Η απόκτηση κατοικίας για νέα ζευγάρια στην Κύπρο έχει μετατραπεί σ´ ένα από τους πιο ακανθώδεις γρίφους της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου. Εκεί που παλαιότερα η κατοικία θεωρείτο δεδομένη προτεραιότητα και θεμελιώδης προϋπόθεση για τη δημιουργία οικογένειας, σήμερα εμφανίζεται ως όνειρο μακρινό, που συντρίβεται πάνω σε τοίχους γραφειοκρατίας, υψηλών επιτοκίων και υπέρογκων απαιτήσεων. Οι θεσμοί που έχουν συσταθεί για να διευκολύνουν τη στέγαση, είτε πρόκειται για τις εμπορικές τράπεζες, είτε για τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης, είτε για τον Φορέα Ίσης Κατανομής Βαρών, καταλήγουν να δημιουργούν περισσότερα εμπόδια απ’ όσα αίρουν, αφήνοντας τα νέα ζευγάρια εγκλωβισμένα σ´ ένα φαύλο κύκλο οικονομικής ασφυξίας και κοινωνικής ανασφάλειας.

Οι εμπορικές τράπεζες, που αποτελούν την κύρια πηγή δανειοδότησης για την αγορά κατοικίας, θέτουν ως βασική προϋπόθεση για παραχώρηση δανείου την ύπαρξη προκαταβολής δεκάδων χιλιάδων ευρώ προς τον κατασκευαστή ή τον πωλητή. Η απαίτηση αυτή ισοδυναμεί με αποκλεισμό των περισσότερων νέων ζευγαριών, που ξεκινούν τη ζωή τους χωρίς σημαντική οικονομική στήριξη από οικογένεια ή περιουσιακά αποθέματα. Σε μια εποχή που οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτιναχθεί και η αξία ακόμη και μιας μικρής κατοικίας ξεπερνά κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες του μέσου νοικοκυριού, η συγκέντρωση της απαιτούμενης προκαταβολής μοιάζει αδύνατη. Επιπλέον, η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων καθιστά την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου εξαιρετικά επώδυνη, με τις μηνιαίες δόσεις να υπερβαίνουν σε πολλές περιπτώσεις το διαθέσιμο εισόδημα. Οι τράπεζες ελέγχουν με υπερβολική αυστηρότητα τα οικονομικά δεδομένα των αιτητών, με αποτέλεσμα η μεγάλη πλειονότητα των νέων να απορρίπτεται ή να αποθαρρύνεται πριν ακόμη μπει στη διαδικασία δανεισμού.

Αντίστοιχα προβληματική είναι η λειτουργία του Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης, που δημιουργήθηκε θεωρητικά για να λειτουργήσει ως κοινωνικός μηχανισμός στήριξης των νέων οικογενειών. Στην πράξη, όμως, η διαχείριση του Οργανισμού κάθε άλλο παρά κοινωφελή χαρακτήρα αποπνέει. Το καταθετικό του επιτόκιο ανέρχεται μόλις στο 0,9%, ενώ το δανειστικό του φτάνει σχεδόν στο 5%. Η τεράστια αυτή απόκλιση, που δεν δικαιολογείται από τις συνθήκες της αγοράς, καταδεικνύει πως ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης λειτουργεί περισσότερο με λογική κερδοσκοπικού οργανισμού παρά αποστολής στήριξης της κοινωνίας. Η εικόνα αυτή

ενισχύεται από το γεγονός ότι τα ποσά δανειοδότησης που παρέχει παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τις πραγματικές ανάγκες αγοράς κατοικίας. Έτσι, αντί να αποτελεί εργαλείο που θα ανοίγει δρόμο προς την ιδιοκατοίκηση, ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης αφήνει τους δικαιούχους εκτεθειμένους σε νέα δάνεια και σε οικονομικά αδιέξοδα.

Η κατάσταση στον Φορέα Ίσης Κατανομής Βαρών, που έχει αποστολή να στηρίζει τους εκτοπισμένους και να αντισταθμίζει τις αδικίες που προκύπτουν από την τουρκική εισβολή, δεν είναι καλύτερη. Η λειτουργία του υπονομεύεται στην πράξη από αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτήσεων, που φτάνουν ακόμη και τους έξι ή και περισσότερους μήνες. Οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων λιμνάζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και, ακόμη κι όταν εγκρίνονται, τα ποσά εκταμιεύονται με αργούς ρυθμούς. Το ίδιο φαινόμενο καταγράφεται και με τα φοιτητικά δάνεια που χορηγεί, όπου τα χρήματα δίνονται με μεγάλη καθυστέρηση, εκθέτοντας οικογένειες και φοιτητές σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Η ανάγκη καταβολής προκαταβολικά του ετήσιου ενοικίου και των διδάκτρων στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποδεικνύεται καταστροφική, αφού η καθυστέρηση εκταμίευσης μετατρέπει μια υποτιθέμενη στήριξη σε πραγματικό πονοκέφαλο.

Η καθημερινότητα των νέων ζευγαριών αποτυπώνει καθαρά το μέγεθος του προβλήματος. Όσοι δεν διαθέτουν ισχυρή οικογενειακή στήριξη καταλήγουν να ζουν για χρόνια σε ενοικιαζόμενες κατοικίες, με ενοίκια που αυξάνονται συνεχώς και απορροφούν σχεδόν ολόκληρο το εισόδημά τους. Η προσπάθεια αποταμίευσης για προκαταβολή φαντάζει μάταιη, ενώ η αβεβαιότητα γύρω από το στεγαστικό τους μέλλον, καθιστά απαγορευτική ακόμη και τη σκέψη για απόκτηση παιδιών. Η στέγη, που θα έπρεπε να αποτελεί σταθερό θεμέλιο οικογενειακής ζωής και κοινωνικής συνοχής, μετατρέπεται σε άπιαστο προνόμιο για τους λίγους που διαθέτουν ήδη κεφάλαια ή ισχυρές γνωριμίες. Η απουσία μιας συνεκτικής στεγαστικής πολιτικής οδηγεί σ’ ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικών ανισοτήτων, όπου οι νεότερες γενιές βρίσκονται αποκλεισμένες από το δικαίωμα της ιδιοκατοίκησης.

Απέναντι σ´ αυτή την εικόνα, η ανάγκη για αλλαγή είναι επιτακτική. Ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης οφείλει να μειώσει ουσιαστικά τη διαφορά μεταξύ καταθετικού και δανειστικού επιτοκίου, ώστε να καταστεί πράγματι εργαλείο κοινωνικής στήριξης και όχι οργανισμός που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος. Οι εμπορικές τράπεζες, σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα και το Υπουργείο Οικονομικών, πρέπει να επανεξετάσουν τα κριτήρια παραχώρησης στεγαστικών δανείων και να μειώσουν τις απαιτήσεις για προκαταβολές, δίνοντας τη δυνατότητα στα νέα ζευγάρια να αποκτήσουν στέγη με χαμηλότερη αρχική συνεισφορά ή με τη στήριξη κρατικών εγγυήσεων. Ο Φορέας Ίσης Κατανομής Βαρών χρειάζεται άμεσο εκσυγχρονισμό, ώστε να μειωθεί δραστικά ο χρόνος εξέτασης αιτήσεων και να επιταχυνθεί η εκταμίευση των στεγαστικών και φοιτητικών δανείων. Παράλληλα, το κράτος οφείλει να εφαρμόσει προγράμματα επιδότησης επιτοκίων, καλύπτοντας μέρος του κόστους για την αποπληρωμή των δανείων, ώστε να δώσει ανάσα στα νοικοκυριά.

Η απάντηση δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη διευκόλυνση της δανειοδότησης. Απαιτείται συνάμα ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική του κράτους και της Εκκλησίας, που θα συνδυάζει τις χρηματοδοτικές διευκολύνσεις με την ανάπτυξη προσιτών κατοικιών σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Η ανέγερση κατοικιών σε τιμές χαμηλότερες από τον σημερινό μέσο όρο της αγοράς, π.χ. σε κρατική και εκκλησιαστική γη, θα αποτελούσε μια πραγματική ανάσα για τα νέα ζευγάρια. Χωρίς τέτοιες πρωτοβουλίες, η κατάσταση θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, με όλο και περισσότερους νέους να βλέπουν το όνειρο της ιδιοκατοίκησης να σβήνει.

Η στέγη δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως προνόμιο, ούτε να υπόκειται αποκλειστικά στη λογική της αγοράς. Είναι θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα και προϋπόθεση για την ομαλή ανάπτυξη της οικογένειας και της κοινωνίας. Η Κύπρος δεν αντέχει να δημιουργήσει μια ακόμη γενιά που θα στερηθεί αυτό το δικαίωμα, εγκλωβισμένη σε ενοίκια και σε οικονομική ανασφάλεια. Οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί και η πολιτεία καλούνται να ξαναγράψουν τους κανόνες, δίνοντας προτεραιότητα στο κοινωνικό και μακροπρόθεσμο συμφέρον, αντί στο πρόσκαιρο κέρδος. Αν δεν το πράξουν άμεσα, η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με βαθιά κοινωνική κρίση που δεν θα αφορά μόνο τη στέγη, αλλά και το ίδιο το μέλλον της κοινωνικής συνοχής και της δημογραφικής της βιωσιμότητας.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.