Η ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν τον Ιούνιο 2025 σηματοδοτεί μια νέα φάση στην αναδιάταξη της γεωπολιτικής τάξης στη Μέση Ανατολή. Δεν πρόκειται για μεμονωμένη στρατιωτική ενέργεια, αλλά για μια ευρύτερη στρατηγική πρωτοβουλία, που στοχεύει ταυτόχρονα στην αποδυνάμωση του ιρανικού καθεστώτος, στην αναχαίτιση της περιφερειακής επιρροής της Τεχεράνης και στην εδραίωση του Ισραήλ ως σταθεροποιητικού πόλου σε μια μεταβαλλόμενη περιφερειακή αρχιτεκτονική που σχεδιάζουν οι ΗΠΑ για την αποτροπή της επιρροής της Κίνας στην περιοχή μέσω του Ιράν.
Η αφορμή της επίθεσης βρίσκεται στην εξέλιξη που ακολούθησε την κρίση της Γάζας μετά την επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023. Η βίαιη αυτή πράξη είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την πρόκληση απωλειών και πλήγμα στο γόητρο του Ισραήλ, αλλά και τη διακοπή της πορείας εξομάλυνσης των σχέσεών του με τη Σαουδική Αραβία. Μετά από μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων, διεθνών διαβουλεύσεων και διπλωματικών ανακατατάξεων, η Γάζα δεν αποτελεί πλέον ένα αυτόνομο παλαιστινιακό έδαφος, ούτε τελεί υπό τον έλεγχο της Χαμάς ή άλλης εγχώριας αρχής. Η de facto αποπαλαιστινοποίησή της, μέσω μαζικών εκτοπίσεων και στρατιωτικής αποστρατιωτικοποίησης, έχει ανοίξει τον δρόμο για τη μετατροπή της σε “ειδική οικονομική ζώνη” υπό ισραηλινή ή διεθνή διαχείριση, με ισραηλινό έλεγχο ασφαλείας και αραβική οικονομική στήριξη. Το Ισραήλ προωθεί ένα νέο μετα-Χαμάς όραμα για τη Γάζα: μια ζώνη "οικονομικής ευημερίας χωρίς κυριαρχία", αποκομμένη από το παλαιστινιακό εθνικό αφήγημα, ενταγμένη σε ένα δίκτυο εμπορικών και ενεργειακών διασυνδέσεων με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, και εν δυνάμει τους Αβρααμικούς του εταίρους.
Η προοπτική αυτή δεν συνιστά απλώς μια τεχνική ανασυγκρότηση· αποτελεί βαθιά ιδεολογική πράξη αποεθνικοποίησης του παλαιστινιακού στοιχείου από το γεωπολιτικό παρόν της περιοχής. Η επίθεση κατά του Ιράν, λοιπόν, συνδέεται άμεσα με αυτό το νέο σχέδιο: αποτελεί μια πολυδιάστατη στρατηγική πρωτοβουλία, που στοχεύει ταυτόχρονα σε τέσσερα μέτωπα – την αξιολόγηση της στρατιωτικής ετοιμότητας του Ιράν, τη δοκιμή των εσωτερικών του ισορροπιών, την ανταπόδοση για την αποσταθεροποιητική υποστήριξη προς τη Χαμάς, και την αποστολή μηνύματος ισχύος προς τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής.
Η Ισραηλινή Επίθεση κατά του Ιράν τον Ιούνιο του 2025: Στρατηγικοί και Γεωπολιτικοί Υπολογισμοί
Η ισραηλινή επίθεση κατά ιρανικών στρατιωτικών στόχων τον Ιούνιο του 2025 εγγράφεται σε ένα πολυσύνθετο πλέγμα στρατηγικών υπολογισμών, περιφερειακών ισορροπιών και μεταβαλλόμενων σχέσεων εξουσίας στη Μέση Ανατολή. Αν και τα γεγονότα παρουσιάστηκαν ως μια περιορισμένης κλίμακας επιχείρηση "αυτοάμυνας" ή "αποτροπής", η ουσία τους αντανακλά μια εντατική προσπάθεια του Ισραήλ να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, να επαναβεβαιώσει την περιφερειακή του ηγεμονία, και να εδραιώσει μια νέα στρατηγική αρχιτεκτονική με άξονα τη σύγκρουση με το Ιράν. Η πράξη αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο δόγμα προληπτικής προβολής ισχύος, το οποίο το Ισραήλ εφαρμόζει επανειλημμένα όταν θεωρεί ότι η αποτροπή από μόνη της δεν επαρκεί.
Η παρούσα ανάλυση διερευνά τις βαθύτερες αιτίες και στρατηγικές επιδιώξεις πίσω από αυτή την επίθεση, οργανωμένες σε τέσσερις κύριες κατηγορίες: (α) την αποτίμηση της στρατιωτικής ετοιμότητας και συνοχής του Ιράν,· (β) τη δοκιμή των εσωτερικών κοινωνικών αντοχών του ιρανικού καθεστώτος,· (γ) την απάντηση στη στρατηγική ζημία που υπέστη το Ισραήλ λόγω της επίθεσης της Χαμάς τον Οκτώβριο 2023· και (δ) τη διαμόρφωση ενός παραδειγματικού μηνύματος προς τρίτα κράτη της περιοχής με βλέψεις συμμετοχής στις Συμφωνίες του Αβραάμ.
α) Η δοκιμή των στρατιωτικών αντανακλαστικών και της επιχειρησιακής ικανότητας του Ιράν
Το πρώτο και πλέον προφανές κίνητρο πίσω από την ισραηλινή στρατιωτική κίνηση είναι η πραγματιστική ανάγκη αξιολόγησης της επιχειρησιακής επάρκειας των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων, και ειδικότερα του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC). Το Ισραήλ επιδιώκει να συλλέξει κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο αντίδρασης, τη δυνατότητα συντονισμένης απόκρισης, καθώς και το επίπεδο τεχνικής ετοιμότητας των ιρανικών στρατιωτικών μηχανισμών απέναντι σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις ακριβείας.
Η λογική που διέπει αυτή την ενέργεια στηρίζεται στην αρχή της στρατηγικής αβεβαιότητας: ένα κράτος, όταν αντιμετωπίζει έναν αντίπαλο με ασύμμετρες δυνατότητες και αυξανόμενη περιφερειακή επιρροή, συχνά προσφεύγει σε δοκιμαστικές επιθέσεις περιορισμένης κλίμακας για να εκθέσει τις αδυναμίες του αντιπάλου και να αποκτήσει προνομιακή γνώση των εσωτερικών του δυναμικών. Η πράξη αυτή υπάγεται επίσης στη λογική της "προβοκατόρικης επιτήρησης" (provocative reconnaissance), κατά την οποία το στρατιωτικό πλήγμα δεν επιδιώκει την άμεση καταστροφή ενός στόχου, αλλά την ενεργοποίηση της αλυσίδας απόκρισης του αντιπάλου.
Επιπλέον, υπό το φως της διεθνούς αβεβαιότητας ως προς την πρόοδο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος –ιδίως μετά την κατάρρευση της συμφωνίας JCPOA (2018) και την επανέναρξη εμπλουτισμού ουρανίου από την Τεχεράνη– η ισραηλινή ηγεσία έχει λόγους να αναζητεί ευκαιρίες προληπτικής αποτροπής, σε περίπτωση που μια μελλοντική σύρραξη καταστήσει την ισορροπία ισχύος μη αναστρέψιμη.
β) Η κοινωνική δοκιμασία του ιρανικού καθεστώτος και η αξιολόγηση της πολιτικής του συνοχής
Δεύτερον, η επίθεση του Ιουνίου 2025 μπορεί να ερμηνευθεί ως στρατηγική κίνηση για τη δοκιμή της αντοχής του ιρανικού πολιτικού και κοινωνικού ιστού. Το Ιράν αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες πολλαπλά εσωτερικά ρήγματα: έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια, μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στο θεοκρατικό καθεστώς, βαθιά οικονομική κρίση λόγω των κυρώσεων, και ρήγματα μεταξύ των ελίτ. Η επίθεση θα μπορούσε να αναγνωσθεί ως έμμεσος καταλύτης για εσωτερική αποσταθεροποίηση· μια πράξη που ενδεχομένως θα προκαλούσε μαζική αγανάκτηση για την ανικανότητα της κυβέρνησης να προστατεύσει την εθνική κυριαρχία ή που θα αποκάλυπτε το χάσμα μεταξύ λαού και ηγεσίας.
Από την οπτική του Ισραήλ, το ερώτημα δεν είναι μόνο στρατιωτικό, αλλά βαθιά πολιτικό: μπορεί το καθεστώς να διατηρήσει τον έλεγχο σε συνθήκες εξωτερικής πρόκλησης; Υπάρχει εν δυνάμει εσωτερική αντίδραση που θα μπορούσε να εκδηλωθεί με τη μορφή επαναστατικής εξέγερσης ή μαζικής απείθειας; Σε αυτό το πλαίσιο, η επίθεση αποκτά χαρακτηριστικά στρατηγικής επιτάχυνσης της πολιτικής απονομιμοποίησης, στοχεύοντας στην επιδείνωση των εσωτερικών αντιφάσεων του ιρανικού καθεστώτος.
Παρά την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και τις έντονες αντιθέσεις εντός της ιρανικής κοινωνίας, δεν καταγράφηκε οργανωμένη λαϊκή εξέγερση σε μαζική κλίμακα μετά την ισραηλινή επίθεση του Ιουνίου 2025. Οι λόγοι γι’ αυτή τη συγκράτηση είναι πολλαπλοί και εν μέρει συγκλίνουν προς μια συνδυασμένη ανάγνωση στρατιωτικής αποτροπής, καταστολής και ιδεολογικής πειθάρχησης.
Πρώτον, οι Ιρανοί πολίτες δεν διέθεταν τα μέσα για ένοπλη αντίσταση ή οργανωμένη κινητοποίηση. Η παντελής απουσία οπλισμού στον πληθυσμό και η απαγόρευση κάθε μορφής παραστρατιωτικής αυτοοργάνωσης καθιστούσαν την έξοδο στους δρόμους αυτοκτονική επιλογή. Η πολιτική του καθεστώτος να μονοπωλεί απόλυτα τη νόμιμη χρήση βίας έχει ενισχυθεί τα τελευταία έτη, με αποτέλεσμα ο άμαχος πληθυσμός να στερείται οποιουδήποτε εργαλείου αντίστασης πλην της παθητικής διαμαρτυρίας.
Δεύτερον, ο στρατός και οι δυνάμεις της πολιτοφυλακής (ιδίως οι Μπασιτζί και οι μονάδες του IRGC) είχαν αναπτυχθεί ευρέως στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, εφαρμόζοντας καθεστώς υψηλής επιτήρησης και προληπτικής καταστολής. Η παρουσία ένοπλων δυνάμεων στις συνοικίες, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μεταφοράς λειτουργούσε ως αποτρεπτικός μηχανισμός, ενισχυμένος από την ενδεχόμενη απώλεια ζωής ή ελευθερίας για κάθε μορφή ανυπακοής.
Τρίτον, το νομικό και τιμωρητικό πλαίσιο του καθεστώτος απέτρεπε κάθε σκέψη εξέγερσης. Η ποινή του απαγχονισμού για όσους θεωρούνται στασιαστές ή "εχθροί της Επανάστασης" εφαρμόζεται άμεσα και συστηματικά, αποτελώντας ψυχολογικό φραγμό ακόμη και για τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες διαμαρτυρίας. Η συνειδητοποίηση ότι το κόστος της συμμετοχής σε διαδηλώσεις μπορεί να είναι η θανάτωση χωρίς δίκαιη δίκη ή θεσμική προστασία, λειτουργεί παραλυτικά στον κοινωνικό ιστό.
Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο ρόλος του αισθήματος εθνικής κυριαρχίας, το οποίο, αν και φθαρμένο, παραμένει ενεργό σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ισραηλινή επίθεση, όσο στρατηγικά υπολογισμένη κι αν ήταν, εκλήφθηκε από πολλούς Ιρανούς ως παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στην πολιτική ηγεσία να επικαλύψει τη λαϊκή δυσαρέσκεια με ρητορική ενότητας, ενισχύοντας προσωρινά την υπακοή στον κρατικό μηχανισμό, ακόμη και μεταξύ κοινωνικών ομάδων που διαφωνούν με το καθεστώς.
γ) Η απάντηση στις συνέπειες της επίθεσης της Χαμάς και η διάψευση της ισραηλινο-σαουδαραβικής εξομάλυνσης
Η τρίτη –και ιδιαίτερα κρίσιμη– διάσταση που ερμηνεύει την ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν τον Ιούνιο 2025 συνδέεται άμεσα με την πολιτική και στρατηγική ζημία που υπέστη το Ισραήλ από την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023. Η επιχείρηση “Αλ-Ακσά Πλημμύρα”, όπως ονομάστηκε από τη Χαμάς, είχε πολλαπλές επιπτώσεις: προκάλεσε την απώλεια περίπου 2000 Ισραηλινών πολιτών, κλονίζοντας σε βάθος τη συλλογική ασφάλεια και δημιουργώντας ένα βαθύ κοινωνικό και ψυχολογικό τραύμα στο εσωτερικό της χώρας· κατέρριψε το αφήγημα του Ισραήλ περί «απόλυτου ελέγχου» στη Γάζα μέσω των μηχανισμών επιτήρησης· και το σημαντικότερο, ναρκοθέτησε την πορεία εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία, που αναμενόταν να ανακοινωθεί εντός του 2024.
Η Σαουδική Αραβία, υπό την ηγεσία του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, είχε προχωρήσει σε διακριτικές συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, προσβλέποντας στην εισδοχή της στις Συμφωνίες του Αβραάμ με αντάλλαγμα αμερικανικά εγγυημένα οφέλη στον πυρηνικό τομέα και την ασφάλεια. Η επίθεση της Χαμάς όμως αποσταθεροποίησε την αραβική κοινή γνώμη, καθιστώντας πολιτικά ασύμφορη την πλήρη διπλωματική προσέγγιση με το Ισραήλ χωρίς ουσιαστική πρόοδο στο παλαιστινιακό ζήτημα. Ως αποτέλεσμα, οι διαπραγματεύσεις "πάγωσαν", στερώντας από το Ισραήλ μια κορυφαία στρατηγική επιτυχία σε επίπεδο περιφερειακής νομιμοποίησης.
Από τη σκοπιά του Ισραήλ, ο πραγματικός υπεύθυνος για αυτή τη ζημία δεν είναι μόνο η Χαμάς, αλλά το Ιράν, το οποίο εδώ και δεκαετίες στηρίζει ποικιλοτρόπως το παλαιστινιακό κίνημα αντίστασης. Η συμμαχία Ιράν–Χαμάς, αν και ιδεολογικά αντιφατική (σιιτικό θεοκρατικό κράτος έναντι σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης), βασίζεται σε στρατηγικό ρεαλισμό και κοινή αντιπαλότητα προς το Ισραήλ. Η υποστήριξη αυτή εκδηλώνεται σε επίπεδο όπλων, εκπαίδευσης, πληροφοριών, αλλά και σημαντικής οικονομικής ενίσχυσης.
Το Ιράν έχει παράσχει στη Χαμάς από το 2012 έως το 2023 χρηματοδοτήσεις που εκτιμώνται συνολικά μεταξύ 100 και 350 εκατομμυρίων δολαρίων. Συγκεκριμένα:
· Το 2019, ο Ισραηλινός στρατός δήλωσε ότι το Ιράν παρείχε στη Χαμάς περίπου 70 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, κυρίως μέσω του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης (IRGC-Quds Force).
· Μετά το 2021, αυτή η ροή χρημάτων ενισχύθηκε περαιτέρω, με πηγές να αναφέρουν ότι η στήριξη αγγίζει τα 100 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, ιδιαίτερα μετά τις συγκρούσεις του Μαΐου 2021 (Επιχείρηση «Φύλακες των Τειχών»).
· Η οικονομική αυτή υποστήριξη δεν διοχετεύεται μόνο στη Χαμάς, αλλά και σε άλλες παλαιστινιακές και λιβανέζικες οργανώσεις όπως η Ισλαμική Τζιχάντ, ενισχύοντας τον «άξονα αντίστασης» υπό ιρανική καθοδήγηση.
Οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί της Τεχεράνης χρησιμοποιούν τράπεζες-βιτρίνες, εικονικές εταιρείες, διεθνή εμβάσματα μέσω της Συρίας και του Κατάρ, ενώ συχνά αξιοποιούν και το δίκτυο της Χεζμπολάχ για μεταφορά εξοπλισμού. Παρότι οι διεθνείς κυρώσεις έχουν περιορίσει την πρόσβαση του Ιράν σε σκληρό νόμισμα, η άνθιση του παράλληλου εμπορίου πετρελαίου με Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες έχει ενισχύσει τη δυνατότητά του να χρηματοδοτεί έμμεσα συμμάχους όπως η Χαμάς. Μάλιστα, η αύξηση των εξαγωγών ιρανικού πετρελαίου το 2023 σε επίπεδα άνω των 1,4 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως, αποτέλεσε βασικό οικονομικό αιμοδότη για αυτού του είδους τις γεωπολιτικές επενδύσεις.
Το Ισραήλ, επομένως, δεν αντιλαμβάνεται την επίθεση της Χαμάς ως απομονωμένο περιστατικό, αλλά ως εκδήλωση μιας μεθοδικά οργανωμένης ιρανικής στρατηγικής, που έχει στόχο να ανατρέψει τη διαδικασία εξομάλυνσης μεταξύ Ισραήλ και σουνιτικών μοναρχιών. Η επέκταση του ιρανικού επαναστατικού μοντέλου μέσω υποκατάστατων οργανώσεων (proxy forces) αποτελεί για την ισραηλινή στρατηγική κοινότητα μια υπαρξιακή απειλή. Υπό αυτό το πρίσμα, η επίθεση του Ιουνίου 2025 δεν περιορίζεται σε μια επιχείρηση στρατιωτικής τιμωρίας, αλλά συνιστά μια πράξη αποκατάστασης της αποτρεπτικής ισχύος του Ισραήλ απέναντι στο ιρανικό δίκτυο επιρροής.
Πέραν του στρατιωτικού επιπέδου, η πράξη αυτή λειτουργεί και ως συμβολική αποκατάσταση της στρατηγικής αξιοπιστίας του Ισραήλ ενώπιον των ΗΠΑ, των περιφερειακών του εταίρων και της παγκόσμιας κοινότητας. Η ισραηλινή ηγεσία –ιδιαίτερα σε μια εποχή μεταβατικής γεωπολιτικής ισορροπίας– οφείλει να αποδείξει ότι δεν αποτελεί παθητικό στόχο, αλλά ενεργό διαμορφωτή των περιφερειακών εξελίξεων. Στο πλαίσιο αυτό, το πλήγμα κατά του Ιράν ενσαρκώνει μια πράξη στρατηγικής ανταπόδοσης, με σαφές μήνυμα: «Η χρήση υποκαταστατών για την υπονόμευση της ειρήνης δεν θα μείνει αναπάντητη».
δ) Ο παραδειγματισμός ως εργαλείο στρατηγικής ηγεμονίας στην περιοχή
Τέλος, μια κρίσιμη αλλά συχνά υποτιμημένη πτυχή της ισραηλινής επίθεσης κατά του Ιράν είναι η παραδειγματική της λειτουργία, με στόχο όχι μόνον την αποτροπή ιρανικών αντιποίνων, αλλά και τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου αφηγήματος ισχύος προς τρίτα κράτη της περιοχής. Το μήνυμα απευθύνεται, κυρίως, προς κράτη όπως ο Λίβανος, η Συρία, η Ιορδανία και ιδίως η Σαουδική Αραβία, τα οποία κινούνται μεταξύ γεωστρατηγικής επανατοποθέτησης και φόβου της ιρανικής αντίδρασης.
Η Μέση Ανατολή, μετά την επισημοποίηση των Συμφωνιών του Αβραάμ το 2020, εισήλθε σε μια νέα φάση ρευστότητας και επανασυγκρότησης των συμμαχικών αξόνων. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν προσχώρησαν στο πλαίσιο των συμφωνιών με το Ισραήλ, διεκδικώντας γεωοικονομικά οφέλη, ενίσχυση τεχνολογικών και στρατιωτικών ικανοτήτων, καθώς και άρση πολιτικής απομόνωσης. Η πιθανή ένταξη της Σαουδικής Αραβίας –η οποία φέρει συμβολικό και πολιτικό βάρος λόγω του θεσμικού της ρόλου στον σουνιτικό κόσμο– θεωρείται από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ ως το σημείο καμπής για τη σταθεροποίηση ενός νέου περιφερειακού συστήματος.
Ωστόσο, πολλά από τα προαναφερθέντα κράτη αντιμετωπίζουν ενδογενείς προκλήσεις και διλήμματα ασφάλειας, λόγω της συστηματικής επιρροής του Ιράν σε στρατιωτικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Ο Λίβανος βρισκόταν μέχρι πρόσφατα σε καθεστώς de facto πολιτικής ομηρίας από τη Χεζμπολάχ –την πιο ανθεκτική ιρανική proxy δύναμη– η Συρία παραμένει πεδίο ιρανικής στρατιωτικής παρουσίας και σιιτικής στρατηγικής διείσδυσης, ενώ ακόμη και η Ιορδανία εκφράζει ανησυχίες για ριζοσπαστικά σιιτικά δίκτυα και μεταναστευτικές ροές που προέρχονται από ιρανικά ερείσματα. Η Σαουδική Αραβία, παρά την αυξανόμενη προσέγγισή της με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, παραμένει επιφυλακτική, καθώς γνωρίζει πως η προσχώρησή της στις Συμφωνίες του Αβραάμ ενδέχεται να προκαλέσει περιφερειακή και εσωτερική αντίδραση, ιδίως αν δεν έχει διασφαλιστεί ένα αξιόπιστο πλαίσιο προστασίας.
Η Σαουδική Αραβία, ως γενέτειρα του Ισλάμ και θεματοφύλακας των δύο ιερών τεμενών (Μέκκα και Μεδίνα), κατέχει έναν μοναδικό πνευματικό και συμβολικό ρόλο στον ισλαμικό κόσμο. Κάθε εξωτερική της επιλογή κρίνεται όχι μόνο στη βάση της στρατηγικής σκοπιμότητας, αλλά και υπό το βάρος της θεολογικής νομιμοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, η ενδεχόμενη ένταξή της στο σχήμα των Συμφωνιών του Αβραάμ –όπως επεδίωξαν το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες– δεν αποτελεί απλώς μια διπλωματική ανατροπή, αλλά μια υπαρξιακή πρόκληση για την ταυτότητά της.
Η προσέγγιση με το Ισραήλ ενδέχεται να φέρει τη Ριάντ αντιμέτωπη με τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, ιδίως με λαϊκά στρώματα που παραμένουν ευαίσθητα στο παλαιστινιακό ζήτημα, αλλά και με ριζοσπαστικά και θεολογικά δίκτυα που βλέπουν τη νομιμοποίηση του Ισραήλ ως προδοσία των αρχών του Ουμά (Ummah). Επιπλέον, σημαντικοί ισλαμιστές διδάσκαλοι –τόσο σουνιτικής όσο και σιιτικής παράδοσης– έχουν ήδη εκφράσει αντιρρήσεις για κάθε μορφή «κανονικοποίησης» (normalization) που δεν περιλαμβάνει την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Ως εκ τούτου, η Σαουδική Αραβία, ενώ επιδιώκει να επανατοποθετηθεί γεωοικονομικά και να αποκτήσει πρόσβαση σε δυτικά τεχνολογικά και στρατιωτικά κεφάλαια, βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ του ρόλου της ως πυλώνα σταθερότητας και του ιστορικού της ρόλου ως πνευματικού καθοδηγητή του Ισλάμ. Οποιαδήποτε συμφωνία με το Ισραήλ θα πρέπει, συνεπώς, να συνοδεύεται από θεσμική εξισορρόπηση, είτε μέσω παραχωρήσεων στο παλαιστινιακό είτε με ενίσχυση της θρησκευτικής της νομιμότητας στο εσωτερικό της και στον σουνιτικό κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ισραηλινή επίθεση του Ιουνίου 2025 αποκτά χαρακτήρα γεωστρατηγικής δήλωσης. Μέσα από την πράξη αυτή, το Ισραήλ επιδιώκει να προβάλει τον εαυτό του ως τον de facto εγγυητή της περιφερειακής ασφάλειας απέναντι στην ιρανική επεκτατικότητα. Στην ουσία, λειτουργεί ως “παρόχους ασφάλειας” (security provider) για εκείνα τα κράτη που επιθυμούν να επανευθυγραμμιστούν γεωπολιτικά με τη Δύση, αλλά ανησυχούν για τις επιπτώσεις μιας πιθανής σύγκρουσης με το Ιράν. Η στρατηγική αυτή στηρίζεται στη λογική του ενεργού παραδειγματισμού: η Ιερουσαλήμ επιδεικνύει όχι μόνο την πρόθεση, αλλά και την ικανότητα να δράσει προληπτικά και μονομερώς, ακόμη και χωρίς ρητή αμερικανική συναίνεση, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Επιπλέον, το Ισραήλ γνωρίζει ότι η αξιοπιστία είναι κεφαλαιώδης παράγοντας στις περιφερειακές συμμαχίες. Ένα κράτος που επιθυμεί να συγκροτήσει άξονα ασφάλειας, πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει τόσο μέσα αποτροπής όσο και βούληση χρήσης βίας όταν απειλούνται ζωτικά του συμφέροντα. Η επίθεση του Ιουνίου 2025 έρχεται, έτσι, ως επιδεικτική επιβεβαίωση αυτής της βούλησης, σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή που οι ΗΠΑ μετατοπίζουν προοδευτικά το ενδιαφέρον τους προς τον Ινδο-Ειρηνικό και τα ευρωπαϊκά μέτωπα, μειώνοντας τον άμεσο ρόλο τους στη Μέση Ανατολή.
Παράλληλα, η επίθεση λειτουργεί και ως μηνυματική πράξη ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης του Ισραήλ έναντι των εν δυνάμει εταίρων του. Σε περιβάλλον γεωοικονομικής αβεβαιότητας –ιδίως μετά την επιβράδυνση της κινεζικής ζήτησης για ενέργεια και τις ανακατατάξεις στο εμπόριο πετρελαίου– η ασφάλεια των αγωγών, των θαλάσσιων διαδρόμων και των επενδύσεων (όπως ο σχεδιαζόμενος σιδηρόδρομος Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης που περνά από Ισραήλ–Σαουδική Αραβία–ΗΑΕ) απαιτεί σταθερούς άξονες στρατιωτικής πρόληψης. Η ικανότητα του Ισραήλ να περιορίζει τις ιρανικές επιχειρησιακές δυνατότητες αποτελεί, επομένως, όχι μόνο αμυντικό πλεονέκτημα, αλλά και γεωοικονομικό εφόδιο για όσους επενδύουν στη σταθερότητα της περιοχής.
Συνεπώς, η επίθεση του Ιουνίου δεν ήταν μια πράξη απομόνωσης· ήταν πράξη δικτύωσης ισχύος. Το Ισραήλ επιδιώκει να προσφέρει ένα σαφές δίλημμα στα υπόλοιπα κράτη: ή εντάσσεστε στο νέο πλαίσιο ασφάλειας που διαμορφώνεται γύρω από τη συμμαχία Ισραήλ–ΗΠΑ–Αραβικών εταίρων· ή παραμένετε εκτεθειμένοι απέναντι σε έναν ριζοσπαστικό και επιθετικό ιρανικό άξονα. Με την πράξη αυτή, επιβεβαιώνει τη θέση του όχι απλώς ως κράτος-έθνος, αλλά ως γεωστρατηγικός κόμβος και σταθεροποιητικός παράγοντας, ικανός να οργανώνει περιφερειακά μέτωπα ακόμη και πέραν της επίσημης διπλωματίας.
Η επόμενη μέρα: Η Γάζα ως ελεύθερη ζώνη και το Ιράν σε πορεία καθεστωτικής μετάβασης
Η επίθεση του Ισραήλ κατά του Ιράν τον Ιούνιο του 2025 δεν αποτέλεσε απλώς μια πράξη περιορισμένης αποτροπής, αλλά τον πυροκροτητή για μια νέα γεωπολιτική και ιδεολογική αρχιτεκτονική στη Μέση Ανατολή. Στην επόμενη ημέρα της σύγκρουσης, παρατηρείται σταδιακή αποκρυστάλλωση ενός διπλού στρατηγικού οράματος: αφενός, η οριστική αποδιάρθρωση της Χαμάς και η μετατροπή της Λωρίδας της Γάζας σε ελεύθερη οικονομική ζώνη χωρίς παλαιστινιακή πολιτική υπόσταση, και αφετέρου, η επιτάχυνση της αποσύνθεσης του ιρανικού ισλαμικού καθεστώτος μέσω συνδυασμένων στρατιωτικών, πολιτικών και κοινωνικών μηχανισμών.
Η Γάζα, υπό συνθήκες πλήρους στρατιωτικής κυριαρχίας του Ισραήλ και με την υποστήριξη αραβικών κεφαλαίων από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, σχεδιάζεται πλέον ως ειδική διοικητική περιοχή ελεγχόμενης ανάπτυξης, με πρότυπα “ελεύθερης ζώνης εμπορίου” (free trade zone), χωρίς τη Χαμάς και χωρίς οργανωμένη παλαιστινιακή διοίκηση. Στο μοντέλο αυτό, η Γάζα δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητη εθνική οντότητα, αλλά ως παράρτημα της περιφερειακής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης ελεγχόμενη στην ασφάλεια από το Ισραήλ και στην οικονομία από τα Κράτη του Κόλπου.
Παράλληλα, η επίθεση κατά του Ιράν εντάσσεται και σε έναν βαθύ γεωστρατηγικό σχεδιασμό ανατροπής του ισλαμικού καθεστώτος της Τεχεράνης. Ένας από τους μη ομολογημένους στόχους της επιχείρησης είναι η επιτάχυνση της πτώσης του θεοκρατικού μηχανισμού, με στόχο την εμφάνιση, εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου, ενός κοσμικού μεταβατικού καθεστώτος, ενδεχομένως με αναφορά στον πρώην θεσμό του Σάχη ή στην εθνική-φιλελεύθερη διασπορά.
Οι πληροφορίες από διεθνείς κύκλους ασφάλειας υποδεικνύουν ότι ο σχεδιασμός μιας ελεγχόμενης μετάβασης προβλέπει τη μεταφορά μεγάλου μέρους των πληθυσμών της Γάζας σε ιρανικό έδαφος, και συγκεκριμένα στην επαρχία Σιστάν και Μπαλουχιστάν, όπου η δημογραφική και γεωγραφική ετερογένεια προσφέρει δυνατότητα "φιλοξενίας" και ελέγχου. Το εν λόγω σχέδιο ερμηνεύεται ως ανταλλάξιμο πολιτικό κεφάλαιο που θα μπορούσε να συμφωνηθεί με μια μεταβατική ιρανική ηγεσία – με πιθανό ρόλο σε αυτό να αναλαμβάνει μια κυβέρνηση-γέφυρα τύπου εξόριστου εθνικού μετώπου ή προσωρινής τεχνοκρατικής διοίκησης.
Η επιτάχυνση προς αυτή την “μετά-ισλαμική φάση” του Ιράν προετοιμάζεται με νέο κύμα στρατιωτικών επιθέσεων, τόσο από το Ισραήλ όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στοχεύοντας σε κρίσιμες υποδομές, επικοινωνιακά κέντρα, αλλά και σε ψυχολογικούς μηχανισμούς πίεσης προς τον ιρανικό πληθυσμό. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι μόνο η αποδυνάμωση της ελίτ των Φρουρών της Επανάστασης, αλλά η ενεργοποίηση του λαϊκού σώματος ως μοχλού ανατροπής. Το παράθυρο ευκαιρίας για καθεστωτική αλλαγή εκτιμάται για το φθινόπωρο του 2025, με τον Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο να προβάλλουν ως κρίσιμοι μήνες για μαζική κινητοποίηση στο εσωτερικό του Ιράν.
Η μετάβαση αυτή –αν και επισφαλής– συνιστά ένα πείραμα “αποϊσλαμοποίησης” ενός πρώην επαναστατικού κράτους, με τη γεωπολιτική ελπίδα ότι θα καταστεί λειτουργικός εταίρος ενός νέου πλαισίου Μέσης Ανατολής βασισμένου στον ρεαλισμό, τον έλεγχο της ριζοσπαστικοποίησης και τη γεωοικονομική ενσωμάτωση. Ένα μετα-ισλαμικό Ιράν, απαλλαγμένο από τον θεοκρατικό λόγο και τις επεκτατικές του φιλοδοξίες, θεωρείται από τη Δύση και το Ισραήλ ως προϋπόθεση για μια νέα στρατηγική ισορροπία.
Η ισραηλινή επίθεση, επομένως, δεν είναι η τελευταία πράξη ενός πολέμου, αλλά το πρώτο κεφάλαιο μιας σχεδιασμένης ανατομίας: αλλαγή της λειτουργίας της Γάζας, ριζική αναδιάρθρωση του Ιράν, και τελικά συγκρότηση μιας μετα-εθνικής, μετα-ισλαμικής και οικονομικά ολοκληρωμένης Μέσης Ανατολής, υπό την αιγίδα νέων περιφερειακών αξόνων.
Το Ιράν ως Αντιτουρκική Ασπίδα
Στο ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικού επανασχεδιασμού της Μέσης Ανατολής, ο ισραηλινός σχεδιασμός για την μετά-ισλαμική εποχή του Ιράν δεν περιορίζεται στην αποτροπή των απειλών που πηγάζουν από το υφιστάμενο θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης. Αντιθέτως, στο βάθος του στρατηγικού του ορίζοντα διαφαίνεται η προσδοκία μετασχηματισμού του Ιράν σε σύμμαχο δύναμη, με τεχνοκρατική ή φιλελεύθερη διοίκηση. Ένα τέτοιο καθεστώς –απαλλαγμένο από τις θεοκρατικές δομές και τις παραστρατιωτικές μονάδες των Φρουρών της Επανάστασης– θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας σε κρίσιμες γεωγραφικές ζώνες: τη Μεσοποταμία, τον Νότιο Καύκασο, την Κασπία Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο.
Η γεωστρατηγική αυτή προοπτική δεν αποτελεί αφηρημένη θεωρητική υπόθεση, αλλά στηρίζεται σε υπολογισμένες οικονομικές προσδοκίες. Το Ιράν, παρά τις κυρώσεις και τις θεσμικές του δυσλειτουργίες, διατηρεί μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής (ΑΕΠ άνω των 367 δισ. δολ. το 2023, σύμφωνα με το ΔΝΤ), και διαθέτει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου (2ο παγκοσμίως) και πετρελαίου (4ο). Ένα οικονομικά και πολιτικά απελευθερωμένο Ιράν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βασικός άξονας επανασύνδεσης της Ασίας με τη Μεσόγειο, ιδιαίτερα μέσω της ανάπτυξης των logistics, των ενεργειακών διασυνδέσεων και της τεχνολογικής συνεργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ένα νέο Ιράν θα μπορούσε να μετατραπεί σε γεωοικονομικό ενδιάμεσο μεταξύ Ινδίας, Κεντρικής Ασίας και Μεσογείου, προσφέροντας μία στρατηγική εναλλακτική στον κινεζοκεντρικό Δρόμο του Μεταξιού και ενισχύοντας την αναδυόμενη πρωτοβουλία Ινδία–Μέση Ανατολή–Ευρώπη (IMEC), την οποία υποστηρίζουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ.
Ωστόσο, η γεωπολιτική ουσία αυτής της αναδιάταξης υπερβαίνει το ιρανικό πεδίο. Ο μακροπρόθεσμος στόχος του Ισραήλ φαίνεται να είναι η ανάσχεση της Τουρκίας, την οποία το Τελ Αβίβ αντιλαμβάνεται ως αναδυόμενη συστημική απειλή για την περιφερειακή ισορροπία. Η Άγκυρα, με την αναθεωρητική της ρητορική, την εμπλοκή της σε πολλαπλά μέτωπα (Λιβύη, Συρία, Καύκασος), καθώς και τις στρατιωτικές της συμφωνίες με αφρικανικά και βαλκανικά κράτη, διεκδικεί de facto ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη μουσουλμανική σφαίρα, υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Ισραήλ ως της μοναδικής στρατιωτικά αξιόπιστης, μη αραβικής δύναμης στη Μεσόγειο.
Η Τουρκία, με ΑΕΠ άνω του 1,1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων (2023, IMF), διαθέτει τους πόρους για να χρηματοδοτήσει φιλόδοξα στρατηγικά έργα (όπως το αεροπλανοφόρο “Anadolu”, στρατιωτικές βάσεις στη Σομαλία και στο Κατάρ, καθώς και την ταχεία ανάπτυξη drone τεχνολογιών). Το νεοοθωμανικό αφήγημα που προβάλλει η Άγκυρα –ως ηγέτιδα δύναμη του σουνιτικού κόσμου και εγγυήτρια του πολιτικού Ισλάμ– έρχεται σε σαφή αντίθεση με τα ισραηλινά συμφέροντα τόσο στη Συρία όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου υπονομεύονται σχέδια ενεργειακής συνεκμετάλλευσης μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ιερουσαλήμ φαίνεται να επεξεργάζεται ένα νέο γεωπολιτικό δόγμα που θυμίζει το παλαιό «Δόγμα της Περιφέρειας» (Periphery Doctrine) των δεκαετιών του 1950–60, όταν το Ισραήλ επιδίωκε τη στρατηγική σύμπραξη με μη αραβικά κράτη της περιφέρειας (όπως το Σάχικο Ιράν, η Αιθιοπία και η Τουρκία) για την ανάσχεση της αραβικής εχθρότητας. Σήμερα, όμως, το νέο «Δόγμα της Αναχαίτισης» αναστρέφει τις θέσεις των τότε συμμάχων και αντιπάλων: το Ιράν προβάλλεται δυνητικά ως μελλοντικός εταίρος, ενώ η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως κεντρικός αναθεωρητικός δρων.
Μια στρατηγική ισραηλινο-ιρανική σύμπραξη, υπό νέες φιλοδυτικές ή ουδέτερες ηγεσίες, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διπλωματικός και στρατιωτικός «δακτύλιος ανάσχεσης» (containment ring) γύρω από την Τουρκία. Ένας τέτοιος άξονας θα εξουδετέρωνε τη δυνατότητα προβολής ισχύος της Άγκυρας στον Λίβανο, στη Βόρεια Αφρική, στον Νότιο Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Ο παραδοσιακός άξονας Τουρκίας–Κατάρ–Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που επιχειρεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στον άξονα Ισραήλ–Ελλάδα- Κύπρος-Χώρες των Συμφωνιών του Αβραάμ, θα περιερχόταν σε στρατηγική περιθωριοποίηση, ιδιαίτερα αν αποδυναμωθεί από ένα ισχυρό, ενεργειακά αυτόνομο και γεωστρατηγικά επανευθυγραμμισμένο Ιράν.
Επιπλέον, οι Συμφωνίες του Αβραάμ σταδιακά επεκτείνονται πέραν του αραβικού κόσμου, εντάσσοντας χώρες-κλειδιά με γεωπολιτική αξία. Το Αζερμπαϊτζάν, ως σιιτική αλλά κοσμική χώρα με βαθιά στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ, καθώς και η Κύπρος, με ρόλο-κλειδί στην ενεργειακή ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου, προβλέπεται να ενταχθούν σταδιακά στο διευρυμένο σχήμα. Ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι η θεσμοποίηση ενός περιφερειακού οργανισμού ασφαλείας και συνεργασίας, ο οποίος θα λειτουργεί ως στρατηγικό αντίβαρο στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης, όπου κυριαρχεί η Κίνα.
Ο νέος αυτός δυτικόφιλος οργανισμός επιδιώκει τον έλεγχο των τεσσάρων βασικών θαλάσσιων "στενών" της ευρασιατικής γεωπολιτικής: του Ορμούζ (είσοδος/έξοδος από τον Περσικό Κόλπο), του Σουέζ (σύνδεση Ερυθράς Θάλασσας με Μεσόγειο), του Ελλησπόντου (στρατηγική πύλη προς τη Μαύρη Θάλασσα), και του κόλπου του Άντεν (δίοδος προς την Αφρική και τον Ινδικό Ωκεανό). Ο έλεγχος αυτών των σημείων, σε συνδυασμό με την ένταξη του Ιράν σε μια νέα αρχιτεκτονική περιφερειακής συνεργασίας, θα εξασφάλιζε τη στρατηγική υπεροχή της Δύσης και των συμμάχων της έναντι του ευρασιατικού μπλοκ.
Κατά συνέπεια, η ισραηλινή πολιτική απέναντι στο Ιράν δεν είναι απλώς αποτρεπτική ή τιμωρητική· είναι δομικά επανασχεδιαστική. Δεν επιδιώκει απλώς την εξάλειψη της ιρανικής απειλής, αλλά την επαναφορά της χώρας στον άξονα φιλοδυτικής σταθερότητας και τη μετατροπή της σε γεωπολιτικό μοχλό ανάσχεσης του τουρκικού ηγεμονισμού και του ασιατικού ηπειρωτικού ολοκληρωτισμού.
Η Κύπρος, το Ιράν και το νέο δολάριο
Από την άλλη η Κύπρος δεν αποτελεί απλώς έναν περιφερειακό εταίρο· ανήκει στον ζωτικό γεωστρατηγικό χώρο του Ισραήλ. Ως νησί με καθοριστική θέση στον άξονα Ισραήλ–Ελλάδας–Ευρώπης, λειτουργεί ως ενεργειακός, αεροπορικός και ναυτικός διάδρομος ασφαλείας. Η κυπριακή επικράτεια εντάσσεται στον αμυντικό σχεδιασμό του Ισραήλ για την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ οι τριμερείς συνεργασίες Ισραήλ–Ελλάδας–Κύπρου ενισχύουν περαιτέρω τη στρατηγική της αξία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η διατήρηση της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής στο βόρειο τμήμα του νησιού δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο ως ελληνοκυπριακό ή ευρωπαϊκό ζήτημα. Αποτελεί στρατηγική ανωμαλία και παράγοντα αποσταθεροποίησης στον άμεσο περίγυρο του Ισραήλ. Η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων και η πολιτική διχοτόμησης του νησιού υπονομεύουν τις ενεργειακές υποδομές, περιορίζουν την ελευθερία επιχειρήσεων, και δημιουργούν κενά ασφαλείας που μπορούν να αξιοποιηθούν από εχθρικούς ή ανταγωνιστικούς δρώντες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά συνέπεια, από ισραηλινής γεωστρατηγικής σκοπιάς, ο τερματισμός της κατοχής στην Κύπρο καθίσταται αναγκαία συνθήκη για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, και προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη εφαρμογή του νέου δόγματος περιφερειακής συνεργασίας. Μια ενιαία, σταθερή και διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ενισχύει το ισραηλινό στρατηγικό βάθος, προσφέρει ασφάλεια στις θαλάσσιες οδούς, και εντάσσεται απρόσκοπτα σε ένα σύστημα φιλοδυτικής περιφερειακής ολοκλήρωσης.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως το μόνο πλήρως ενταγμένο κράτος-μέλος της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο και εγγύς της Μέσης Ανατολής, κατέχει μια μοναδική γεωπολιτική θέση η οποία της επιτρέπει να αναπτύξει εξωτερική πολιτική με βάθος που εκτείνεται έως το Ιράν. Στο πλαίσιο ενός νέου ευρωατλαντικού σχεδίου σταθεροποίησης της περιφέρειας, η Κύπρος μπορεί να διαδραματίσει μεταβατικό ρόλο ανάμεσα σε δυτικές δομές (ΕΕ, Ευρωζώνη, Συμφωνίες Αβραάμ) και μεσανατολικούς/ευρασιατικούς δρώντες, όπως ένα μελλοντικό μετα-θεοκρατικό Ιράν.
Από γεωστρατηγική σκοπιά, η Κύπρος αποτελεί τον δυτικότερο "παρατηρητή" του Περσικού Κόλπου, συνδέοντας την ΕΕ με την ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας, της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση μεταρρυθμιστικής στροφής στο Ιράν —μετάβασης δηλαδή σε τεχνοκρατική ή μετριοπαθή φιλοδυτική διακυβέρνηση— η κυπριακή εξωτερική πολιτική μπορεί να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητικός αγωγός, πολιτικά και θεσμικά, μεταξύ Τεχεράνης και δυτικών θεσμών, ιδιαίτερα στους τομείς χρηματοπιστωτικής επανένταξης και ενεργειακής συνεργασίας.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να διαδραματίσει το τραπεζικό και κανονιστικό σύστημα της Κύπρου. Ως μέλος της Ευρωζώνης, αλλά με διαχρονική εμπειρία στην εξυπηρέτηση εξωευρωπαϊκών κεφαλαίων, η Κύπρος διαθέτει τους μηχανισμούς, τη νομική ευελιξία και τη γεωγραφική εγγύτητα για να αποτελέσει την πρώτη ευρωπαϊκή γέφυρα της ιρανικής οικονομίας προς τις αγορές.
Επιπλέον, η ύπαρξη αγγλοσαξονικού νομικού πλαισίου, η εξοικείωση με δολαριακές ροές, και η δυνατότητα εφαρμογής διεθνών χρηματοοικονομικών πρακτικών υπό ευρωπαϊκή εποπτεία, καθιστούν την Κύπρο τη μοναδική χώρα της ΕΕ στην περιοχή που μπορεί να υποδεχθεί και να διευκολύνει την εισαγωγή του δολαρίου ως πρώτου λειτουργικού νομίσματος σε μία μεταβατική φάση του Ιράν, χωρίς να παραβιάζονται οι κανόνες συμμόρφωσης (compliance) και διαφάνειας.
Η μετάβαση του Ιράν στην παγκόσμια αγορά δεν θα είναι δυνατή χωρίς ένα αξιόπιστο, ουδέτερο και τεχνικά ικανό περιφερειακό σημείο διασύνδεσης. Η Κύπρος, με το τραπεζικό της σύστημα υπό ευρωπαϊκή εποπτεία αλλά με περιφερειακή εμπειρία, μπορεί να λειτουργήσει ως το "δοκιμαστικό εργαστήριο" για την επανένταξη του Ιράν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τρόπο που να ελέγχεται τόσο από τις αγορές όσο και από τις δυτικές κυβερνήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος δεν είναι απλώς αποδέκτης εξελίξεων, αλλά εν δυνάμει αρχιτέκτονας της περιφερειακής γεωοικονομικής σταθερότητας. Μέσω της συμμετοχής της στις Συμφωνίες του Αβραάμ, των τριμερών σχημάτων με Ισραήλ και Αίγυπτο, και της διεύρυνσης της οικονομικής της διπλωματίας προς τον Καύκασο και την Περσία, η κυπριακή εξωτερική πολιτική αποκτά στρατηγικό ορίζοντα που ξεπερνά τη Μεσόγειο και αγγίζει τον Ινδικό κόσμο.
Της Πωλίνας Άνιφτου, Συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων