Η ακύρωση της συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, που είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αποτέλεσε μια εξέλιξη με βαρύνουσα πολιτική και διπλωματική σημασία. Αν και οι πρώτες επίσημες εξηγήσεις μίλησαν για ασυμβατότητα των προγραμμάτων των δύο ηγετών και για «δικαιολογημένη αναβολή», είναι σαφές ότι πίσω από αυτή την εξέλιξη κρύβονται πολλαπλά μηνύματα και υπολογισμοί. Η ακύρωση δεν αποτελεί μια απλή τεχνική δυσκολία ή οργανωτική λεπτομέρεια, αλλά εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο ευρύτερων ισορροπιών, επιδιώξεων και στρατηγικών ελιγμών, που καθιστούν την αποτίμηση του γεγονότος κρίσιμη για την κατανόηση της πορείας των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, η τουρκική πλευρά έδωσε προτεραιότητα στη συμμετοχή του προέδρου Ερντογάν σε σύνοδο ηγετών αραβικών και μουσουλμανικών κρατών, υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, με αντικείμενο τις εξελίξεις στο Παλαιστινιακό. Η σύνοδος αυτή θεωρήθηκε από την Άγκυρα ως πεδίο υψηλής στρατηγικής σημασίας, που θα μπορούσε να αναδείξει τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης και να ενισχύσει τη διεθνή της προβολή. Στο πλαίσιο αυτό, το ραντεβού με τον Έλληνα πρωθυπουργό πέρασε σε δεύτερη μοίρα, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα, τόσο για την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όσο και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η Άγκυρα τον διάλογο με την Αθήνα.
Επιπλέον, υπήρξαν ενδείξεις ότι η τουρκική πλευρά δεν είδε με καλό μάτι την ελληνική ανακοίνωση περί επικείμενης συνάντησης, θεωρώντας ότι υπήρξε έλλειψη συντονισμού, και ότι η Αθήνα παραβίασε μια άτυπη συμφωνία για κοινή δημοσιοποίηση της πληροφορίας. Αυτό το στοιχείο ενίσχυσε τις υποψίες ότι πίσω από την ακύρωση υπήρχε και ένα επικοινωνιακό παιχνίδι, με την Άγκυρα να επιδιώκει να δείξει πως ελέγχει την ατζέντα και πως δεν θα αφήσει την Ελλάδα να επιβάλει το πλαίσιο ή το ύφος του διαλόγου, ενισχύοντας, έτσι, την εικόνα μιας επιλογής περισσότερο στρατηγικής παρά συγκυριακής.
Η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να περιορίσει τις αρνητικές εντυπώσεις, κάνοντας λόγο για «δικαιολογημένη αναβολή» και αποφεύγοντας να υιοθετήσει την ορολογία της ακύρωσης. Υποστήριξε ότι το πρόβλημα αφορούσε αποκλειστικά την εύρεση κατάλληλου χρόνου, χωρίς να υπάρχει απόρριψη της συνάντησης από την τουρκική πλευρά. Ωστόσο, οι ελληνικές διπλωματικές πηγές δεν έκρυψαν ότι, αν η Άγκυρα επιμείνει στην αδυναμία πραγματοποίησης της συνάντησης ούτε την επόμενη ημέρα, τότε θα πρόκειται για καθαρά προσχηματική στάση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Τουρκία θα έχει εκπέμψει σαφές μήνυμα ότι δεν επιθυμεί αυτή τη στιγμή ουσιαστική επικοινωνία με την Αθήνα σε ανώτατο επίπεδο.
Η αντιπολίτευση στην Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε την εξέλιξη για να κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι κινείται με ερασιτεχνισμό και ότι δεν κατάφερε να διασφαλίσει μια τόσο κρίσιμη συνάντηση. Υποστήριξε ότι η πρόωρη ανακοίνωση της συνάντησης, χωρίς την τελική συνεννόηση με την τουρκική πλευρά, εξέθεσε τη χώρα και έδωσε την εντύπωση ότι η ελληνική διπλωματία λειτουργεί χωρίς τη δέουσα προετοιμασία. Αυτή η κριτική αποτυπώνει και τη δυσκολία διαχείρισης των ελληνοτουρκικών ζητημάτων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όπου κάθε κίνηση κρίνεται, όχι μόνο από τη διεθνή της αποτελεσματικότητα, αλλά και από την εικόνα που δημιουργεί στην κοινή γνώμη.
Το γεγονός παραπέμπει σ’ ένα μοτίβο που έχουμε ξαναδεί. Η Άγκυρα επιλέγει να κρατά τον διάλογο με την Ελλάδα υπό τον απόλυτο έλεγχό της, είτε προχωρώντας σε κινήσεις αιφνιδιασμού, είτε μεταθέτοντας συναντήσεις την τελευταία στιγμή, προκειμένου να δείξει ότι η άλλη πλευρά εξαρτάται από τις διαθέσεις της. Αυτή η τακτική λειτουργεί ως μοχλός πίεσης, καθώς δίνει την εντύπωση ότι η Ελλάδα χρειάζεται τον διάλογο περισσότερο από την Τουρκία. Ταυτόχρονα, ενισχύει την εικόνα του Ερντογάν ως ηγέτη που επιλέγει πότε και με ποιον θα συνομιλήσει, αποδεικνύοντας την ισχύ του σε πολλαπλά μέτωπα.
Η ακύρωση έχει επιπτώσεις που υπερβαίνουν το συμβολικό επίπεδο. Στερεί από τις δύο χώρες μια ευκαιρία να συζητήσουν ανοιχτά, σε κορυφαίο πολιτικό επίπεδο, για ζητήματα που παραμένουν εκρηκτικά, δηλαδή την ένταση στο Αιγαίο, την κυπριακή διάσταση, τις έρευνες και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, τη μετανάστευση και τις ενεργειακές ισορροπίες. Κάθε αναβολή τέτοιου διαλόγου σημαίνει ότι αυτά τα ζητήματα παραμένουν μετέωρα, με τον κίνδυνο κλιμάκωσης ή παρεξηγήσεων να αυξάνεται. Ιδίως σε μια περίοδο που οι διεθνείς συγκυρίες είναι εύθραυστες και η απουσία επικοινωνίας μπορεί να αποδειχθεί δαπανηρή.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αναβολή να δημιουργεί χώρο για μια πιο ουσιαστική συνάντηση στο μέλλον, υπό συνθήκες που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη διάρκεια και καλύτερη προετοιμασία. Αν πράγματι οι δύο ηγέτες καταφέρουν να βρεθούν σε άλλο πλαίσιο, με κοινή συμφωνία και ανακοίνωση, η συνάντηση θα αποκτήσει πρόσθετο βάρος, ακριβώς επειδή θα έχει προηγηθεί η «σκιά» της ακύρωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση, η Αθήνα θα μπορούσε να αξιοποιήσει το γεγονός για να δείξει ότι κινείται με ψυχραιμία και συνέπεια, χωρίς να παρασύρεται από τακτικισμούς της Άγκυρας.
Η στάση που θα επιλέξει η ελληνική κυβέρνηση στο επόμενο διάστημα είναι καθοριστική. Οφείλει να δείξει ότι δεν επιδιώκει διάλογο πάση θυσία, αλλά ότι είναι έτοιμη να συνομιλήσει όποτε και εφόσον υπάρξουν οι προϋποθέσεις για μια παραγωγική ανταλλαγή απόψεων. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα επιτραπεί στην Τουρκία να παρουσιάσει την Ελλάδα ως τον «αδύναμο κρίκο» που εκλιπαρεί για επαφές. Η προσεκτική επικοινωνιακή διαχείριση, η αναζήτηση στήριξης από εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η διατήρηση διαύλων με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για να μην χαθεί το διπλωματικό πλεονέκτημα.
Η ακύρωση συνιστά, επίσης, υπενθύμιση ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν εξελίσσονται σε κενό, αλλά επηρεάζονται από το ευρύτερο περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο. Η επιλογή της Άγκυρας να δώσει έμφαση στο Παλαιστινιακό υπογραμμίζει ότι η Τουρκία επιδιώκει να παίξει ρόλο σε μείζονες κρίσεις της Μέσης Ανατολής, αποσπώντας διεθνή προσοχή και ενισχύοντας την εικόνα της ως απαραίτητου συνομιλητή. Για την Ελλάδα, αυτό συνιστά πρόκληση. Χρειάζεται να αποδείξει ότι και η ίδια είναι χώρα σταθερότητας και αξιόπιστος εταίρος, ικανή να συμμετέχει σε διεθνείς διεργασίες, και όχι απλώς να σέρνεται πίσω από τις κινήσεις της Τουρκίας.
Σ’ αυτή τη βάση, η ελληνική στρατηγική οφείλει να κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, να επιμείνει στην ανάγκη διαλόγου, δείχνοντας διάθεση συνεννόησης και αποφεύγοντας την παγίδα της αδιαλλαξίας. Από την άλλη, να διαμηνύσει με σαφήνεια ότι δεν θα δεχθεί να μετατραπεί σε παθητικό παρατηρητή, ούτε να επιτρέψει στην Τουρκία να καθορίζει μονομερώς τους όρους. Η ισορροπία αυτή είναι δύσκολη, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την υπεύθυνη και αποτελεσματική διαχείριση μιας σχέσης που παραμένει φορτισμένη και επικίνδυνη.
Συμπερασματικά, η ακύρωση της συνάντησης στη Νέα Υόρκη δεν είναι το τέλος του δρόμου, αλλά ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά και σύνθετη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Αθήνα έχει μπροστά της την πρόκληση να μετατρέψει μια αρνητική εξέλιξη σε ευκαιρία για ανασύνταξη, να ενισχύσει τις διεθνείς της συμμαχίες και να προετοιμαστεί για την επόμενη συνάντηση που, αργά ή γρήγορα, θα γίνει. Ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί την τρέχουσα κατάσταση θα αποτελέσει κριτήριο της σοβαρότητας και της συνέπειάς της. Σ’ ένα κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς, με νέες κρίσεις να ξεσπούν και νέες ισορροπίες να διαμορφώνονται, η Ελλάδα δεν έχει το περιθώριο να παγιδεύεται σε τακτικισμούς άλλων. Αντίθετα, χρειάζεται να δείξει ότι μπορεί να κινείται με στρατηγικό βάθος, με καθαρό στόχο και με ικανότητα να αξιοποιεί ακόμη και τις δυσκολίες προς όφελός της. Το ζητούμενο δεν είναι αν η συνάντηση ματαιώθηκε, ή αν θα πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερη φάση. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η Ελλάδα θα καταφέρει να διατηρήσει τον έλεγχο του αφηγήματος και να αναδείξει τον ρόλο της ως υπεύθυνης δύναμης που δεν παρασύρεται από τακτικούς ελιγμούς. Η ακύρωση στη Νέα Υόρκη, με όλες τις προεκτάσεις και τις ερμηνείες της, είναι ένα καμπανάκι που καλεί την ελληνική διπλωματία σε περισσότερη σοβαρότητα, προετοιμασία και στρατηγική διορατικότητα. Κι αν κάτι πρέπει να κρατήσει η Αθήνα από αυτή την εμπειρία, είναι ότι ακόμη και οι χαμένες συναντήσεις μπορούν να γίνουν πολύτιμα μαθήματα, αρκεί να αντιμετωπιστούν με ψυχραιμία και προνοητικότητα.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.
Aκύρωση συνάντησης Μητσοτάκη–Ερντογάν και διπλωματικές ισορροπίες
SigmaLive
