Το θέμα των «αγνοουμένων» από την τουρκική εισβολή του 1974 είναι  πολυσύνθετο και εξακολουθεί να επηρεάζει τις ζωές κυρίως των συγγενών τους από νομική, πολιτική, κοινωνική και ιστορική άποψη. 

Μισό αιώνα μετά, οι μισοί «αγνοούμενοι» δεν έχουν βρεθεί και αυτός δεν είναι ο μοναδικός λόγος που το θέμα παραμένει άλυτο. Η στάση που κρατά η Τουρκία απέναντι σε αυτό το κατεξοχήν ανθρωπιστικό ζήτημα δείχνει ότι εδώ υπεισέρχονται και άλλοι πολιτικοί κυρίως παράγοντες.

Από νομική άποψη χωρίς λείψανα ο θάνατος είναι ανεπιβεβαίωτος εξ' ου και οι αλλεπάλληλες διακρατικές προσφυγές (υπ’ αρ. 67801/74, 6950/75, 8007/77, 25781/94) που πέτυχαν την επίρριψη της ευθύνης αποκλειστικά στην Τουρκία για την τύχη των «αγνοουμένων». Οι συνακόλουθες εκθέσεις των θεσμικών οργάνων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) προσκρούουν στην πολιτική αδιαλλαξίας της Τουρκίας που αρνείται να λογοδοτήσει για τους «αγνοουμένους» στο σύνολό τους προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι σκοτώθηκαν στις μάχες με αποτέλεσμα οι παραβιάσεις της Τουρκίας να μην αναγνωρίζονται ως εγκλήματα πολέμου.

Από πλευράς μας η επίσημη πληροφόρηση είναι ελλιπής και ο κατάλογος «αγνοουμένων» δεν είχε καταρτιστεί πριν από το 2000 ούτε και κάνει μέχρι σήμερα ταξινόμηση δηλωμένων και αδηλώτων αιχμαλώτων. Ως εκ τούτου οι ατομικές προσφυγές είναι μετρημένες. Ενώ οι διακρατικές προσφυγές απέφεραν σημαντικές αποφάσεις, όμως δεν βρίσκονται στο προσκήνιο της επικαιρότητας ούτε και αξιοποιούνται διεθνώς .

Από κοινωνική άποψη οι συγγενείς των «αγνοουμένων» ζουν καθημερινά μια παρατεταμένη αγωνία κι αφέθηκαν αβοήθητοι να βιώνουν τραυματικά το γεγονός της ανεπίσημης απώλειας με ανάμεικτα συναισθήματα άρνησης και αποδοχής, αφού ουσιαστικά δεν απαλλάσσονται από το βαθύτατο ψυχικό πόνο στερούμενοι επί μισό αιώνα εκτός από τους ανθρώπους τους, θερμής συμπαράστασης από την πολιτεία που συνεπάγεται τη διεκπεραίωση δηλωτικής διαδικασίας πένθους και αποκατάστασης της αδικίας.  

Ο όρος «αγνοούμενοι» συμπεριλαμβάνει στρατιωτικούς και πολίτες, γέρους, γυναικόπαιδα και βρέφη, ασθενείς και τραυματίες, δηλωμένους και αδήλωτους αιχμαλώτους που συνελήφθησαν γύρω από τα πεδία των μαχών, κρατήθηκαν, βασανίστηκαν ή/και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. 

Τόσο ο διεθνής όσο και ο κυπριακός τύπος της εποχής κάνουν αναφορά σε εκατοντάδες αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι είχαν κρατηθεί πριν μεταφερθούν σε φυλακές στην Τουρκία. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός (ΔΕΣ) είχε αναλάβει ανθρωπιστική δράση στις 31.7.1974 και λίγες μέρες μετά έδωσε στη δημοσιότητα τους πρώτους καταλόγους κρατουμένων από τους τούρκους εισβολείς. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1974 ανακοινώνεται στον ημερήσιο τύπο η συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων μεταξύ Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς.

Από τις 16 Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 28 Οκτωβρίου 1974 απελευθερώθηκε αριθμός αιχμαλώτων. Η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου έχει ορίσει την 29η Οκτωβρίου κάθε έτους ως Ημέρα Αγνοουμένων. Πλανάται η εντύπωση ότι η ημερομηνία αυτή του 1974 ήταν η επομένη της ημέρας κατά την οποία αφέθηκαν ελεύθεροι και οι τελευταίοι αιχμάλωτοι από τον τουρκικό στρατό· ωστόσο εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι άγνωστη η τύχη εκατοντάδων «αγνοουμένων», και αιχμαλώτων πολέμου συμπεριλαμβανομένων. Συνεπώς η  Ημέρα των Αγνοουμένων πρέπει να θυμίζει το ανεξόφλητο χρέος σε συνδυασμό με την 30ή Αυγούστου, Παγκόσμια Ημέρα Εξαφανισθέντων.Από ιστορική άποψη εκτός από πολυσήμαντος ο όρος «αγνοούμενος» είναι και βαρυσήμαντος, αφού πέρασε μισός αιώνας ανεκπλήρωτου νομικού, πολιτικού και ηθικού καθήκοντος προς τους αιχμαλώτους πολέμου του 1974 που δεν επέστρεψαν. 

H απόκρυψη κρατουμένων είναι απόκρυψη της ιστορικής αλήθειας.

O αδερφός μου, έφεδρος καταδρομέας της 33 ΜΚ, συγκαταλέγεται στους αιχμαλώτους πολέμου που δεν επέστρεψαν. Το προσωπικό βίωμα που έχω από το θέμα των αιχμαλώτων πολέμου που δεν επέστρεψαν με οδήγησε σε μια μακροχρόνια έρευνα, για να διακριβώσω τις συνθήκες που περιβάλλουν τη βίαιη εξαφάνιση του αδερφού μου, καθώς επίσης και αριθμού δηλωμένων αιχμαλώτων.

Πρώτα έλαβα γνώση μιας μαρτυρίας για εμφάνιση του ονόματoς του αδερφού μου σε ανηρτημένο κατάλογο αιχμαλώτων που επιβεβαίωσα αργότερα βάσει ανακοίνωσης του ΔΕΣ που δημοσίευσε ο ημερήσιος τύπος της 3ης Αυγούστου του 1974. Καμία άλλη αναφορά στην αιχμαλωσία του δεν υπήρχε στο φάκελό του στην Υπηρεσία Αγνοουμένων (ΥΑ). Κανένας ούτε ο ΔΕΣ ούτε και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έδωσαν συνέχεια, παρόλον που τους απηύθηνα επιστολές. Αντίθετα η ΥΑ προέκρινε και προώθησε στη Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) την εκδοχή πιθανού θανάτου του αδερφού μου στο πεδίο της μάχης.    

Όντας αποφασισμένη να προτάξω το καθήκον και όχι την οδυνηρή εμπειρία στην προσπάθειά μου να εντοπίσω τα ίχνη του αδερφού μου συνέλεξα πληροφορίες που αποτέλεσαν μαρτυρίες και τεκμήρια στο πλαίσιο της ατομικής προσφυγής μου στο ΕΔΑΔ (2000-2009). Συνεπώς αντιθέτω σημαντικά στοιχεία στην επίσημη εκδοχή πιθανού θανάτου του αδερφού μου στο πεδίο της μάχης. Αν και η αίτησή μου κατάφερε να επιστήσει την προσοχή του Δικαστηρίου στις ομοιότητες με την υπόθεση ΒΑΡΝΑΒΑΣ & ΑΛΛΟΙ vs. Τουρκία και να θίξει το γενικότερο πρόβλημα της αιχμαλωσίας, όμως κρίθηκε εκπρόθεσμη ότι δηλαδή δεν υπέβαλα έγκαιρα καταγγελία εξαφάνισης χωρίς να συνεκτιμάται ότι έπρεπε να ελέγξω μόνη μου την αλήθεια των πληροφοριών. 

Ο κανόνας του εξαμήνου (από τις 28 Ιανουαρίου 1987 ημέρα που η Τουρκία αποδέχθηκε το δικαίωμα ατομικής προσφυγής) εντός του οποίου γίνονταν δεκτές οι καταγγελίες εξαφάνισης φαίνεται λοιπόν ότι λειτουργεί ανασταλτικά δεδομένου ότι παρατηρείται κωλυσιεργία. Η Τουρκία απεκδυόμενη κάθε ευθύνης σκόπιμα επιχειρεί μετάθεση ευθυνών στη διακοινοτική ΔΕΑ, η οποία όμως περιορίζεται σε εκταφή, ταυτοποίηση και ανακομιδή λειψάνων, αφού δεν έχει εντολή έρευνας των συνθηκών εξαφάνισης των «αγνοουμένων» στην Κύπρο πόσο μάλλον στην ίδια την Τουρκία.

Εξάλλου, αν και η ΔΕΑ συστάθηκε το 1981, δεκαέξι χρόνια αργότερα (1997) οι Γλ. Κληρίδης και Ρ. Ντενκτάς υπό την αιγίδα του ΟΗΕ συμφωνούν στην ανταλλαγή πληροφοριών αναφορικά με τους χώρους ταφής και για επιστροφή των λειψάνων ενώ οι εργασίες της ΔΕΑ για τις εκταφές, την ταυτοποίηση και την επιστροφή των λειψάνων άρχισαν το 2006.

Η ΔΕΑ στην οποία έχω απευθυνθεί επανειλημμένως αρνείται το ενδεχόμενο αιχμαλωσίας του αδερφού μου, αλλά εντελώς πρόσφατα απάντησε στους δικηγόρους μου ότι επρόκειτο να αποταθεί στο ΔΕΣ για περαιτέρω εξέταση. Διερωτώμαι αν η τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου δεν αντιφάσκει προς την απόφασή του ότι οι παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ) εκ μέρους της Τουρκίας είναι συνεχείς και αν η όψιμη απάντηση της ΔΕΑ συνιστά σιωπηρή αποδοχή αιχμαλωσίας του αδερφού μου.

Το σημερινό καθεστώς των «αγνοουμένων» μας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τη μη εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Τουρκίας, η οποία συνδιαλέγεται σκοπίμως με όρους διακοινοτικής διαφοράς. Τούτο ακριβώς άπτεται της ουσίας του θέματος που αφορά στην αποκατάσταση της ευρωπαϊκής και της διεθνούς νομιμότητας στην ημικατεχόμενη πατρίδα μας δηλαδή, εάν γίνεται να επιτευχθεί, χωρίς την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. 

Η Τέταρτη Διακρατική προσφυγή της Κυπριακής Δημοκρατίας εναντίον της Τουρκίας, του Μαΐου του 2001 έχει διαπιστώσει παραβιάσεις της ΕΣΑΔ αναφορικά με όλα τα «αγνοούμενα» πρόσωπα. Για την υπόθεση ΒΑΡΝΑΒΑΣ & ΑΛΛΟΙ vs. Τουρκία το Δικαστήριο αποφάσισε στις 18 Σεπτεμβρίου 2009 . Έκτοτε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ως το εκτελεστικό όργανο του ΣτΕ με αρμοδιότητα στην εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΑΔ είναι σε θέση να ασκήσει πολιτική πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. 

Παρ΄ όλα αυτά  οι παραβιάσεις της Τουρκίας δεν αναγνωρίζονται ως εγκλήματα πολέμου χωρίς την άσκηση της δικαιοδοσίας διεθνούς ποινικού δικαστηρίου. Είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι η ατιμωρησία της Τουρκίας που εκτρέφει την αιμοσταγή υπεροψία της, αλλά όμως τα κοινά συμφέροντα με τις χώρες που την υποστηρίζουν. Έτσι, η Τουρκία παραβαίνει τους  κανόνες δικαίου της ΕΣΑΔ και τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που και η ίδια συνυπέγραψε ακολουθώντας τακτική συνεχών καταστρατηγήσεων με αποτέλεσμα να καταφέρνει βαρύ πλήγμα στον πυρήνα του διεθνούς δικαιοκρατικού συστήματος, δηλαδή στις πανανθρώπινες αξίες.

Συμπερασματικά οι εκάστοτε πολιτικοί χειρισμοί έχουν διαμορφώσει μια συγκεχυμένη κατάσταση δικαίου και αδίκου όπου το θέμα των «αγνοουμένων» δεν επιτρέπεται να λήξει άδοξα. Διότι βέβαια από τη μη τήρηση της ευρωπαϊκής και της διεθνούς νομιμότητας διακυβεύεται το μέλλον των μικρών κρατών και απειλείται η ίδια η ηθική επιβίωση της ανθρωπότητας. Η παρούσα εισήγηση θέτει υπό κρίση τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, αλλά και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των «αγνοουμένων» και των συγγενών τους.  

 

*Ερευνήτρια-Συγγραφέας

*Παρουσίαση στο συνέδριο με τίτλο 1974-2024: Πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο που διοργανώσαν το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος που έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις 4-6 Οκτωβρίου 2024.