Η Κύπρος βιώνει μια αργή αλλά σταθερή πληθυσμιακή κατάρρευση. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: οι γεννήσεις μειώνονται χρόνο με τον χρόνο, ενώ οι γηγενείς Κύπριοι σύντομα θα αποτελούν μειοψηφία επί του συνόλου των γεννήσεων. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, το 2013 οι γεννήσεις αλλοδαπών από τρίτες χώρες αντιστοιχούσαν στο 13,9% των γεννήσεων γηγενών, ενώ το 2023 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 37,4%. Αν συμπεριληφθούν και οι γεννήσεις από Ευρωπαίους πολίτες, τότε το σύνολο των γεννήσεων αλλοδαπών αντιστοιχεί πλέον στο 55% των γεννήσεων των γηγενών.

Παρά τα ανησυχητικά αυτά δεδομένα, η κρατική πολιτική εξακολουθεί να αγνοεί τη ρίζα του προβλήματος: την ανάγκη ουσιαστικής στήριξης της οικογένειας, ιδίως της μεσαίας τάξης με περισσότερα από ένα παιδί. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, η μεσαία τάξη αποτελεί το 64% των νοικοκυριών, ενώ η κατώτερη μόλις το 28%. Η πλειονότητα των γηγενών βρίσκεται στη μεσαία τάξη, ενώ οι αλλοδαποί συγκεντρώνονται κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Η πρόσφατη δημοσιοποίηση των φορολογικών νομοσχεδίων επιβεβαιώνει, για άλλη μία φορά, την πλήρη απουσία πρόνοιας για τις οικογένειες με παιδιά στη μεσαία τάξη. Με όριο εισοδήματος τις €80.000, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφοροποίηση, πρόβλεψη ή ανακούφιση. Οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών —και ειδικά μετά το 2012— οδήγησαν εκατοντάδες νέα ζευγάρια να περιοριστούν στο ένα παιδί. Η οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση των πολύτεκνων οικογενειών συνεχίζεται αδιάκοπα, χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη στον ορίζοντα. Ακόμη και για όσες οικογένειες πληρούν το εισοδηματικό όριο, τα φορολογικά οφέλη (π.χ. για τέκνα, δάνεια, ενεργειακή αναβάθμιση) παραμένουν τα ίδια, χωρίς αύξηση ανά παιδί — ούτε καν για τις πολυμελείς οικογένειες.

Το νέο νομοσχέδιο για το επίδομα τέκνου, που σύντομα αναμένεται να οδηγηθεί στη Βουλή, απέτυχε και πάλι να συμπεριλάβει ουσιαστικά τη μεσαία τάξη. Ενδεικτικά, μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά και ετήσιο εισόδημα €80.000 έχει ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα μόλις €18.200. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Στατιστικής Υπηρεσίας, αυτή η οικογένεια κατατάσσεται λίγο πάνω από την κατώτερη εισοδηματική τάξη. Δηλαδή, η λεγόμενη «μεσαία τάξη» ούτε πληροί τα κριτήρια για κρατική στήριξη ούτε έχει την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσει με άνεση τα παιδιά της.

Το ερώτημα είναι απλό: Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει η Πολιτεία; Ότι δεν την ενδιαφέρει η δημογραφική επιβίωση του τόπου; Ότι οι οικογένειες που τολμούν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά θα "τιμωρούνται" με υψηλότερο κόστος διαβίωσης, μηδενική στήριξη και συνεχή απαξίωση;

Το κόστος για ρεύμα και νερό είναι δυσανάλογα υψηλό για τις πολύτεκνες οικογένειες. Τα επιδόματα και οι φοροαπαλλαγές δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Παράλληλα, ζητείται από τους ίδιους πολίτες να "αντιστρέψουν" το δημογραφικό πρόβλημα. Με ποια μέσα; Με ποιες προϋποθέσεις; Με ποια υποστήριξη;

Ακόμα και για τις οικογένειες της κατώτερης εισοδηματικής τάξης, η στήριξη παραμένει στάσιμη εδώ και χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φοιτητική χορηγία, ύψους €1.709 (1.000 λίρες), που παραμένει αμετάβλητη από το 1997. Το 2013, μάλιστα, μειώθηκε για κάποιες οικογένειες στα €1.450, ενώ για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης καταργήθηκε πλήρως.

Άλλα ωφελήματα που αφορούσαν οικογένειες με παιδιά έχουν επίσης διακοπεί χωρίς να αντικατασταθούν — όπως το σχέδιο για απόκτηση κατάλληλου αυτοκινήτου και η φορολογική έκπτωση που καταργήθηκε το 2002. Ακόμη και στα στεγαστικά σχέδια δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων. Δυστυχώς, ο αποκλεισμός αυτός έχει επεκταθεί και σε ιδιωτικούς οργανισμούς, όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και η ΑΗΚ, οι οποίοι υιοθετούν αντίστοιχες πολιτικές, αποκλείοντας τη μεσαία τάξη από εκπτώσεις και προνόμια.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2022, η Κύπρος κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών χωρών — ακόμη και πίσω από υπό ένταξη κράτη — όσον αφορά τα ποσά που διαθέτει για τη στήριξη παιδιών και οικογενειών σε σχέση με το σύνολο των κοινωνικών δαπανών. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται στις Βρυξέλλες χωρίς καμία ντροπή. Η Πολιτεία φαίνεται να αποδέχεται παθητικά τον δημογραφικό μαρασμό, αντί να υιοθετήσει μια γενναία και πολυεπίπεδη πολιτική ενίσχυσης της οικογένειας.

Πού είναι η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού; Πού βρίσκονται οι αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές; Ποιος υπερασπίζεται το δικαίωμα των παιδιών και των οικογενειών να ζουν με αξιοπρέπεια;

Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγα χρόνια δεν θα χρειάζονται πια μέτρα στήριξης. Δεν θα υπάρχουν γηγενείς οικογένειες για να στηριχθούν. Θα είναι αργά. Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα θα συνεχίσουν να αυξάνονται εις βάρος των παιδιών, χωρίς κανένα μέλλον για την κοινωνία. Και τότε, θα έχει ροκανιστεί και το τελευταίο απόθεμα της γενιάς των παππούδων — της τελευταίας ευκατάστατης μεσαίας τάξης της δεκαετίας του ’90.

Η Κύπρος χρειάζεται τώρα μια ριζική αλλαγή πορείας. Μια πολιτική που θα βλέπει την οικογένεια όχι ως κόστος, αλλά ως επένδυση στο μέλλον του τόπου. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό εγκαίρως, τότε το δημογραφικό πρόβλημα δεν θα είναι απλώς μια πρόκληση.

Θα είναι η ταφόπλακα της ίδιας μας της κοινωνίας.