρφωση ενός πολυεπίπεδου άξονα – πολιτικού, διπλωματικού και αμυντικού. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στο να επηρεάσει τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου, παραδοσιακούς συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, προκειμένου να υιοθετήσουν μια περισσότερο αντιπαραθετική ή και ανυπάκουη στάση έναντι της Ουάσιγκτον, αποτρέποντας παράλληλα κάθε περαιτέρω διαδικασία ομαλοποίησης σχέσεων με το Ισραήλ.

Ο Donald Trump, αντιλαμβανόμενος ότι η «μεγάλη εικόνα» της αμερικανικής στρατηγικής αφορά τον ανταγωνισμό με την Κίνα, επιχείρησε να αποτρέψει τη διαμόρφωση ενός αντι-ισραηλινού άξονα στον οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν οι αραβικές χώρες σε συνεργασία με το Πεκίνο και το Ιράν. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσίασε το σχέδιο των 20 σημείων (2025), το οποίο λειτουργεί ως πλαίσιο εκεχειρίας στη Μέση Ανατολή, με στόχο να περιοριστούν τα πολλαπλά αναδυόμενα μέτωπα που απειλούν να οδηγήσουν σε μια ευρείας κλίμακας επίθεση κατά του Ιράν.

Η προσέγγιση αυτή εντάσσεται στη διαχρονική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών να ανακατευθύνουν πόρους και προσοχή προς την Ασία-Ειρηνικό, με σημείο αναφοράς τη Μέση Ανατολή, καθώς μια κλιμάκωση στην περιοχή θα έθετε σε κίνδυνο τις ενεργειακές ροές, τις περιφερειακές συμμαχίες και την ίδια την ισορροπία του συστήματος αποτροπής έναντι του Ιράν. Επομένως, το σχέδιο των 20 σημείων δεν αποτελεί μόνο περιφερειακή πρωτοβουλία, αλλά εντάσσεται σε μια παγκόσμια στρατηγική λογική, όπου η Μέση Ανατολή παραμένει «μέτωπο σταθεροποίησης» προκειμένου οι ΗΠΑ να εστιάσουν στον συστημικό ανταγωνιστή τους, την Κίνα.

Β. Ο παράγοντας Κίνα και οι Δρόμοι του Μεταξιού

·         Το Belt and Road Initiative (BRI),

Η Κίνα, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Belt and Road Initiative (BRI), σχεδίασε τρεις βασικούς χερσαίους διαδρόμους για τη διακίνηση προϊόντων της προς τη Δύση και την αύξηση της επιρροής της. Ο πρώτος διέσχιζε τη Σιβηρία και το Καζακστάν, καταλήγοντας στην Ουκρανία, όπου το καλοκαίρι του 2021 η Κίνα προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 2 δισ. δολαρίων στις υποδομές της Ουκρανίας, με στόχο τη μετατροπή της χώρας σε κόμβο μεταφοράς κινεζικών προϊόντων προς την Ευρώπη (τις υποδομές αυτές παραδόξως τις βομβάρδισαν πρώτες- πρώτες οι Ρώσοι). Ο δεύτερος αφορούσε τη Φινλανδία, την οποία το Πεκίνο επιδίωκε να καταστήσει εμπορικό σταθμό και πύλη για τη βόρεια Ευρώπη και Αμερική. Ο τρίτος και πλέον φιλόδοξος διάδρομος βασίστηκε στη συμφωνία Κίνας–Ιράν (Μάρτιος 2021) ύψους 440 δισ. δολαρίων, η οποία καθιστούσε την Τεχεράνη «αντιπρόσωπο» των κινεζικών προϊόντων στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Μέσω σιδηροδρομικών γραμμών που διέσχιζαν τα εδάφη της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας, τα προϊόντα προορίζονταν να καταλήγουν στον Λίβανο και από εκεί, μέσω του λιμανιού της Βηρυτού, να φτάνουν στη Δύση.

Η ανατίναξη του λιμανιού της Βηρυτού στις 4 Αυγούστου 2020, μόλις λίγες εβδομάδες πριν την υπογραφή των Συμφωνιών του Αβραάμ, ακύρωσε στην πράξη αυτήν την κρίσιμη υποδομή. Κατά συνέπεια, η Κίνα βρέθηκε αποκλεισμένη από τη δυνατότητα χερσαίας μεταφοράς προϊόντων της προς τη Δύση μέσω του μεσογειακού διαύλου, γεγονός που υπονόμευσε έναν από τους κεντρικούς άξονες της στρατηγικής της στο πλαίσιο του BRI και ενέτεινε τον γεωοικονομικό ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή.

Μετά τον περιορισμό των δυνατοτήτων της στους χερσαίους διαδρόμους λόγω της καταστροφής του λιμανιού της Βηρυτού και της αστάθειας στη Μέση Ανατολή, η Κίνα επανέφερε στο προσκήνιο τον θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού (Maritime Silk Road). Η διαδρομή αυτή, που ξεκινά από την Κινεζική Θάλασσα και διέρχεται μέσω του στενού της Μαλάκα, είχε στόχο τη σύνδεση της κινεζικής βιομηχανικής παραγωγής με τη Δύση και την Αφρική μέσω μιας αλυσίδας στρατηγικών λιμανιών.

Κρίσιμοι κόμβοι σε αυτή την αλυσίδα είναι:

το λιμάνι του Καράτσι στο Πακιστάν, το οποίο αποτελεί βασικό σημείο της συνεργασίας Κίνας–Πακιστάν στο πλαίσιο του China–Pakistan Economic Corridor (CPEC),

το λιμάνι του Τσαμπαχάρ στο Ιράν, το οποίο παρέχει πρόσβαση στη Μέση Ανατολή και συνδέεται με τις κινεζικές επενδύσεις σε σιδηροδρομικά δίκτυα,

και το λιμάνι Χονεϊντά (Hodeidah) στην Υεμένη, στρατηγικά τοποθετημένο στην Ερυθρά Θάλασσα κοντά στα στενά του Μπαμπ ελ-Μαντέμπ, ένα από τα σημαντικότερα σημεία θαλάσσιας διέλευσης παγκοσμίως.

Η στρατηγική της Κίνας αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας αλυσίδας θαλάσσιων λιμανιών (γνωστής και ως string of pearls), τα οποία θα εξυπηρετούσαν την ασφαλή μεταφορά προϊόντων της, μειώνοντας τον κίνδυνο αποκλεισμού από δυτικές ή αμερικανικές δυνάμεις σε περιόδους κρίσης. Ταυτόχρονα, τα κράτη που φιλοξενούσαν αυτές τις υποδομές — κυρίως το Ιράν και η Υεμένη — εντάσσονταν σε έναν ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό άξονα συνεργασίας με την Κίνα, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι σταθμοί για την κινεζική διείσδυση προς τη Δύση και την Αφρική.

·         Οι Χούθι, το λιμάνι του Εϊλάτ και η Κίνα

Η Κίνα δεν υποστηρίζει άμεσα τους Χούθι, ούτε υπάρχουν επίσημα στοιχεία οικονομικής χρηματοδότησης. Ωστόσο, η μαζική αγορά ιρανικού πετρελαίου από το Πεκίνο δημιουργεί έσοδα που τροφοδοτούν και τις ιρανικές περιφερειακές «θυγατρικές», συμπεριλαμβανομένων των Χούθι. Σε στρατηγικό επίπεδο, οι κινεζικές εναλλακτικές διαδρομές σημαίνουν ότι κάθε διαταραχή στο Bab el-Mandeb, αντί να πλήττει την Κίνα, τείνει να αποδυναμώνει ανταγωνιστές της (Ισραήλ, ΗΠΑ, ΕΕ). Έτσι, οι Χούθι μπορούν να θεωρηθούν έμμεσοι εξυπηρετητές κινεζικών συμφερόντων, στο πλαίσιο ενός πιο ευρέος ανταγωνισμού.

Η παρουσία των Χούθι στην Υεμένη έχει αναβαθμίσει τη στρατηγική σημασία του στενού Bab el-Mandeb, ενός από τα κρισιμότερα σημεία της παγκόσμιας ναυσιπλοΐας. Από το στενό αυτό διέρχονται καθημερινά περίπου 6,2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, που αντιστοιχούν σε σχεδόν το 9% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου πετρελαίου. Οι Χούθι της Υεμένης, αξιοποιώντας τη στρατηγική θέση τους στο στενό του Bab el-Mandeb, έχουν επεκτείνει την επιχειρησιακή τους δράση με στόχο όχι μόνο τη διατάραξη της ναυσιπλοΐας στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά και την παρεμπόδιση της λειτουργίας του ισραηλινού λιμανιού του Εϊλάτ. Το Εϊλάτ, το μοναδικό ισραηλινό λιμάνι με άμεση πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα, έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε ανταγωνιστικό κόμβο προς το Σουέζ, καθώς μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική διαδρομή για τη διακίνηση εμπορευμάτων μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.

Η στοχοποίηση από τους Χούθι του λιμανιού του Εϊλάτ στο Ισραήλ έχει διπλή σημασία. Πρώτον, περιορίζει τη δυνατότητα του Εϊλάτ να εξελιχθεί σε ανταγωνιστική εναλλακτική της Διώρυγας του Σουέζ, πλήττοντας το ισραηλινό σχέδιο να αναδειχθεί σε κρίκο των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Δεύτερον, ευνοεί την Αίγυπτο, καθώς η μείωση της σημασίας του Εϊλάτ διατηρεί το Σουέζ σε καθεστώς μονοπωλιακής κυριαρχίας. Τα έσοδα από τη Διώρυγα ανήλθαν σε 9,4 δισ. δολάρια το 2023, ποσοστό άνω του 2% του ΑΕΠ της Αιγύπτου. Μια εκτροπή έστω και του 5% της κίνησης προς το Εϊλάτ θα μπορούσε να κοστίσει στην Αίγυπτο 400–500 εκατ. δολάρια ετησίως, γεγονός που εξηγεί γιατί το Κάιρο τηρεί συχνά επιφυλακτική στάση απέναντι στις επιθέσεις των Χούθι.

Η κινεζική διάσταση είναι κρίσιμη. Η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος αγοραστής ιρανικού πετρελαίου, με εισαγωγές άνω του 1 εκατομμυρίου βαρελιών/ημέρα το 2023 (Kpler), που αντιστοιχούν στο 80–90% των εξαγωγών της Τεχεράνης. Τα έσοδα αυτά παρέχουν «σκληρό νόμισμα» στο Ιράν, το οποίο στη συνέχεια κατευθύνεται και προς τη στήριξη των Χούθι μέσω όπλων, πυραυλικών συστημάτων και τεχνογνωσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κινεζική ζήτηση πετρελαίου ενισχύει έμμεσα την επιβιωσιμότητα του κινήματος.

Παράλληλα, η Κίνα αναδεικνύεται ως έμμεσος ωφελημένος των επιχειρήσεων των Χούθι. Οι επιθέσεις στο Bab el-Mandeb δυσχεραίνουν το ισραηλινό και δυτικό εμπόριο, αλλά δεν πλήττουν με τον ίδιο τρόπο τις κινεζικές ροές, αφού το Πεκίνο έχει επενδύσει σε εναλλακτικά λιμάνια όπως στο Πακιστάν και το Chabahar στο Ιράν. Έτσι, κάθε διαταραχή στην Ερυθρά Θάλασσα ενισχύει το σχετικό πλεονέκτημα των κινεζικών θαλάσσιων διαδρομών, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει την αξιοπιστία των ΗΠΑ και του Ισραήλ ως εγγυητών της θαλάσσιας ασφάλειας.

Συνολικά, οι Χούθι δεν αποτελούν απλώς μια περιφερειακή ένοπλη δύναμη αλλά έναν καταλύτη γεωοικονομικών ανακατατάξεων: με τις επιθέσεις τους περιορίζουν τις ισραηλινές ναυτιλιακές προοπτικές, ενισχύουν την Αίγυπτο μέσω του Σουέζ, και εξυπηρετούν έμμεσα την κινεζο-ϊρανική στρατηγική στον Ινδικό Ωκεανό.

·         Η στροφή της Δύσης προς Ινδία και Ινδονησία: περιορισμός της Κίνας και αποδυνάμωση του άξονα Ιράν–Πεκίνου

Η αυξανόμενη κινεζική παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό και στη Μέση Ανατολή μέσω του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού, σε συνδυασμό με τη στρατηγική της συνεργασία με το Ιράν και την έμμεση στήριξη δρώντων όπως οι Χούθι στην Υεμένη, έχει ωθήσει τη Δύση και το Ισραήλ σε νέα διπλωματικά και στρατηγικά ανοίγματα. Στο πλαίσιο αυτό, δύο χώρες αποκτούν βαρύνουσα σημασία: η Ινδία και η Ινδονησία.

Η Ινδία αποτελεί κρίσιμο εταίρο στον περιορισμό της κινεζικής θαλάσσιας κυριαρχίας. Με την ενίσχυση των ναυτικών της δυνατοτήτων στον Ινδικό Ωκεανό και την εντεινόμενη συνεργασία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και χώρες του Κόλπου, το Νέο Δελχί αναδεικνύεται σε αντίβαρο απέναντι στη στρατηγική των κινεζικών λιμανιών (Gwadar στο Πακιστάν, Chabahar στο Ιράν). Η γεωστρατηγική της θέση της επιτρέπει να ανακόψει θαλάσσιες γραμμές ανεφοδιασμού της Κίνας προς τη Μέση Ανατολή, την Ερυθρά Θάλασσα και την Αφρική, περιορίζοντας το πλεονέκτημα που προσφέρει στο Πεκίνο η δράση των Χούθι στο Bab el-Mandeb.

Η Ινδονησία, ως η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα παγκοσμίως και στρατηγικός κόμβος στη Νοτιοανατολική Ασία, αποκτά εξίσου κεντρικό ρόλο. Εάν προχωρήσει σε αναγνώριση ή σε διπλωματική συνεργασία με το Ισραήλ, οι επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές:

Θα απονομιμοποιηθεί σημαντικά ο άξονας Ιράν–Κίνας, καθώς η Ινδονησία, με το δημογραφικό και θρησκευτικό της βάρος, θα στείλει μήνυμα απομάκρυνσης του μουσουλμανικού κόσμου από αντι-ισραηλινές και φιλοϊρανικές συμμαχίες.
Παράλληλα, η ενδεχόμενη αναγνώριση του Ισραήλ από την Ινδονησία θα αποδυναμώσει πολιτικά και διπλωματικά τον άξονα Ιράν–Κίνας, φέρνοντας σε δύσκολη θέση και περιφερειακούς συμμάχους του, όπως η Μαλαισία και το Μπρουνέι. Σε αυτή τη συγκυρία, η γεωπολιτική και οικονομική διάσταση συμπλέκονται: η Δύση δεν περιορίζεται πλέον στην αποτροπή, αλλά επιδιώκει να οικοδομήσει εναλλακτικά δίκτυα εμπορίου και ασφάλειας, ικανά να μετατρέψουν τον Ινδικό και τον Ειρηνικό σε χώρους αμερικανο-ισραηλινής επιρροής εις βάρος της Κίνας.

Η Δύση και το Ισραήλ θα αποκτήσουν πρόσβαση σε έναν στρατηγικό ναυτικό διάδρομο, ενισχύοντας την ικανότητά τους να περιορίσουν τις κινεζικές θαλάσσιες ροές στον Ειρηνικό και τον Ινδικό.

Η πιθανότητα αυτής της στροφής ενισχύθηκε από τη δήλωση του Προέδρου της Ινδονησίας, Prabowo Subianto, στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο, όπου εξέφρασε ετοιμότητα για ειρηνευτική πρωτοβουλία στη Γάζα, σε συντονισμό με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Netanyahu και τον Αμερικανό πρόεδρο Trump. Η αναφορά του στην ανάγκη «σεβασμού της ασφάλειας του Ισραήλ» προκάλεσε έκπληξη, καθώς αποτελεί σπάνιο βήμα για μουσουλμανική χώρα.

Γ. Τα 20 σημεία και τα τέρατα 

Το σχέδιο των 20 σημείων πρέπει να αναγνωσθεί πρωτίστως ως μια πρόταση μακρόχρονης εκεχειρίας: όχι απλώς ως προσωρινή ανακωχή, αλλά ως μηχανισμός σταδιακής αποκατάστασης και ανασυγκρότησης, αλλά δεν είναι το τέλος του πολέμου. Στο κέντρο της πρότασης βρίσκεται η άμεση επιστροφή των Ισραηλινών ομήρων — υπό τον όρο της δημόσιας αποδοχής της συμφωνίας — και, σε συνέχεια, η υποχρεωτική και φασματοποιημένη αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τις ζώνες που κατέχουν σήμερα στη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με τους όρους που είχε θέσει και το ίδιο το ισραηλινό επιχειρησιακό/πολιτικό σχέδιο στις αρχές του 2024.

Στην πρακτική του διάσταση, το σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας (buffer zone) μεταξύ της Λωρίδας της Γάζας και του ισραηλινού εδάφους — μια «νεκρή ζώνη» που θα λειτουργεί ως φυσικό και διαχειριστικό όριο ασφαλείας όπως ήδη ζητήθηκε αρχές του 2024 από το Ισραήλ. Η ζώνη αυτή παρουσιάζει, συνεπώς, έναν τρόπο μετατροπής της τρέχουσας εχθρικής κατάστασης σε ελεγχόμενη κατανομή κινδύνων, επιδιώκοντας να εμποδίσει την επανεμφάνιση ένοπλων δομών και να διευκολύνει την εισροή ανθρωπιστικής βοήθειας και επενδύσεων ανασυγκρότησης.

Επιχειρηματικά και στρατηγικά, μια τέτοια μακράς διάρκειας εκεχειρία εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους: αποκαθιστά — με όρους — την κινητικότητα πολιτών και εμπορευμάτων, επιτρέπει την ενεργοποίηση επενδυτικών μηχανισμών για ανασυγκρότηση, και προσφέρει στη διεθνή κοινότητα ένα πλαίσιο για σταδιακή αποκατάσταση της κανονικότητας χωρίς την άμεση και απόλυτη αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων από την περιοχή. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η εφαρμογή του απαιτεί σιδηρά εγγυητικά μέτρα, διεθνή εποπτεία και μακροχρόνια δέσμευση των εμπλεκομένων μερών — προϋποθέσεις που συχνά καθιστούν τις «μακροχρόνιες εκεχειρίες» ευάλωτες σε επανασχεδιασμό, περιφερειακές μεταπτώσεις και αλλαγές στα εθνικά πολιτικά συμφέροντα.

·         Διοικητικό Συμβούλιο Ειρήνης και Tony Blair

Το στοιχείο του Διοικητικού Συμβουλίου Ειρήνης και ο διορισμός του Tony Blair εντάσσονται σε μια πιο σύνθετη στρατηγική του Donald Trump, που ξεπερνά τα στενά όρια της Γάζας και αφορά τις ισορροπίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών, Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας στη Μέση Ανατολή.

Ο Trump, αντιλαμβανόμενος ότι το τελευταίο διάστημα το Ηνωμένο Βασίλειο σε στενή συνεργασία με τη Γαλλία επιχειρούν να ανακτήσουν ρόλο στη Μέση Ανατολή — συχνά σε αντίθεση με τις αμερικανικές θέσεις και σε μια προσπάθεια αναβίωσης της επιρροής που συνδέεται με τις παλαιές αποικιακές τους κτήσεις — επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον Blair ως συμβολικό αλλά και πολιτικό μοχλό πίεσης.

Η τοποθέτηση του Tony Blair, πρώην Βρετανού πρωθυπουργού και μέλους του Εργατικού Κόμματος, σε θέση με διοικητικό ρόλο στη Γάζα εξυπηρετεί δύο παράλληλους στόχους:

ü  Συμβολική νομιμοποίηση: παρουσιάζει την εικόνα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει παρουσία στη Μέση Ανατολή μέσω ενός δικού του πολιτικού προσώπου, άρα δεν μπορεί να κατηγορήσει την Ουάσινγκτον για αποκλεισμό ή μονομερή διαχείριση.

ü  Πολιτικό μήνυμα στο Λονδίνο: στέλνει απευθείας μήνυμα στον σημερινό πρωθυπουργό Keir Starmer (ο οποίος προέρχεται από το ίδιο κόμμα με τον Blair), ότι η επιλογή του να αναγνωρίσει το παλαιστινιακό κράτος δεν μένει χωρίς κόστος. Ο Trump, μέσα από την «επιστροφή» Blair, υπαινίσσεται πως η σταθερότητα της κυβέρνησης Starmer μπορεί να απειληθεί, καθώς το Εργατικό Κόμμα εμφανίζεται να είναι αντίθετο με τις αμερικανικές πρωτοβουλίες στην εξωτερική πολιτική, αλλά και την εσωτερική πολιτική για την οποία ο Τραμπ καταλογίζει στο ΗΒ ότι χάνει τον εθνικό του χαρακτήρα.

Παράλληλα, το ίδιο μήνυμα στοχεύει και τον Emmanuel Macron, του οποίου η Γαλλία έχει τα τελευταία χρόνια υιοθετήσει μια πιο αυτόνομη και διεκδικητική πολιτική στη Μέση Ανατολή, ενίοτε σε αντίθεση με την Ουάσινγκτον. Με την τοποθέτηση Blair, ο Trump επιδιώκει να υπενθυμίσει ότι η αμερικανική ηγεμονία παραμένει καθοριστική και ότι κάθε ευρωπαϊκή προσπάθεια να ανακτήσει χώρο στη Μέση Ανατολή μπορεί να «ανακυκλωθεί» και να εργαλειοποιηθεί από τις ΗΠΑ με τρόπο που να εκθέτει τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

·         Οι ειδικές οικονομικές ζώνες - Qualified Industrial Zones (QIZs)

Στο πλαίσιο του σχεδίου των 20 σημείων, προβλέπεται η δημιουργία μιας Ειδικής Οικονομικής Ζώνης στη Γάζα, με καθεστώς παρόμοιο προς τις Qualified Industrial Zones (QIZs) που είχαν ιδρυθεί τη δεκαετία του 1990 μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας. Όπως τότε, οι ζώνες αυτές θα επιτρέπουν τη διακίνηση προϊόντων με ειδικά προνομιακά τιμολόγια και μειωμένους δασμούς προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον όρο της συμμετοχής ισραηλινών πρώτων υλών ή τεχνογνωσίας.

Με αυτόν τον τρόπο, το νέο καθεστώς στη Γάζα δεν περιορίζεται σε μια ανθρωπιστική ανακούφιση αλλά δημιουργεί πλαίσιο οικονομικής ενσωμάτωσης: προϊόντα παραγόμενα στη Γάζα θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αμερικανική αγορά ή στο Ισραήλ με προνομιακούς όρους, ενισχύοντας την απασχόληση, τις επενδύσεις και την περιφερειακή αλληλεξάρτηση. Ουσιαστικά, το μοντέλο της Ιορδανίας επιχειρείται να αναπαραχθεί στη Γάζα, με την τριμερή συνεργασία ΗΠΑ–Ισραήλ–Παλαιστινίων, ώστε η οικονομία να λειτουργήσει ως μοχλός σταθερότητας και σταδιακής ειρήνευσης.

·         Παράδοση της Χαμάς

Η παράδοση των όπλων από τη Χαμάς και η έξοδος των μαχητών αντιμετωπίζονται από ισραηλινής πλευράς με βαριά επιφύλαξη και δυσπιστία. Η αιτία είναι διπλή και πρακτική: πρώτον, η ισραηλινή ασφάλεια βασίζεται στην απόλυτη ικανότητα επαλήθευσης — δεν επαρκεί μια δήλωση παράδοσης, απαιτείται τεκμηριωμένος, διαρκής έλεγχος των όπλων, των αποθηκών και των δικτύων τροφοδοσίας. Δεύτερον, υπάρχει η πεποίθηση ότι ακόμη και αν ένα τμήμα των οπλισμών και των μαχητών απομακρυνθεί, πάντα παραμένει ο κίνδυνος της συντήρησης υπόγειων δομών, κρυφών αποθεμάτων ή διασποράς μαχητών σε άλλες οργανώσεις — σενάρια που καθιστούν την πλήρη εμπιστοσύνη ανέφικτη. Με άλλα λόγια, η «παράδοση» δεν αναγιγνώσκεται ως απόλυτη λύση αλλά ως αρχή μιας μακράς, μηδενικής ανοχής διαδικασίας επαλήθευσης για το Ισραήλ, η ειρήνη χωρίς τέτοιες εγγυήσεις παραμένει ευάλωτη και άρα ανεπαρκής.

Από την πλευρά της Χαμάς υπάρχει βαθιά και εύλογη δυσπιστία ότι ακόμη και μετά από μια επίσημη παράδοση των όπλων και αποχώρηση μαχητών το Ισραήλ δεν θα παύσει να τους κυνηγά. Η δυσπιστία αυτή βασίζεται σε πρακτικά και πολιτικά δεδομένα: προηγούμενες εμπειρίες με μερικές «παραδόσεις» ή ανακωχές όπου οι στοχευμένες δολοφονίες, οι συλλήψεις και οι επιχειρήσεις ενάντια σε δομές της Χαμάς συνεχίστηκαν, στον φόβο δικαστικών διώξεων και εκτεταμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, στην απουσία αξιόπιστων και άμεσα εφαρμοστέων εγγυήσεων ασφαλείας, και στην πιθανότητα ότι υπόγειες δομές ή συνεργαζόμενες ομάδες θα χρησιμοποιηθούν ως «διαρκής εφεδρεία». Επιπλέον, στην ηγετική και στοχευμένη στρώση της οργάνωσης υπάρχει ο φόβος ότι η εκπαίδευση και οι δεσμοί των μαχητών θα καθιστούν εφικτή τη μελλοντική επανεμφάνιση, με αποτέλεσμα το Ισραήλ να θεωρήσει δικαιολογημένες μελλοντικές διώξεις.

Συνεπώς, για τη Χαμάς μια «παράδοση» χωρίς δεσμευτικά, διεθνώς εποπτευόμενα μέτρα — νομικές εγγυήσεις αμνηστίας ή μεταβατικής δικαιοσύνης, σαφείς μηχανισμοί αποστρατικοποίησης, διεθνής επιτήρηση για επαλήθευση της καταστροφής αποθεμάτων και ασφαλής επανένταξη των μαχητών — θεωρείται ανεπαρκής και επικίνδυνη. Αυτή η αμοιβαία δυσπιστία καθιστά την εφαρμογή οποιασδήποτε συμφωνίας επιστροφής ή παράδοσης εξαιρετικά ευαίσθητη: απαιτείται όχι μόνο τεχνική αποστρατικοποίηση αλλά και πολιτική λύση εμπιστοσύνης που να δεσμεύει και τις δύο πλευρές.

·         Ειρηνευτική Δύναμη

Η δημιουργία μιας ειρηνευτικής δύναμης αποτελούμενης από αραβικές, σουνιτικές χώρες και το Αζερμπαϊτζάν είναι κομβικής σημασίας για το σχέδιο, διότι προσφέρει τρία κρίσιμα πλεονεκτήματα:

ü  Νομιμοποίηση στο εσωτερικό της Γάζας και του αραβομουσουλμανικού κόσμου: Η παρουσία σουνιτικών αραβικών στρατευμάτων αποτρέπει την κατηγορία ότι η Γάζα τίθεται υπό δυτική ή αποκλειστικά ισραηλινή κατοχή. Δίνει την αίσθηση ότι η ασφάλεια εγγυάται από «ομόθρησκους» και όχι από δυνάμεις που θεωρούνται ιστορικά εχθρικές, επίσης αποτρέπει οποιαδήποτε ανάμιξη του Ιράν ή ακόμα και της Τουρκίας στην περιοχή.

ü  Ισορροπία δυνάμεων και περιφερειακή σταθερότητα: Η συμμετοχή χωρών όπως η Αίγυπτος, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ή η Σαουδική Αραβία θα έστελνε μήνυμα ότι το «αραβικό στρατόπεδο» αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην ειρήνη, μειώνοντας τον χώρο επιρροής του Ιράν και των συμμάχων του (Χεζμπολάχ, Χούθι).

ü  Στρατηγικό ρόλο του Αζερμπαϊτζάν: Η συμμετοχή του Μπακού έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι μουσουλμανική χώρα με στενούς δεσμούς με το Ισραήλ (ενεργειακή συνεργασία, στρατιωτική τεχνολογία) αλλά και γεωπολιτικά αντίβαρα προς το Ιράν. Η παρουσία του Αζερμπαϊτζάν στην ειρηνευτική δύναμη συμβολίζει ότι ακόμη και εκτός αραβικού κόσμου υπάρχουν μουσουλμανικές χώρες έτοιμες να στηρίξουν την ειρήνη με το Ισραήλ.

Συνολικά, η πολυεθνική αυτή δύναμη λειτουργεί ως γέφυρα εμπιστοσύνης: απομακρύνει τον φόβο της Χαμάς ότι θα κυνηγηθεί μονομερώς από το Ισραήλ, παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας στο Τελ Αβίβ ότι η αποστρατικοποίηση θα είναι πραγματική, και εξυπηρετεί τον στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ να μεταθέσουν το βάρος της ασφάλειας στους τοπικούς συμμάχους.

·         Από την εκεχειρία στη Γάζα σε ένα ευρύτερο γεωστρατηγικό στόχο

Η εγκαθίδρυση μιας μακρόχρονης εκεχειρίας στη Λωρίδα της Γάζας, όπως προτείνεται στο πλαίσιο του προσχεδίου των 20 σημείων, μπορεί να λειτουργήσει όχι απλώς ως τοπική λύση ανθρωπιστικού χαρακτήρα αλλά και ως καταλύτης για ευρύτερη αναδιάταξη στρατηγικών προτεραιοτήτων. Στο προτεινόμενο σενάριο, η εκεχειρία αποδεσμεύει πόρους και πολιτικό κεφάλαιο από το πεδίο της Παλαιστίνης, δίνοντας στο Ισραήλ και στους συμμάχους του —προεξάρχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες— τη δυνατότητα να επαναπροσανατολίσουν την προσοχή τους σε άλλους κρίσιμους στόχους.

Πρώτος άμεσος στόχος είναι το Ιράν: με τη Γάζα «ηρεμοτέρα», ανοίγει ο πολιτικός και επιχειρησιακός χώρος για συνεκτικές πρωτοβουλίες πίεσης και αποσταθεροποίησης, σχεδιασμένες για να προκαλέσουν αλλαγή καθεστώτος. Η λογική είναι ότι η αποδυνάμωση του ιρανικού άξονα —και, συνακόλουθα, η απομόνωση της συμμαχίας Ιράν–Κίνας— θα περιορίσει την ικανότητα του Πεκίνου να επεκτείνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή μέσω φιλοϊρανικών δικτύων και κρίσιμων χερσαίων/θαλάσσιων διαδρόμων.

Σε δεύτερο στάδιο, με την περιφερειακή πίεση να επαναπροσανατολίζεται, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν το ενδιαφέρον και τις επιχειρησιακές τους επιλογές στο Αφγανιστάν, το οποίο σε αυτό το πλαίσιο νοηματοδοτείται ως «φυσικό» σύνορο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή — ένα προγεφύρωμα για την ασφάλεια και την επιρροή στην Κεντρική Ασία. Η επαναδραστηριοποίηση στον αφγανικό χώρο θα παρείχε γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα για την παρακολούθηση και την άσκηση πίεσης σε διαδρομές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν ή να περιορίσουν κινεζικές και ρωσικές πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή.

Μακροπρόθεσμα, το σενάριο αυτό προβάλλει την Τουρκία ως τελικό στρατηγικό στόχο. Η υπόθεση εργασίας είναι ότι, εφόσον δημιουργηθεί ένα νέο περιφερειακό σύστημα δυνάμεων —ένα «δυτικό-φιλικό» μέτωπο στην καρδιά της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας— θα καταστεί δυνατή η συμμαχική απομόνωση ή ο μετριασμός της περιφερειακής αυτονομίας της Άγκυρας. Σε αυτή την προοπτική, ένα Ιράν αποδυναμωμένο και μετασχηματισμένο (το οποίο περιγράφεται στο σενάριο ως «νέο δυτικό Ιράν») θα λειτουργούσε ως σύμμαχος του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην άσκηση πιέσεων προς την Τουρκία.

Σε αυτό το πολύπλοκο πλέγμα, η Ρωσία ενδεχομένως να κερδίζει από μια σχετική αποδυνάμωση της Κίνας στην περιοχή: παρότι Μόσχα και Πεκίνο εμφανίζονται ως στρατηγικοί εταίροι, έχουν και διακριτά γεωπολιτικά συμφέροντα και ανταγωνισμούς (π.χ. στην Ανατολική Σιβηρία, την Αρκτική και σε ζώνες επιρροής). Ένα διπολικό πλαίσιο (ΗΠΑ–Ρωσία) στην περιφερειακή σκακιέρα μπορεί, υπό όρους, να εξυπηρετήσει τα ρωσικά συμφέροντα και να δώσει στον Πούτιν πολιτικό χώρο.

·         Η Τουρκία ως «τελικός στόχος» — λόγοι, λογική και ρίσκα

Στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σεναρίου όπου η εκεχειρία στη Γάζα απελευθερώνει πόρους και πολιτικό κεφάλαιο για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, η Άγκυρα αναδεικνύεται για ορισμένους σχεδιαστές σε βασική «μελλοντική πρόκληση» για την περιφερειακή ισχύ του Ισραήλ. Οι κύριες αιτίες αυτής της αντίληψης είναι οι εξής: α) η επαναναδυόμενη και δηλωτική υποστήριξη της τουρκικής ηγεσίας σε παλαιστινιακούς φορείς (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής επικοινωνίας και φιλοξενίας προσώπων που συνδέονται με τη Χαμάς), γεγονός που οδηγεί σε αντίληψη ουσιαστικής πολιτικής-ιδεολογικής αντίθεσης προς το Τελ Αβίβ και στη συμμετοχή της Τουρκίας στην επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο 2023 β) η αμυντική και ναυτική ενίσχυση της Τουρκίας (ναυτικές βάσεις, ναυτικές ασκήσεις, αεροπορική/αμυντική αυτονομία) που περιορίζει τα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων του Ισραήλ και γ) η τουρκική διπλωματική ενεργοποίηση στη Συρία, στη λιβυκή σκακιέρα και σε άλλα μέτωπα, που συγκροτεί μία πολλαπλή σειρά επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική — γεωγραφικά μέτωπα τα οποία το Ισραήλ θεωρεί κρίσιμα για την εθνική του ασφάλεια. 

Από την αμερικανική σκοπιά, η δυσπιστία προς την Τουρκία έχει δομικές ρίζες: η αγορά και εγκατάσταση του συστήματος S-400, οι περίοδοι ανεξάρτητης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (επέμβαση στη Συρία, ενεργειακές συμφωνίες με τη Ρωσία), και η ασυμφωνία σε πολλα σημεία της περιφερειακής στρατηγικής δημιούργησαν σοβαρά εμπόδια εμπιστοσύνης μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας. Παρά τις διακυμάνσεις στις διμερείς σχέσεις (π.χ. πρόσφατες επαφές υψηλού επιπέδου και συζητήσεις για πιθανή επιστροφή σε προγράμματα αμυντικής συνεργασίας), το θεμελιώδες στοιχείο είναι ότι οι ΗΠΑ βλέπουν την Τουρκία πλέον ως κράτος με «διπλό κεφάλαιο»: στρατηγικά χρήσιμο (NATO, γεωγραφία) αλλά ταυτόχρονα με συμπεριφορές και επιλογές που υπονομεύουν την τεχνολογική και ασφάλεια-συνεργασία (S-400) — επομένως η εμπιστοσύνη παραμένει περιορισμένη και επιφυλακτική. 

Στο πεδίο της ισραηλινής στρατηγικής λογικής, οι συνέπειες είναι διπλές: αφενός, η αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τις φιλοδυτικές γραμμές και η αύξηση των σχέσεών της με φορείς που το Τελ Αβίβ θεωρεί εχθρικούς (ή επιθετικούς προς ισραηλινά συμφέροντα) αυξάνει την πίεση για «προληπτική» εξισορρόπηση, αφετέρου, οι ΗΠΑ — λόγω της έλλειψης πλήρους εμπιστοσύνης — συχνά δεν είναι πρόθυμες να στηρίξουν δημόσια κάθε ισραηλινή πρωτοβουλία που θα οδηγούσε σε άμεση σύγκρουση με την Τουρκία, γεγονός που περιπλέκει τις επιλογές του Ισραήλ και το αναγκάζει να συνυπολογίσει κινδύνους διπλωματικού και στρατιωτικού επεισοδίου. Οι παραπάνω δυναμικές αντανακλώνται στις πρόσφατες εντάσεις και στο ρεπερτόριο δημόσιων επιτιμήσεων μεταξύ των δύο κρατών. 

Τέλος, είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι η «στόχευση» της Τουρκίας ως επόμενου σταδίου δεν σημαίνει αναπόφευκτο πόλεμο ή μονοδιάστατη επιλογή επίθεσης, αντιθέτως, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μείγμα μέσων: διπλωματική απομόνωση, στρατηγική συμμάχων (ενίσχυση ελληνό-κυπριακών/ισραηλινών δικτύων), οικονομική και τεχνολογική πίεση, και — όπου κρίνεται αναγκαίο από το Ισραήλ — στοχευμένη στρατιωτική αποτροπή σε συγκεκριμένα σημεία (π.χ. αποτροπή στρατιωτικών βάσεων που “θα απειλούσαν” ισραηλινά κέντρα). Αυτό το πολύπλοκο μείγμα έχει υψηλά ρίσκα: ένα σκληρό ρήγμα με την Τουρκία θα αποσταθεροποιήσει το ΝΑΤΟ, θα ανοίξει ρωγμοί στη δυτική συνοχή και θα αυξήσει την περιφερειακή αστάθεια — παράγοντες που καθιστούν οποιαδήποτε στρατηγική «αναίμακτης περιθωριοποίησης» της Άγκυρας εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη, που όμως δεν φοβίζουν τον Τράμπ αφού θέτει το Ισραήλ ως την κινητήριο δύναμη όχι μόνο της περιοχής αλλά και παγκοσμίως. 

Στο πλαίσιο αυτό, η αμερικανική πολιτική ενισχύει τη Κύπρο ως περιφερειακό εταίρο και κόμβο συνεργασίας με το Ισραήλ, παρέχοντας διπλωματική και ασφαλιστική στήριξη που στοχεύει στην ενδυνάμωση των κοινών ενεργειακών και γεωστρατηγικών συμφερόντων.

Παράλληλα, το Ισραήλ επιχειρεί να αποκλείσει οποιαδήποτε μόνιμη τουρκική παρουσία στο νησί, θεωρώντας ότι μια τέτοια παρουσία απειλεί άμεσα την ασφάλειά του και τα περιφερειακά του συμφέροντα — και είναι έτοιμο, όπως δείχνουν οι στρατηγικές επιλογές του, να διατηρήσει αυτή τη γραμμή ακόμα και αν το κόστος οδηγήσει σε κλιμάκωση ή σύγκρουση.