Tο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 14 Μαΐου 2025, εξέδωσε απόφαση κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πολύκροτη υπόθεση «Pfizergate». Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση της Επιτροπής να δώσει πρόσβαση σε γραπτά μηνύματα μεταξύ της Προέδρου της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και του Γενικού Διευθυντή της Pfizer, ύστερα από σχετικό αίτημα της δημοσιογράφου των New York Times, Μαρτίνα Στέβη.

Τα μηνύματα και ανεπαρκής τεκμηρίωση

Σύμφωνα με το Άρθρο 2(1) του Κανονισμού 1049/2001, κάθε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των Θεσμών στο πλαίσιο της διαφάνειας. Επιπλέον, με βάση το Άρθρο 2(3), ακόμη και γραπτά μηνύματα σε κινητά τηλέφωνα εμπίπτουν σε αυτό το πλαίσιο, εφόσον χρησιμοποιούνται για υπηρεσιακούς σκοπούς της ΕΕ.

Η Επιτροπή δικαιολόγησε την άρνησή της ισχυριζόμενη ότι δεν είχε στην κατοχή της τα εν λόγω μηνύματα. Ωστόσο, έπειτα από αποκαλύψεις και αποδείξεις για την ύπαρξή τους, που παρουσίασαν οι New York Times, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν τεκμηρίωσε επαρκώς την απουσία των εγγράφων από την κατοχή της. Επιπλέον, δεν ξεκαθάρισε αν τα μηνύματα διεγράφησαν και εάν ναι, αν αυτό έγινε σκόπιμα ή αυτόματα, ούτε αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε αντικατασταθεί στο μεταξύ.

Επιτηδευμένο ή γραφειοκρατικό λάθος

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί την πρόσβαση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει έφεση εντός δύο μηνών, δήλωσε ότι σέβεται την απόφαση και θα την λάβει υπόψη, προαναγγέλλοντας ότι θα εκδώσει νέα απόφαση.

Με άλλα λόγια, μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που ενεργεί ως «θεσμικός κριτής», η Επιτροπή βρέθηκε «με την πλάτη στον τοίχο». Επομένως, η Επιτροπή είτε είπε ψέματα για την ύπαρξη των επίμαχων εγγράφων είτε δεν έψαξε αρκετά για την εξεύρεσή τους διότι, μάλλον, δεν περίμενε ότι η New York Times θα είχε επαρκείς αποδείξεις. Είτε η μία περίπτωση να έγινε είτε η άλλη, δεν εκτέθηκε μόνο η Επιτροπή, αλλά, κυρίως, η Πρόεδρός της στα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών. Η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς κλονίζεται πιο πολύ από ποτέ. Ως εκ τούτου η Επιτροπή καλείται να απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα: Γιατί ισχυρίστηκε πως δεν διαθέτει τα μηνύματα; Ήταν απλώς γραφειοκρατικό ή επιτηδευμένο λάθος; Μήπως το περιεχόμενό τους υποδείκνυε σκάνδαλο ή ενδεχόμενη διαφθορά στις συμφωνίες μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του γενικού Διευθυντή της Pfizer; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει αποκρύψει και στο παρελθόν έγγραφα, δηλώνοντας ψευδώς πως δεν τα έχει;

Συγκάλυψη

Αυτά τα ερωτήματα ανοίγουν την πόρτα στην πιθανότητα συγκάλυψης και γεννούν σοβαρές υποψίες για τη συμμετοχή της ηγεσίας της Επιτροπής σε σκοτεινές υποθέσεις. Το μόνο που απομένει τώρα είναι να δούμε τι απόφαση θα εκδώσει η Επιτροπή και πώς θα αντιδράσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως ο εποπτικός της Θεσμός. Μπορεί, άραγε, να μαζέψει τα σπασμένα; Ή οι θεσμοί της ΕΕ και η ίδια θα μπουν σε έναν φαύλο κύκλο;