Η υπόθεση Βαρωσιώτου ως κρίσιμη δοκιμασία του κράτους δικαίου και η ευθύνη του Δικαστικού Συμβουλίου

 

Σήμερα τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου η αίτηση ακύρωσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για την παύση της Δικαστού Ντόριας Βαρωσιώτου, καθώς και ενδιάμεση αίτηση δια της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή του άρθρου 10(5)(ζ) του Νόμου 33/1964, το οποίο προβλέπει ρητά την αυτοδίκαιη αναστολή της απόφασης παύσης, από τη στιγμή της υποβολής της ένστασης ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η ενδιάμεση αυτή αίτηση κρίθηκε αναγκαία καθώς, κατά πληροφορίες, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν εφάρμοσε την προβλεπόμενη αναστολή και φέρεται να συνέχισε να θεωρεί την απόφαση παύσης ως ισχυρή και εκτελεστή, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη ασκηθεί ένσταση. Το ίδιο το Συμβούλιο μάλιστα ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει ένσταση κατά της ενδιάμεσης αίτησης, σαν να πρόκειται για αίτημα προσωρινής διαταγής, αγνοώντας τη ρητή, αυτοεκτελούμενη διατύπωση της σχετικής νομοθεσίας.


Το άρθρο 10(5)(ζ): Νομοθεσία που δεν χρειάζεται ερμηνεία

Η διάταξη που εισήχθη με τον Νόμο 109(I)/2023, στο πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης, προβλέπει ρητά:

«Νοείται ότι, μέχρι της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται.»

Η φράση αυτή δεν αφήνει περιθώρια ερμηνευτικής ευχέρειας. Η ένσταση κατά απόφασης παύσης έχει αυτοδίκαιη ανασταλτική ισχύ. Η υποχρέωση αναστολής ενεργοποιείται μόνο με την καταχώρηση της ένστασης και δεν απαιτεί έκδοση διατάγματος ή στάθμιση άλλων προϋποθέσεων.


Η θέση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου

Παρά την ύπαρξη αυτής της σαφούς πρόνοιας, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν φαίνεται να την εφάρμοσε, και μάλιστα αμφισβήτησε την ανάγκη άμεσης συμμόρφωσης, ζητώντας χρόνο να απαντήσει επί της ενδιάμεσης αίτησης.

Η πρακτική αυτή ακυρώνει στην πράξη τη νομική προστασία που θέλησε να παρέχει ο νομοθέτης στους δικαστές, ακριβώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πρόωρης και ενδεχομένως εσφαλμένης απομάκρυνσης από τα καθήκοντά τους. Η αναστολή δεν αποτελεί παραχώρηση του δικαστηρίου αλλά νομική συνέπεια που ενεργοποιείται από μόνη της, χωρίς ενδιάμεσες διαδικασίες.


Συνταγματικό και θεσμικό ζήτημα

Πέραν του καθαρά νομικού πλαισίου, η στάση αυτή εγείρει σοβαρά ζητήματα συνταγματικής τάξης και θεσμικής αξιοπιστίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ο σεβασμός στις συνταγματικά κατοχυρωμένες διαδικασίες, αλλά και η υποχρέωση συμμόρφωσης όλων των οργάνων της πολιτείας προς τον νόμο, τίθενται υπό αμφισβήτηση όταν θεσμικά όργανα επιλέγουν ποια διάταξη θα εφαρμόσουν και ποια όχι.

Εάν μια απόφαση παύσης εκτελείται παρά την ρητή αναστολή που προβλέπει ο νόμος, τότε τίθεται ζήτημα παράνομης διοικητικής ενέργειας. Και όταν η πράξη αυτή προέρχεται από όργανο που έχει αποστολή να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, το ζήτημα δεν είναι διαδικαστικό — είναι βαθύτατα θεσμικό.


Το διακύβευμα

Η υπόθεση της Δικαστού Βαρωσιώτου δεν αφορά μόνο την ίδια. Αγγίζει την ουσία της εμπιστοσύνης των λειτουργών της Δικαιοσύνης στους ίδιους τους θεσμούς. Όταν η προβλεπόμενη από τον νόμο προστασία παρακάμπτεται ή αμφισβητείται, κλονίζεται η ασφάλεια του δικαστικού λειτουργήματος.

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο καλείται να αποσαφηνίσει ότι η νομοθεσία εφαρμόζεται ως έχει και όχι κατά το δοκούν. Το μήνυμα πρέπει να είναι σαφές: σε κράτος δικαίου, όλοι — ακόμη και τα ανώτατα όργανα — υπόκεινται στον νόμο.


Γιάννος Γεωργιάδης
Δικηγόρος & Νομικός Σύμβουλος