Η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του Ισραήλ για την ολοκληρωτική κατάληψη της Λωρίδας της Γάζας, με στόχο την πλήρη απομάκρυνση των ενόπλων δυνάμεων της Χαμάς και την ανακατάληψη του αστικού ιστού, συνιστά κομβικό σημείο στον πολυετή και πολυδιάστατο ισραηλο-παλαιστινιακό πόλεμο. Η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή στρατιωτική επιχείρηση, αλλά ως μια στρατηγική επιλογή με βαριές γεωπολιτικές, ανθρωπιστικές και νομικές συνέπειες που αναδιαμορφώνουν όχι μόνο την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις ευρύτερα.
Ιστορικό και συγκυρίες της απόφασης
Η απόφαση ελήφθη σε συνέχεια των επιθέσεων που δέχθηκε το Ισραήλ τον Οκτώβριο του 2023 από τη Χαμάς, που προκάλεσαν σημαντικές απώλειες σε άμαχο πληθυσμό και στρατιωτικό προσωπικό. Το Ισραήλ, αντιμετωπίζοντας μια απειλή που θεωρείται υπαρξιακή, επέλεξε να απαντήσει με στρατιωτική ισχύ και επιθετικότητα, θεωρώντας ότι μόνο μια ολοκληρωτική στρατιωτική κατοχή της Γάζας μπορεί να εξαλείψει την ικανότητα της Χαμάς να σχεδιάζει και να εκτελεί επιθέσεις εναντίον του. Η επιλογή αυτή προέκυψε μετά από μήνες αεροπορικών επιδρομών, θαλάσσιων αποκλεισμών και περιορισμών, και αποτυχημένων ειρηνευτικών προσπαθειών.
Η κατάληψη προβλέπει την είσοδο μεγάλων ισραηλινών χερσαίων δυνάμεων στην Γάζα Πόλη, σε μια προσπάθεια να καταστραφεί το πολιτικό και στρατιωτικό δίκτυο της Χαμάς και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τον έλεγχο της ζωτικής αυτής περιοχής. Η κυβέρνηση παρουσιάζει το εγχείρημα ως αναγκαίο «κακό», προσωρινό μέτρο, ενώ παράλληλα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μεταβίβασης του ελέγχου σε τρίτες δυνάμεις ή διεθνείς οργανισμούς, σε μια προσπάθεια πολιτικής διευθέτησης της κατάστασης μετά την εκκαθάριση των «τρομοκρατικών» δυνάμεων.
Στρατιωτικές προκλήσεις και περιορισμοί
Αν και η ισραηλινή στρατιωτική μηχανή διαθέτει υπερσύγχρονο εξοπλισμό και μεγάλη εμπειρία σε αστικές επιχειρήσεις, η κατοχή της Γάζας αποτελεί πρωτοφανή πρόκληση. Η Γάζα είναι μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στον κόσμο, με περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους σε έκταση μόλις 365 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η πολεοδομική διάταξη, το πολύπλοκο δίκτυο υπόγειων τούνελ και η εμβέλεια των ενόπλων ομάδων, καθιστούν την εκκαθάριση της περιοχής εξαιρετικά δύσκολη.
Η στρατιωτική επιχείρηση ενέχει αυξημένους κινδύνους για απώλειες τόσο στο ισραηλινό στρατό όσο και στον άμαχο πληθυσμό. Ιδιαίτερα η παρουσία ομήρων στις περιοχές όπου θα αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις δημιουργεί ένα δυσμενές και εύθραυστο πλαίσιο για την εφαρμογή στρατιωτικών τακτικών. Πηγές εντός του ισραηλινού στρατού έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι μια επίθεση σε τέτοιο αστικό περιβάλλον ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλα ανθρώπινα και υλικοτεχνικά κόστη, χωρίς εγγυημένη επίτευξη των πολιτικών στόχων.
Επιπλέον, η συνεχιζόμενη κατοχή απαιτεί τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις και πόρους για την αστυνόμευση, τη διατήρηση της τάξης και την αποτροπή εξεγέρσεων και ανταρτοπόλεμου. Το κόστος αυτό, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικούς πόρους, είναι πιθανό να είναι διαρκές και εξαντλητικό, ιδίως αν η κατάληψη εξελιχθεί σε μακροχρόνια κατάσταση χωρίς σαφή διπλωματική λύση.
Ανθρωπιστική κρίση και διεθνείς αντιδράσεις
Η Λωρίδα της Γάζας είναι ήδη μια περιοχή όπου οι ανθρωπιστικές ανάγκες είναι εξαιρετικά επείγουσες. Μετά από χρόνια αποκλεισμού και πολεμικών συγκρούσεων, οι υποδομές υγείας, η πρόσβαση σε νερό, τρόφιμα και ηλεκτρική ενέργεια βρίσκονται στα όρια της κατάρρευσης. Η μαζική μετακίνηση πληθυσμών, οι απώλειες αμάχων και οι καταστροφές κτηρίων επιβαρύνουν περαιτέρω την κατάσταση.
Η απόφαση για ολοκληρωτική κατάληψη επιδεινώνει αυτή την κατάσταση, καθώς η ενδεχόμενη ασφυκτική πολιορκία και οι χερσαίες επιχειρήσεις δημιουργούν συνθήκες που ενδέχεται να εξελιχθούν σε ανθρωπιστική καταστροφή. Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν καλέσει σε άμεση προστασία των αμάχων, ενώ ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ έχει εκφράσει σοβαρές ανησυχίες για την κλιμάκωση της βίας.
Η διεθνής κοινότητα έχει διαχωριστεί σε προσεκτικά βήματα υποστήριξης του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και σε έντονες επικρίσεις για τις μεθόδους και την κλίμακα των επιθέσεων. Πολλές χώρες της ΕΕ και παγκόσμιοι εταίροι, αν και αναγνωρίζουν την ανάγκη αποτροπής της τρομοκρατίας, ζητούν σεβασμό στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και περιορισμό των απωλειών σε άμαχο πληθυσμό. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει προσωρινά αναστείλει εξαγωγές στρατιωτικού υλικού προς το Ισραήλ, δείχνοντας τον διπλωματικό προβληματισμό που προκαλεί η κλιμάκωση.
Νομικές και πολιτικές διαστάσεις
Η κατάληψη και ενδεχόμενη διαχείριση της Γάζας από τις ισραηλινές δυνάμεις εγείρει ζητήματα νομικής φύσης, ιδιαίτερα σε σχέση με το διεθνές δίκαιο περί κατοχής και προστασίας αμάχων. Η κατοχή αποτελεί βάρος ευθυνών, με σαφείς υποχρεώσεις για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αποφυγή παραβιάσεων όπως συλλήψεις χωρίς δίκαιη δίκη, καταστροφές ιδιοκτησιών και άνευ λόγου απώλειες ζωών.
Παράλληλα, η μακροχρόνια παρουσία σε ένα έδαφος με σαφή πολιτική αυτονομία και έντονη τοπική αντίδραση αναδεικνύει το πρόβλημα της νομιμοποίησης και της πολιτικής βιωσιμότητας. Η προσπάθεια μεταβίβασης της διοίκησης σε «τρίτους» χωρίς ευρεία αποδοχή, είτε πρόκειται για διεθνείς οργανισμούς, είτε για μεγάλες δυνάμεις, είτε για αραβικές χώρες, δημιουργεί κίνδυνο πολιτικού κενού και παράλυσης της διαδικασίας ειρηνευτικών συνομιλιών.
Η επιβολή μίας τέτοιας στρατηγικής χωρίς σαφή και αυστηρά ελεγχόμενη διεθνή εποπτεία μπορεί να ανοίξει τον δρόμο σε μακροχρόνια αστάθεια, ακόμα και ενίσχυση των ριζοσπαστικών δυνάμεων που η ίδια φιλοδοξεί να εκμηδενίσει.
Διεθνείς και περιφερειακές επιπτώσεις
Η κίνηση του Ισραήλ επηρεάζει βαθιά τις σχέσεις του με τη Δύση και τις αραβικές χώρες. Η διαφοροποίηση στη στάση κρατών όπως η Αίγυπτος, το Κατάρ και ο Λίβανος αναδεικνύει τις περίπλοκες ισορροπίες στην περιοχή. Η Αίγυπτος, παρά τη στενή συνεργασία με το Ισραήλ, εκφράζει έντονη ανησυχία για την ανθρωπιστική
κατάσταση και διατηρεί τον έλεγχο του συνοριακού διαδρόμου στη Ράφα, προσπαθώντας να περιορίσει την έξοδο προσφύγων.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η απόφαση έχει προκαλέσει σημαντική πίεση στους ισραηλινούς συμμάχους, ενδεχομένως περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα στρατιωτικής και πολιτικής στήριξης στο μέλλον. Οι επιπτώσεις στην ισχύ και την αξιοπιστία του Ισραήλ στον διεθνή χώρο είναι εμφανείς, και η χώρα πιθανόν να βρεθεί σε μια κατάσταση με περισσότερες αντιφάσεις από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν.
Σε επίπεδο πολιτικής ασφάλειας, η κατάσταση απαιτεί επαγρύπνηση απέναντι σε κινδύνους εξτρεμισμού και ριζοσπαστικοποίησης, που θα μπορούσαν να έχουν αρνητική αντανάκλαση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Ειδικά η αυξημένη παρουσία ξένων μυστικών υπηρεσιών και η ανταλλαγή πληροφοριών με συμμάχους πρέπει να ενταθούν, ώστε να προληφθούν απειλές που σχετίζονται με τη ριζοσπαστικοποίηση και την τρομοκρατία.
Επιπτώσεις για Κύπρο και Ευρώπη
Ευρύτερα στην Ευρώπη, η όξυνση του ισραηλο-παλαιστινιακού ζητήματος προκαλεί πιέσεις στις εσωτερικές πολιτικές, κυρίως λόγω της ύπαρξης μεγάλων παλαιστινιακών και αραβικών κοινοτήτων. Η κοινωνική ένταση, οι κινητοποιήσεις και οι διαμαρτυρίες ενδέχεται να ενταθούν, δημιουργώντας πρόβλημα κοινωνικής ειρήνης αλλά και πολιτικών ισορροπιών, ιδιαίτερα σε χώρες με αυξημένη μεταναστευτική πίεση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίος γεωπολιτικός παίκτης, καλείται να διαχειριστεί αυτό το πολύπλοκο πεδίο, ισορροπώντας ανάμεσα στην υποστήριξη της ασφάλειας του Ισραήλ, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διατήρηση της εσωτερικής συνοχής.
Η γεωγραφική θέση της Κύπρου την καθιστά κρίσιμο κόμβο σταθερότητας αλλά και ευπάθειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η όξυνση της σύγκρουσης στη Λωρίδα της Γάζας, ιδίως με την κλιμάκωση που σηματοδοτεί η ολοκληρωτική κατάληψη, ενδέχεται να έχει πολλαπλές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην ασφάλεια, την οικονομία και την κοινωνική συνοχή του νησιού.
Πρώτον, η ανθρωπιστική κρίση που θα προκληθεί από την κλιμάκωση αναμένεται να πυροδοτήσει νέες ροές προσφύγων προς την Κύπρο, είτε μέσω θαλάσσης είτε μέσω χερσαίων οδών. Η Κύπρος, ήδη επιβαρυμένη από τις προκλήσεις διαχείρισης προσφύγων και μεταναστών, θα κληθεί να αυξήσει τις υποδομές υποδοχής, φιλοξενίας και κοινωνικής ένταξης. Αυτό απαιτεί προετοιμασία, πόρους και συντονισμό με ευρωπαϊκούς θεσμούς, ειδικά δεδομένης της γεωστρατηγικής της θέσης.
Δεύτερον, η κλιμάκωση και η περαιτέρω ένταση της σύγκρουσης ενδέχεται να προκαλέσουν αύξηση της επιθετικότητας και ρητορικής από πολιτικοκοινωνικές ομάδες τόσο στην Κύπρο, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Η κοινωνική συνοχή μπορεί να δοκιμαστεί, αν δεν υπάρξουν προληπτικές πολιτικές και ισχυρά αντιρατσιστικά μέτρα.
Τρίτον, η κατάσταση δημιουργεί νέες προκλήσεις στην ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής. Η Κύπρος αποτελεί ενεργειακό κόμβο με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της, που όμως βρίσκονται σε ευάλωτο περιβάλλον έντασης. Η πιθανότητα περαιτέρω στρατιωτικής κλιμάκωσης στη Μέση
Ανατολή και ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να επηρεάσει τις ενεργειακές ροές, τις επενδύσεις και τις διπλωματικές συμμαχίες που έχουν αναπτυχθεί.
Εποικοδομητικές εισηγήσεις
Μπροστά στις σύνθετες αυτές προκλήσεις, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορεί να κινηθεί το Ισραήλ, η διεθνής κοινότητα και οι περιφερειακοί παράγοντες για να μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες και να θέσουν το έδαφος για μια βιώσιμη λύση.
Πρώτον, η στρατιωτική επιχείρηση πρέπει να συνοδευτεί από αυστηρούς μηχανισμούς προστασίας αμάχων. Αυτό περιλαμβάνει τη δημιουργία ασφαλών διαδρόμων για την εκκένωση πολιτών, την άμεση και ανεμπόδιστη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, και τη διεθνή παρακολούθηση των επιχειρήσεων από ανεξάρτητα σώματα, όπως ο ΟΗΕ. Η μη τήρηση αυτών των όρων θα οδηγήσει σε επιδείνωση της διεθνούς κατακραυγής και ενίσχυση της τρομοκρατικής προπαγάνδας.
Δεύτερον, η διπλωματική κινητοποίηση πρέπει να ενταθεί, με στόχο τη διαπραγμάτευση για την ανταλλαγή ομήρων, τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας και την αποτροπή μόνιμης στρατιωτικής κατοχής. Ενεργοποίηση των χωρών της περιοχής με ουσιαστικό ρόλο, όπως η Αίγυπτος και το Κατάρ, αλλά και διαμεσολάβηση από διεθνείς φορείς, είναι αναγκαία για την επίτευξη έστω προσωρινών συμφωνιών.
Τρίτον, η διεθνής κοινότητα, και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλει να συνδυάσει την κριτική με πρακτική υποστήριξη στην ανοικοδόμηση των υποδομών και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, η ενεργός εμπλοκή σε διαδικασίες ειρηνευτικού διαλόγου με σαφείς όρους και δεσμεύσεις είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί η πολιτική αποσταθεροποίηση.
Τέταρτον, χώρες όπως η Κύπρος, που βρίσκονται στην ευρύτερη γειτονιά, πρέπει να ενισχύσουν τις πολιτικές ανθρωπιστικής ετοιμότητας, να συντονίσουν τις διπλωματικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της ΕΕ και να προετοιμαστούν για τις περιφερειακές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων ροών προσφύγων και κλιμάκωσης της αστάθειας. Η Κύπρος, ειδικότερα, ως μέλος της ΕΕ και ταυτόχρονα γειτονική χώρα, πρέπει να λειτουργήσει ως γέφυρα διαλόγου, ενισχύοντας τον διπλωματικό της ρόλο σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές και περιφερειακές δυνάμεις. Η διπλωματική πρωτοβουλία, η ενίσχυση της ανθρωπιστικής βοήθειας και η συμμετοχή σε ειρηνευτικές προσπάθειες μπορούν να συμβάλλουν στην μείωση της έντασης και στην αποτροπή περαιτέρω αποσταθεροποίησης.
Συμπερασματικά, η απόφαση του Ισραήλ για ολοκληρωτική κατάληψη της Λωρίδας της Γάζας συνιστά στρατηγική στροφή με τεράστιες επιπτώσεις. Ενώ επιχειρεί να επιλύσει άμεσα ένα πρόβλημα ασφαλείας, ο κίνδυνος μακροχρόνιας ανθρωπιστικής κρίσης, νομικής και πολιτικής αστάθειας παραμένει υψηλός. Η επιτυχία ή αποτυχία αυτής της πολιτικής θα κριθεί όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά κυρίως στο πεδίο της διπλωματίας, της διεθνούς συνεργασίας και της προστασίας των αθώων. Μόνο ένας συνδυασμός ισχύος, δικαιοσύνης και πολιτικού διαλόγου μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματική λύση που θα διασφαλίζει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ταλαιπωρημένη αυτή γωνιά του κόσμου. Επιπλέον, η Κύπρος και η ΕΕ καλούνται να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την προώθηση λύσεων βάσει διεθνούς δικαίου, όπως η επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών για το Παλαιστινιακό ζήτημα και η υποστήριξη των ανθρωπιστικών οργανώσεων και επιχειρήσεων. Η επιδίωξη μιας δίκαιης και βιώσιμης ειρήνης παραμένει ο μόνος τρόπος να περιοριστούν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες και να οικοδομηθεί ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.