Η πρόθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), να φιλοξενήσει τον Απρίλιο του 2026 μια ευρείας κλίμακας διεθνή σύνοδο κορυφής αφιερωμένη στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στην ευρύτερη περιφέρεια, συνιστά μια από τις πιο φιλόδοξες διπλωματικές πρωτοβουλίες των τελευταίων δεκαετιών. Η επιλογή της Κύπρου ως τόπου διεξαγωγής ενός τέτοιου πολυμερούς φόρουμ δεν είναι τυχαία και εντάσσεται στην προσπάθεια της Λευκωσίας να αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό της ρόλο, να εδραιώσει την εικόνα της ως παράγοντα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και να διαμορφώσει συνθήκες εμβάθυνσης των σχέσεων της με περιφερειακούς και παγκόσμιους παίκτες. Τη στιγμή που η Μέση Ανατολή παραμένει μια εύφλεκτη γεωπολιτική ζώνη, με τις επιπτώσεις της σύγκρουσης Ισραήλ-Ιράν, τις διαρκείς εντάσεις στον Λίβανο και τη Συρία, και την απειλή ευρύτερης ανάφλεξης να καραδοκεί, η Κύπρος μπορεί να προβληθεί ως φυσικός κόμβος συνάντησης και διαλόγου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η συμμετοχή ηγετών από κράτη της ΕΕ, της Μέσης Ανατολής, των Αραβικών Χωρών, του Ισραήλ, των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμη και της Τουρκίας – με την πιθανότητα να προσκληθεί και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ενισχύει τη διεθνή ακτινοβολία της πρωτοβουλίας, αλλά ταυτόχρονα καθιστά πιο περίπλοκες τις διπλωματικές της προεκτάσεις.

Η φιλοξενία ενός διεθνούς φόρουμ τέτοιου βεληνεκούς δημιουργεί πολλαπλές ευκαιρίες. Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να εδραιώσει τη θέση της ως αξιόπιστου εταίρου της ΕΕ σε μια περιοχή κρίσιμης σημασίας για την ενεργειακή και στρατηγική πολιτική της Ένωσης, να ενισχύσει τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο που αναζητά νέα σχήματα περιφερειακής συνεννόησης, και ταυτόχρονα να προβάλει τον σταθεροποιητικό της ρόλο σε μια εποχή αποσταθεροποίησης. Η επιτυχία μιας τέτοιας συνόδου μπορεί να έχει έμμεσες θετικές επιπτώσεις και στο ίδιο το Κυπριακό, αφού η ενίσχυση του διεθνούς προφίλ της Κυπριακής Δημοκρατίας ενδέχεται να δυσκολέψει περαιτέρω τις προσπάθειες της Τουρκίας να προωθήσει τη γραμμή της αναγνώρισης του ψευδοκράτους ή της θεσμικής εξίσωσης των Τουρκοκυπρίων με το διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος. Εξίσου σημαντικό, η ίδια η επαναφορά του Κυπριακού στην ατζέντα ενός τέτοιου πολυμερούς διαλόγου, με την εμπλοκή διεθνών παραγόντων και θεσμών όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ, μπορεί να ξαναθέσει το πρόβλημα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της ανάγκης δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης.

Ωστόσο, η εμπλοκή της Τουρκίας – και ιδίως η ενδεχόμενη παρουσία του Ερντογάν – εγείρει κρίσιμα ερωτήματα στρατηγικού χαρακτήρα. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει επανειλημμένα εργαλειοποιήσει διεθνή φόρα για την προβολή των θέσεων του περί δύο κρατών στην Κύπρο και για τη σταδιακή εξοικείωση της διεθνούς κοινότητας με την παρουσία της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα του νησιού ως μια μορφή de facto κατοχής με de jure χαρακτηριστικά. Η έλευσή του στην Κύπρο, εφόσον δεν τεθεί σε σαφές θεσμικό και διπλωματικό πλαίσιο, ενδέχεται να αξιοποιηθεί από την τουρκική προπαγάνδα ως εργαλείο απονομιμοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα εάν συνοδευτεί με επισκέψεις στα κατεχόμενα ή επαφές με Τουρκοκύπριους αξιωματούχους υπό τη λεγόμενη «κρατική ιδιότητα». Εξίσου σοβαρός είναι ο κίνδυνος να παρουσιαστεί η συμμετοχή του Ερντογάν ως αναγνώριση ενός είδους «ισότιμου συνομιλητή» στην Κύπρο, με την τουρκική διπλωματία να επιχειρεί να θολώσει τα όρια μεταξύ του κράτους-μέλους της ΕΕ και μιας οντότητας που μόνο η Άγκυρα αναγνωρίζει.

Απέναντι σ’ αυτούς τους κινδύνους, η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να κινηθεί με υψηλή διπλωματική ακρίβεια και σαφή στρατηγική. Η συμμετοχή της Τουρκίας στη σύνοδο μπορεί να είναι ωφέλιμη μόνο εάν τεθεί εξαρχής υπό αυστηρές προϋποθέσεις: ότι η παρουσία της δεν θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς προπαγάνδας ή προβολής του ψευδοκράτους. Ότι η άφιξη και αναχώρηση θα γίνει από νόμιμα, επίσημα και αναγνωρισμένα αεροδρόμια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ότι κάθε επαφή με Τουρκοκυπρίους θα τελεί υπό την αιγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Και τέλος, ότι η θεματολογία της συνόδου θα περιλαμβάνει ρητά και το Κυπριακό ως ανοιχτό ζήτημα διεθνούς νομιμότητας. Ταυτόχρονα, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να διασφαλίσει εκ των προτέρων τη στήριξη ισχυρών κρατών – της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, ενδεχομένως και των ΗΠΑ – ώστε να θωρακίσει τη θέση της και να προλάβει οποιονδήποτε αιφνιδιασμό. Η πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως κίνδυνος που αποκλείει την εμπλοκή της, αλλά ως παράγοντας που απαιτεί σοβαρή προετοιμασία, πολιτική συνοχή, έλεγχο των συμβολισμών και συνεχή διπλωματική παρακολούθηση.

Αν αυτά τα εχέγγυα εξασφαλιστούν, τότε η συμμετοχή του Τούρκου προέδρου θα μπορούσε, ενδεχομένως, να προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία επανέναρξης των διαύλων επικοινωνίας, όχι υπό τη μορφή διαπραγματεύσεων, αλλά ως μια συμβολική έστω έμμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναγνώριση της ανάγκης επανέναρξης του διαλόγου υπό όρους διεθνούς νομιμότητας. Ενδέχεται ακόμη να προσφέρει τη δυνατότητα να τεθεί το Κυπριακό στο επίκεντρο μιας ευρύτερης περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφάλειας που διαμορφώνεται σταδιακά στη Μέση Ανατολή. Με την παρουσία ηγετών από τον αραβικό κόσμο, το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, τη

Γαλλία και άλλους ευρωπαίους εταίρους, η Κύπρος μπορεί να αξιοποιήσει τη σύνοδο για να επανατοποθετήσει το Κυπριακό όχι μόνο ως ελληνοτουρκική διένεξη, αλλά και ως μέρος της ευρύτερης αρχής της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και του διεθνούς δικαίου.

Αντίστροφα, σε περίπτωση που παρατηρηθεί ολιγωρία, απουσία σαφών όρων ή υποτίμηση της τουρκικής στρατηγικής, τότε η σύνοδος κινδυνεύει να καταστεί διπλωματικό ολίσθημα. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι είναι εξαιρετικά επιδέξια στην επικοινωνιακή εργαλειοποίηση θεσμικών ευκαιριών και δεν θα διστάσει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να παγιώσει την εικόνα ενός «ντε φάκτο» νέου status quo στο νησί. Η Κυπριακή Δημοκρατία, που δικαίως επιδιώκει τη διεθνή της αναβάθμιση, πρέπει να αποφύγει να γίνει το σκηνικό στο οποίο θα παιχτεί η επόμενη πράξη της τουρκικής στρατηγικής αποσταθεροποίησης.

Συμπερασματικά, η πρόκληση είναι τεράστια, αλλά και η ευκαιρία μοναδική. Ο τρόπος με τον οποίο θα οργανωθεί και θα διαχειριστεί η σύνοδος θα καθορίσει όχι μόνο το πολιτικό της αποτύπωμα αλλά και τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στον περιφερειακό και διεθνή χάρτη τα επόμενα χρόνια. Αν η Λευκωσία κινηθεί με διπλωματική συνέπεια, θεσμική σοβαρότητα και γεωπολιτική διορατικότητα, τότε η σύνοδος μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής. Διαφορετικά, θα προστεθεί στις αχαρτογράφητες παγίδες μιας εξωτερικής πολιτικής που υποτιμά τους κινδύνους της αμφισημίας.

*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.