Στην παρούσα συγκυρία, όπου οι ευρωπαϊκές κοινωνίες επανεξετάζουν τις στρατηγικές τους προτεραιότητες υπό το φως ενός ρευστού διεθνούς συστήματος, η στάση της Τουρκίας έναντι της Κύπρου, της Ελλάδας, της Ανατολικής Μεσογείου και του ευρύτερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο των ευρωπαϊκών και εθνικών προβληματισμών. Με μια Τουρκία που διαρκώς ενισχύει τον αναθεωρητισμό της, και ταυτόχρονα προσπαθεί να διατηρήσει «ειδικές σχέσεις» με την ΕΕ για δικό της όφελος, τίθεται πλέον το ερώτημα κατά πόσον ήρθε η στιγμή για την Ελλάδα, την Κυπριακή Δημοκρατία και τα σταθερά φίλα προσκείμενα κράτη-μέλη της ΕΕ, να ενεργοποιήσουν δυναμικά τα κοινοτικά τους προνόμια και να απαιτήσουν πλήρη αναθεώρηση των σχέσεων ΕΕ–Τουρκίας, μέχρι η Άγκυρα να προσχωρήσει σε μια πορεία που να σέβεται τα ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλων των κρατών-μελών της.
Το Κυπριακό παραμένει το εμβληματικότερο σύμβολο του διαρκούς αδιεξόδου στην ευρωτουρκική σχέση. Παρά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ το 2004, η Τουρκία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, καταπατά τον κυπριακό εναέριο χώρο και την ΑΟΖ, προωθεί αποσχιστική ατζέντα μέσω του ψευδοκράτους και απαιτεί νομιμοποίηση της κατοχής και λύση δύο κρατών. Ταυτόχρονα, στηρίζεται από τμήματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας που, στο όνομα της «ρεαλιστικής προσέγγισης», συνεχίζουν να διατηρούν διαύλους με την Τουρκία, επιμένοντας στην ψευδαίσθηση ότι η Άγκυρα μπορεί ακόμη να επιστρέψει σε φιλοευρωπαϊκή τροχιά.
Οι τελευταίες εξελίξεις αποδεικνύουν το αντίθετο. Η Τουρκία όχι μόνο παγίωσε την παρουσία της στα κατεχόμενα, αλλά επιβάλλει νέο αφήγημα, με επίκεντρο τη λύση δύο κρατών, αξιοποιώντας την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας. Οι επεμβάσεις στο Βαρώσι, η πίεση προς τον ΟΗΕ για αλλαγή παραμέτρων, αλλά και η τουρκική επιρροή επί της Ειρηνευτικής Δύναμης στην Κύπρο, καταδεικνύουν πως η Τουρκία δεν έχει καμία πρόθεση ουσιαστικού συμβιβασμού. Αντίθετα, προωθεί στρατηγικά τετελεσμένα, ενισχύοντας την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική επικράτεια και το Αιγαίο δεν εξαιρούνται της τουρκικής πίεσης. Οι διαρκείς παραβιάσεις, οι αμφισβητήσεις κυριαρχίας, ο χάρτης της «Γαλάζιας Πατρίδας», οι αξιώσεις σε νησιά και θαλάσσιες ζώνες, και η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, συνιστούν μια σταθερή επεκτατική στρατηγική. Ο λόγος του Τούρκου προέδρου και των επιτελών του είναι πια ξεκάθαρος: η Τουρκία επιδιώκει τη θεσμική αναγνώριση ενός ρόλου που θα ακυρώνει την αρχιτεκτονική ασφάλειας της ΕΕ στη Μεσόγειο.
Η ίδια Τουρκία διατηρεί «διπλό ρόλο» και στο ουκρανικό ζήτημα. Αφενός, στέλνει drones στην Ουκρανία και διατείνεται πως υποστηρίζει την εδαφική ακεραιότητα της, αφετέρου λειτουργεί ως δίαυλος οικονομικών και τεχνολογικών επαφών της Ρωσίας με τη διεθνή κοινότητα. Ουσιαστικά, η Άγκυρα προωθεί μια πολιτική απόλυτης ιδιοτέλειας, εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα στο όνομα της διαμεσολάβησης. Η αδυναμία της ΕΕ να επιβάλει συνέπειες σ’ αυτό το παιχνίδι με δύο πρόσωπα, καθιστά την Ένωση αποδυναμωμένη και αντιφατική στα μάτια των πολιτών της.
Παράλληλα, η Τουρκία επιχειρεί να παρουσιάσει εαυτόν ως «αναγκαίο εταίρο» για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ενεργειακή στρατηγική. Επιδιώκει ανανέωση της Τελωνειακής Ένωσης, ζητεί πρόσθετα κονδύλια για το μεταναστευτικό, και διεκδικεί επαναφορά της θετικής ατζέντας. Όμως όλα αυτά συντελούνται χωρίς καμία αλλαγή ουσίας στο εσωτερικό της: καταστολή πολιτικών ελευθεριών, δίωξη αντιπολίτευσης, έλεγχος της Δικαιοσύνης, κρατική παρέμβαση στην οικονομία, συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ευρωπαϊκός συμβιβασμός με τέτοια δεδομένα σημαίνει απεμπόληση βασικών αρχών.
Απέναντι σ’ αυτό το σκηνικό, είναι εύλογο το ερώτημα: τι άλλο χρειάζεται η ΕΕ για να συνειδητοποιήσει ότι η Τουρκία έχει καταστεί στρατηγικά ασύμβατη με το αξιακό και γεωπολιτικό της πρόταγμα; Και κυρίως: γιατί η Ελλάδα και η Κύπρος δεν αξιώνουν, από κοινού με φίλα προσκείμενα κράτη-μέλη, την πλήρη και δομική επανεξέταση των σχέσεων ΕΕ–Τουρκίας; Η σημερινή Τουρκία δεν είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα. Είναι μια κρατική οντότητα που αξιοποιεί την ευρωπαϊκή ανοχή ως εργαλείο πίεσης, εκβιασμού και παράκαμψης του διεθνούς δικαίου.
Η ανάγκη επανεκκίνησης της ευρωτουρκικής πολιτικής μέσα από τη διακοπή κάθε μορφής ενταξιακής ή «προνομιακής» σχέσης δεν συνιστά ρήξη. Αντιθέτως, αποτελεί δομική απαίτηση ρεαλισμού. Μόνο μέσω πλήρους αποδέσμευσης της ΕΕ από το τουρκικό αφήγημα, μπορούν να τεθούν οι πραγματικές βάσεις για μελλοντικό διάλογο σε ίση βάση, και με σεβασμό στους όρους της Ένωσης. Όσο η Τουρκία απολαμβάνει την ευρωπαϊκή ανοχή χωρίς κόστος, δεν έχει κανέναν λόγο να αλλάξει πορεία.
Η Κύπρος και η Ελλάδα, αν πράγματι πιστεύουν πως η στρατηγική τους εντός της ΕΕ έχει βάθος και όραμα, οφείλουν να αξιοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα: ενεργοποίηση του άρθρου 7 για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπλοκάρισμα κάθε μορφής θετικής ατζέντας, αποτροπή νέων χρηματοδοτικών ροών, και σταδιακή αποδυνάμωση της τελωνειακής σύνδεσης. Εάν αυτά συνδυαστούν με στρατηγικές συμμαχίες με κράτη όπως η Γαλλία, η Αυστρία ή η Σλοβακία, που επίσης διατηρούν επιφυλάξεις για την Τουρκία, τότε μπορεί να οικοδομηθεί πλειοψηφία εντός των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η στροφή αυτή δεν προϋποθέτει ρήξη με τον τουρκικό λαό. Αντίθετα, μπορεί να αναδείξει ότι η τουρκική κοινωνία έχει μπροστά της μια επιλογή: είτε παραμονή στο αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης, είτε προσαρμογή στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές. Αν η ΕΕ δεν εκπέμψει αυτό το καθαρό μήνυμα, τότε χάνει κάθε ηθικό και στρατηγικό έρεισμα, τόσο στο εσωτερικό της όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε μια εποχή που η Ευρώπη καλείται να προστατεύσει τις κυριαρχίες των μελών της, να αντιμετωπίσει υβριδικές απειλές και να επανεφεύρει τη στρατηγική της αυτονομία, η περίπτωση της Τουρκίας αποτελεί ένα κρίσιμο τεστ αξιοπιστίας. Η ανοχή απέτυχε. Η προσαρμογή απέτυχε. Μένει η απόφαση. Και αυτή, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να ληφθεί: ήρθε η ώρα για πλήρη αναθεώρηση σχέσεων με μια Τουρκία που συστηματικά αρνείται να λειτουργήσει ως εταίρος. Δεν είναι πράξη σύγκρουσης – είναι πράξη εθνικής και ευρωπαϊκής αυτοπροστασίας.