Ανάμεσα στην επιθυμία για σύνδεση και τον φόβο της εγγύτητας, πολλές ενήλικες σχέσεις παραπαίουν, αποτυγχάνοντας να ριζώσουν και να ανθίσουν.

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, άνδρες και γυναίκες να επιλέγουν επαναλαμβανόμενα συντρόφους που δεν τους ικανοποιούν, να «σαμποτάρουν» οι ίδιοι τη σταθερότητα, ή να χάνουν τον εαυτό τους μέσα στη συγχώνευση. Τί είναι αυτό που οδηγεί σε σχέσεις πόνου αντί για σχέσεις εξέλιξης; Η απάντηση βρίσκεται συχνά στο παρελθόν… στους πρώτους μας δεσμούς, στους γονείς που υπήρξαν ή απουσίασαν, στα μοτίβα που μάθαμε πριν ακόμη κατανοήσουμε τι σημαίνει αγάπη.

Πόσο από το παρελθόν χωράει στο σήμερα;

Πόσο εύκολο είναι για έναν ενήλικα να εμπιστευτεί, να δοθεί, να αντέξει την εγγύτητα, όχι απλώς την παρουσία, αλλά την ψυχική συνάντηση με τον Άλλο; Και πόσο δύσκολο είναι, όταν κάποτε, στα πέντε ή έξι του χρόνια, το παιδί μέσα του έμαθε πως η αγάπη πονά, πως η ανάγκη δεν βρίσκει αντίκρισμα, πως η αγκαλιά αργεί ή δεν έρχεται ποτέ, πως ζούμε σε ένα σπίτι πέντε άνθρωποι, που μιλάμε αλλά δεν ακουγόμαστε… που κοιτάμε αλλά δεν αγγίζουμε.

Το αποτύπωμα της πρώτης σχέσης: Η θεωρία της προσκόλλησης

Ένας κοινός προβληματισμός, και συχνά ο λόγος που πολλοί άνθρωποι ζητούν βοήθεια από έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας, είναι το εξής: Γιατί δυσκολεύομαι τόσο πολύ στις σχέσεις μου; Γιατί οι σχέσεις μου μοιάζουν μεταξύ τους, σαν να παίζω ξανά και ξανά τον ίδιο ρόλο; Και γιατί, ενώ πονάνε, εγώ συνεχίζω να επιστρέφω σε αυτά τα μοτίβα; Η απάντηση, συχνά, δεν βρίσκεται στο παρόν, αλλά στο παρελθόν… στις πρώτες μας σχέσεις. Η θεωρία της προσκόλλησης (Ainsworth et al., 1978; Bowlby, 1969) μας υπενθυμίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο ένα βρέφος συνδέεται με τους βασικούς του φροντιστές αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για το πώς θα σχετιστεί, θα εμπιστευτεί και τελικά θα αγαπήσει και θα αγαπηθεί ως ενήλικας.

Είχε το δικαίωμα αυτό το παιδί να νιώσει; Να παραπονεθεί; Να θυμώσει; Να κλάψει, και το κλάμα του να εισακουστεί; Είχε κάπου να αποταθεί, όταν κάτι το φόβιζε, το πλήγωνε ή το μπέρδευε; Ή μήπως έμαθε νωρίς ότι για να αγαπηθεί, πρέπει πρώτα να σωπάσει; Ότι η ευαλωτότητα είναι επικίνδυνη, και η ανάγκη βάρος; Του έμαθε η πρώτη του σχέση ότι είναι εντάξει να πονεί και να εκφράζει τον πόνο του, ότι δεν θα απορριφθεί επειδή είναι γκρινιάρης ή γιατί δυσκολεύεται να ρυθμίσει τον εαυτό του; Μεγάλωσε στην ψυχρότητα της απόστασης ή στο καταφύγιο μιας ζεστής αγκαλιάς; Μεγάλωσε μαθαίνοντας να επιβιώνει αντί να συνδέεται;

Αν αυτή η πρώτη και τόσο καθοριστική του σχέση υπήρξε ένα ασφαλές καταφύγιο, ένας χώρος που ενθάρρυνε τη σύνδεση χωρίς να απειλεί την αυτονομία, όπου τα συναισθήματα κυλούσαν ελεύθερα και η φροντίδα προσφερόταν απλόχερα, όπου οι αγκαλιές ήταν πράγματι αγκαλιές και όχι σιωπηλές αγχώνες, τότε αυτός ο ενήλικας θα χτίσει μέσα του μια βαθιά εσωτερική βάση ασφάλειας. Αν όχι, τότε πιθανότατα μεγάλωσε μαθαίνοντας να επιβιώνει αντί να συνδέεται. Έμαθε να προσαρμόζεται, να παρατηρεί, να σιωπά, όχι επειδή δεν είχε ανάγκες, αλλά επειδή δεν υπήρχε κανείς για να τις καλύψει, ή επειδή οι ανάγκες των άλλων έκαναν πάντοτε περισσότερο θόρυβο. Και τότε εμφανίστηκαν οι πρώτοι μηχανισμοί προστασίας: η υπερπροσαρμοστικότητα, η αυτάρκεια, η απόσυρση ή η υπερδιεκδίκηση (Crittenden, 2006; Mikulincer & Shaver, 2016).

Αυτοί οι μηχανισμοί υπήρξαν σωτήριοι. Ήταν η μόνη του άμυνα απέναντι στη συναισθηματική αβεβαιότητα. Όμως αυτό που άλλοτε τον προστάτευε, ως ενήλικας γίνεται μια φυλακή επανάληψης, ένας απαρέγκλιτος κύκλος εγκλωβισμού. Γιατί το παιδί που έμαθε να μην ζητά, γίνεται ο ενήλικας που δεν ξέρει να δέχεται. Το παιδί που έμαθε να προβλέπει τις εκρήξεις των μεγάλων, γίνεται ο ενήλικας που φοβάται κάθε ρωγμή στην ασφάλεια της σχέσης (Collins et al., 2020; Zayas & Shoda, 2015).

Ποιοι είμαστε όταν αγαπάμε;

Σκεφτείτε μια κοπέλα που μεγάλωσε με έναν πατέρα συχνά απών, σωματικά, συναισθηματικά ή και τα δύο. Η σιωπή του έγινε το γνώριμο έδαφος στο οποίο πάτησε για να μεγαλώσει. Δεν υπήρχε χώρος για αδυναμία, οι ανάγκες της έμοιαζαν είτε περιττές είτε ενοχλητικές. Έτσι, έμαθε να μην ζητά. Έμαθε να είναι «δυνατή» με τον τρόπο που συχνά τα παιδιά εξαναγκάζονται να είναι. Αποσύροντας τις προσδοκίες τους, αποσιωπώντας τις ανάγκες τους, αναπτύσσοντας υπερδυνάμεις. Έναν παιδικό-ενήλικο, υπερβολικά ανθεκτικό και ικανό εαυτό. Όταν ενηλικιωθεί, έλκεται από άνδρες που είναι επίσης απόντες. Όχι επειδή το επιλέγει συνειδητά, αλλά επειδή αυτό της είναι οικείο. Η εγγύτητα, που τόσο έχει ανάγκη, την τρομάζει. Δεν ξέρει πώς να επιτρέψει στον εαυτό της να την αντέξει. Αυτός είναι ο λεγόμενος αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης. Άτομα που, για να νιώσουν ασφαλή, αποφεύγουν την οικειότητα. Δεν αντέχουν να εξαρτώνται από τους άλλους και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι πραγματικά ευάλωτος (Mikulincer & Shaver, 2016).

Σκεφτείτε ένα παιδί που μεγαλώνει με γονείς απρόβλεπτους. Tη μία ημέρα τρυφερούς, την επόμενη αδιάφορους ή αυστηρούς. Η αγάπη που δέχεται δεν είναι σταθερή, αλλά εξαρτάται από τη διάθεση ή τη συμπεριφορά του. Για να μη χάσει τη σύνδεση, το παιδί μαθαίνει να προσαρμόζεται, να διαβάζει τον άλλον, να προβλέπει την απόρριψη, να ζει σε εγρήγορση. Και μεγαλώνοντας, κουβαλά αυτή την αγωνία στις σχέσεις του. Γίνεται υπερπροσκολλημένος, ζητά συνεχώς επιβεβαίωση, δεν αντέχει την απόσταση, φοβάται διαρκώς ότι θα τον αφήσουν. Σε αυτό τον αγχώδη-αμφιθυμικό τύπο, συναντούμε μια ψυχική κατάσταση όπου η επιθυμία για εγγύτητα συνυπάρχει με τον φόβο της εγκατάλειψης (Cassidy & Shaver, 2018).

Όταν ο ένας ενεργοποιεί το τραύμα του άλλου

Ένα φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στην κλινική πράξη αλλά και στην καθημερινότητα, είναι η ελκυστικότητα ανάμεσα σε έναν αποφευκτικό και έναν συγχωνευμένο τύπο προσκόλλησης (Mikulincer & Shaver, 2016). Ο ένας τρέχει, ο άλλος κυνηγά. Ο ένας ζητά χώρο, ο άλλος πνίγεται στη σιωπή του κενού. Ο ένας ψάχνει την απόσταση στη σχέση, ο άλλος λαχταρά τη σύνδεση, τη συνύπαρξη, την ασφάλεια της σταθερής επαφής. Ο αποφευκτικός επιβεβαιώνει, άθελά του, την εγκατάλειψη που φοβάται ο συγχωνευμένος. Και ο συγχωνευμένος, με την έντονη διεκδίκηση, επιβεβαιώνει στον αποφευκτικό ότι η εγγύτητα είναι απειλητική. Έτσι διατηρούνται ζωντανές οι βαθύτερες ανασφάλειες και των δύο. Μια δυναμική που μοιάζει να τρέφεται από το τραύμα τους. Ένας χορός όπου κανείς δεν νιώθει πραγματικά ασφαλής, αλλά και κανείς δεν σταματά πρώτος τον ρυθμό… επειδή ποτέ δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει… επειδή φοβάται να το τολμήσει.

Και όμως, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, αυτή η σύγκρουση πολλές φορές είναι η κραυγή για θεραπεία. Το να δεις τον εαυτό σου μέσα από τον πόνο που ο Άλλος σου καθρεφτίζει, μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα προς την ελευθερία.

Η κοινωνία του «φαίνεσθαι» και ο φόβος της σύνδεσης

Σε μια εποχή που όλα κινούνται γρήγορα και η εικόνα προηγείται της ουσίας, παρατηρούμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να δυσκολεύονται να συνδεθούν πραγματικά. Πολλοί διατηρούν σχέσεις που μοιάζουν με δεσμούς, μα δεν έχουν το βάθος τους. Συνδέσεις που αρχίζουν βιαστικά και τελειώνουν πριν καν ριζώσουν. Κι όμως, κάτω από αυτή την επιφάνεια, κάτι κοινό τους ενώνει… ένα παλιό τραύμα που ποτέ δεν ειπώθηκε με λέξεις.

Τα παιδιά των δεκαετιών του ’90 και του 2000, παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στη συναισθηματική απόσταση, στην πίεση για υπεραπόδοση, και με φωνές που έλεγαν «μην είσαι ευαίσθητος», εξελίχθηκαν σε ενήλικες που μπαίνουν σε σχέσεις όχι για να αγαπήσουν, αλλά για να αντέξουν. Η σύνδεση για πολλούς δεν είναι πηγή χαράς, αλλά ένα ακόμα πεδίο μάχης επιβίωσης. Έρευνες δείχνουν ότι άτομα που μεγάλωσαν με φροντιστές συναισθηματικά απόμακρους, τείνουν στην ενήλικη ζωή να επιλέγουν συντρόφους με χαμηλή συναισθηματική διαθεσιμότητα και περιορισμένη ικανότητα ενσυναίσθησης, επαναλαμβάνοντας έτσι τα οικεία (αν και επώδυνα) μοτίβα σύνδεσης (Collins et al., 2020; Feeney & Noller, 1990).

Παράλληλα, πλήθος ερευνητικών δεδομένων καταγράφει ότι άτομα με αποφευκτικό τύπο προσκόλλησης εισέρχονται συχνά σε σχέσεις με επιφυλακτικότητα. Η εγγύτητα βιώνεται ως απειλή. Η συναισθηματική απόσυρση λειτουργεί ως άμυνα, ιδίως σε συνθήκες ψυχολογικής πίεσης ή όταν νιώθουν πως απειλείται η αυτονομία τους. Άλλες μελέτες δείχνουν ότι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα όπου η ευαλωτότητα θεωρούνταν αδυναμία, συχνά εμπλέκονται σε σχέσεις όχι από βαθιά επιθυμία για σύνδεση, αλλά για να αποφύγουν τη μοναξιά ή για να επιβεβαιώσουν την προσωπική τους αξία. Έτσι, η εγγύτητα αντί να προσφέρει ασφάλεια, δημιουργεί αμηχανία, άγχος και ψυχική απόσταση (Joel et al., 2018; Levy, Ellison, & Temes, 2022).

Αυτό που αναδύεται με συνέπεια είναι ότι, ανεξαρτήτως φύλου ή ταυτότητας, όταν οι πρώτοι δεσμοί της ζωής δεν έχουν χτιστεί πάνω σε ασφάλεια και συναισθηματική διαθεσιμότητα, τότε οι σχέσεις της ενήλικης ζωής συχνά γίνονται ο χώρος όπου αναπαριστώνται οι παλιές απουσίες, με νέα πρόσωπα αλλά τα ίδια σενάρια. Κι αυτό που μοιάζει με έρωτα, δεν είναι πάντα έλξη. Κάποιες φορές είναι απλώς η ανακούφιση του γνώριμου πόνου.

Ο κύκλος που επαναλαμβάνεται, μέχρι να τον σπάσουμε

Γιατί μένουμε σε σχέσεις που μας πονάνε; Γιατί επιστρέφουμε σε ανθρώπους που μας θυμίζουν την απουσία; Εδώ εμφανίζεται η έννοια του «οικείου πόνου» (familiar pain). Ο ψυχισμός προτιμά τον γνώριμο πόνο από τον άγνωστο παράδεισο. Αν το οικείο είναι η απόρριψη, το «σ' αγαπώ» μπορεί να είναι απειλή.

Κι όμως… αυτή η αφήγηση δεν είναι μοιραία. Καθένας μας διαθέτει ένα «εσωτερικό μοντέλο σχέσεων» (internal working model), μια νοητική αναπαράσταση του εαυτού και του Άλλου, η οποία διαμορφώθηκε μέσα από πρώιμες εμπειρίες (Bretherton & Munholland, 2008). Αν αυτός ο χάρτης λέει: «δεν είμαι άξιος αγάπης», θα απορρίψουμε την αγάπη πριν προλάβει να ριζώσει. Η επιστήμη όμως μάς δείχνει πως οι χάρτες αλλάζουν. Οι ενήλικες μπορούν, μέσω ασφαλών σχέσεων και ψυχοθεραπευτικής διεργασίας, να αναδομήσουν το εσωτερικό τους μοντέλο. Το πρώτο βήμα δεν είναι να βρούμε τον «σωστό» άνθρωπο, αλλά να στραφούμε προς τα μέσα. Να αναγνωρίσουμε τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται, τις ασυνείδητες έλξεις, τις παιδικές εμπειρίες που εξακολουθούν να καθορίζουν τον τρόπο που αγαπάμε και συνδεόμαστε (Fraley et al., 2022).

Κλείσιμο χωρίς τελεία: Όταν οι σχέσεις μένουν στο εκκρεμές

Ξέρουμε να λέμε αντίο; 

Υπάρχει κάτι που μας φοβίζει βαθιά στο να τελειώνουμε. Όχι μονάχα οι σχέσεις, αλλά το να φτάνουμε στο τέρμα, να θέτουμε όρια, να αφήνουμε, να αποχαιρετούμε. Κι έτσι, συχνά, δεν τελειώνουμε τις σχέσεις. Τις εγκαταλείπουμε. Τις ξεφτίζουμε. Τις αφήνουμε να λιμνάζουν σε μια αδιευκρίνιστη σιωπή, όπου η αλήθεια δεν λέγεται, δεν κατονομάζεται, δεν θρηνείται. Φεύγουμε χωρίς εξήγηση ή μένουμε ενώ ξέρουμε ότι δεν ανήκουμε πια εκεί.

Δεν έχουμε μάθει να λέμε «τέλος» με τρόπο ανθρώπινο. Γιατί το τέλος, για να είναι υγιές, χρειάζεται θάρρος. Χρειάζεται ειλικρίνεια, όχι μόνο προς τον άλλον, αλλά και προς τον εαυτό μας. Και σε έναν κόσμο που εκπαιδεύει στην επίδοση και στο «φαίνεσθαι», αλλά όχι στο συναισθάνεσθαι, αυτή η ειλικρίνεια μοιάζει απειλητική, και καμιά φορά είναι άγνωστη. 

Η εξαφάνιση, η απόσυρση χωρίς εξήγηση, έχει μελετηθεί ως σύγχρονο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο, ιδίως σε ψηφιακά περιβάλλοντα. Συνδέεται με αποφευκτικό στυλ προσκόλλησης, δυσκολία ρύθμισης ενοχικών συναισθημάτων και χαμηλή ανεκτικότητα στη δυσφορία του άλλου (LeFebvre et al., 2019). Από την άλλη, η παραμονή σε σχέσεις που έχουν ουσιαστικά λήξει, και όμως συνεχίζονται, σχετίζεται με φόβο μοναξιάς, δυσκολία αποχωρισμού και, σε πολλές περιπτώσεις, με έναν παλαιότερο πόνο εγκατάλειψης (Joel et al., 2018).

Τελικά, ίσως να μην είναι το τέλος που μας πονά τόσο, όσο η ανάληψη της ευθύνης που αυτό απαιτεί. Γιατί το να λες «φεύγω» με σεβασμό και καθαρότητα, σημαίνει πως βλέπεις τον άλλον όχι ως εμπόδιο ή καθρέφτη των φόβων σου, αλλά ως ολόκληρη ύπαρξη. Κι αυτό είναι μια πράξη ωριμότητας. Ένας τρόπος να κλείσεις μια πόρτα, χωρίς να τη βροντήξεις, μα και χωρίς να την αφήσεις μισάνοιχτη.

 

Δρ. Ιφιγένεια Στυλιανού

Κλινική Ψυχολόγος, Σχολική Ψυχολόγος