Μια διαφορά 2,389 εκατομμυρίων ευρώ η οποία θα έπρεπε να λογισθεί υπέρ των παλιών μετόχων της Τράπεζας Κύπρου, ώστε να μην χάσουν το 99% της συμμετοχής τους αλλά μόνον το 40%, εντόπισε μελέτη οικονομικών αναλυτών στον «Ενοποιημένο Αρχικό Ισολογισμό του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου». Ο ισολογισμός αυτός ετοιμάσθηκε και δημοσιοποιήθηκε, όπως είναι γνωστό, στις 16 Μαΐου 2013 από την Κεντρική Τράπεζα.
Η μη συμπερίληψη των 2,4 σχεδόν δισεκατομμύριων, στον ισολογισμό, αποβαίνει σε βάρος των παλαιών μετόχων οι οποίοι σήμερα έχουν μείνει με συμμετοχή στην Τράπεζα της τάξης του 0,6% αντί του 26% που θα είχαν, αν ελαμβάνετο υπόψην το ποσόν αυτό.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την μελέτη, στον ισολογισμό της Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Μαΐο, φαίνεται ότι η τράπεζα αυτή έχει καθαρά δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες, της τάξης των 16,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στην στήλη του ίδιου ισολογισμού και κάτω από τον τίτλο «Μεταφερόμενος Ισολογισμός Λαϊκής», φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν από τη Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου, καθαρά δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες, ύψους 8,966 εκατομμύριων (8,9 δισεκατομμύρια).Το ποσόν αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στον ακριβή αριθμό ο οποίος θα έπρεπε να φαίνεται ως μεταφερόμενος, επειδή ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος κατά 2,4 δις όπως προαναφέραμε. Θα έπρεπε με βάση την έρευνα ο μεταφερόμενος αριθμός να ήταν 11,335 εκατομμύρια. Κι αυτό διότι:
Όπως έγινε με την Τράπεζα Πειραιώς
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας της PIMCO η Λαϊκή βρέθηκε ότι χρειαζόταν 4522 εκατομμύρια για την ανακεφαλαιοποιηση της λόγω αναμενόμενων μελλοντικών ζημιών.
Για σκοπούς υπολογισμού της αξίας που η Λαϊκή είχε, όταν πωλήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου, όπως συνάγεται από τον ισολογισμό που ετοίμασε η Κεντρική, αφαιρέθηκε από τα 4,5 δις, ( που βρήκε η PIMCO) ποσόν της τάξης των 1,733 εκατομμύριων υπό τη μορφή αναμενόμενων μελλοντικών ζημιών, όταν η Λαϊκή πωλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς. Αναγνωρίσθηκαν επίσης και αφαιρέθηκαν 400 εκατομμύρια ως υποτιθέμενες ζημιές τις οποίες αναμενόταν ότι θα είχε υποστεί η Λαϊκή από τον Ιούλιο, όταν δηλαδή άρχισε η έρευνα της PIMCO μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
Το υπόλοιπο ποσόν μέχρι τα 4,522 εκατομμύρια που βρήκε η PIMCO για τη Λαϊκή, είναι 2389 εκατομμύρια. Το ποσόν αυτό θα έπρεπε κανονικά να μεταφερθεί στην Τράπεζα Κύπρου και να λογισθεί ως αναπόσπαστο μέρος των αποτελεσμάτων υπο μορφήν κέρδους και κατά συνέπειαν μέρος των κεφαλαίων των προηγούμενων μετόχων. Αυτό δηλαδή το οποίο έπραξε και η Τράπεζα Πειραιώς με την εξαγορά των χαρτοφυλακίων των τριών κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα όπου αναγνώρισε κέρδος προς όφελος των ιδιοκτητών της, ύψους 3,4 δις.
Αντί 0,6% έπρεπε να ήταν 26%
Τα 2,389 εκατομμύρια θα έπρεπε λοιπόν με βάση την έρευνα, να υπολογισθούν ώστε τελικά να είναι περισσότερα τα στοιχεία ενεργητικού (δάνεια) που πήρε η Τράπεζα Κύπρου από τη Λαϊκή και αυτά να αποτελέσουν όφελος για τους παλιούς μετόχους. Σε τέτοια περίπτωση οι παλιοί μέτοχοι θα είχαν το όφελος των 2,389 εκατομμυρίων από αυτή την πράξη με αποτέλεσμα, αντί να έχουν σήμερα μόλις 0,6% των μετοχών τους, να είχαν 26%.
Στο ισολογισμό της Κεντρικής Τράπεζας φαίνεται ότι η Τράπεζα Κύπρου έχει, όπως προαναφέραμε, καθαρά δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες, της τάξης των 16,7 δισεκατομμυρίων. Στο ποσόν αυτό όμως είναι υπολογισμένες οι αναμενόμενες μελλοντικές ζημιές, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας της PIMCO γεγονός το οποίο καθιστά τον μεταφερόμενο ισολογισμό της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου λανθασμένο κατά το ποσόν αυτό.
Αυτό κάνει τους αριθμούς των δανείων των δυο τραπεζών, να μην είναι συγκρίσιμοι, ακριβώς επειδή από τη Λαϊκή αφαιρέθηκαν οι αναμενόμενες μελλοντικές ζημιές (για τους σκοπούς της πώλησης της στην Τράπεζα Κύπρου) ενώ από την Τράπεζα Κύπρου δεν είναι αφαιρεμένες οι ζημιές αυτές καθώς αντιπροσωπεύουν υπολογιζόμενες μελλοντικές ζημιές. Και τούτο διότι για την Τράπεζα Κύπρου δεν υπήρχε ανάγκη αφαίρεσης, από τη στιγμή που συνεχίζει τις εργασίες της και άρα οι οποιεσδήποτε αναμενόμενες μελλοντικές ζημιές μπορούν να απορροφηθούν από τα αναμενόμενα μελλοντικά κέρδη.
Το τελικό ποσόν των 2,389 εκατομμυρίων που αφαιρέθηκε από τη Λαϊκή, το οποίο δεν θα έπρεπε να αφαιρεθεί για να μπορούν να είναι συγκρίσιμοι οι ισολογισμοί των δύο τραπεζών, ανήκει σύμφωνα με την μελέτη των ειδικών, στους παλιούς μετόχους της Τράπεζας Κύπρου. Θα έπρεπε δηλαδή τα «καθαρά δάνεια και απαιτήσεις» που μεταφέρθηκαν από τη Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου να είναι 11,355 εκατομμύρια.
Μειωμένη και η συμμετοχή της Λαϊκής από το 18% στο 11%
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις μας επί της μελέτης των ειδικών, μας ελέχθη ότι το ποσόν των 2,4 δισεκατομμυρίων (2,389 εκ. κατʼ ακρίβειαν), ανήκει στους παλιούς μετόχους της Τράπεζας Κύπρου οι οποίοι χάνουν -με τον τρόπο που έγινε ο ισολογισμός- το 99% των μετοχών τους, αντί το 40%.
Το ίδιο και ισχύει και για τους κατόχους αξιογράφων οι οποίοι με βάση τον ισολογισμό που ετοίμασε η Κεντρική Τράπεζα χάνουν το 99% των κεφαλαίων τους. Καμία ζημιά επί του κεφαλαίου τους, δεν προκύπτει για τους κατόχους αξιογράφων με βάση τον ορθό μεταφερόμενο ισολογισμό της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου. Εξήγησαν επί τούτου:
«Με το να τους αποδοθεί το ποσόν των 2,4 δις μειώνεται κατά 40% το κεφάλαιο των μετόχων, αντί 99% και καθόλου των κατόχων αξιογράφων. Με την μη απόδοση των 2,4 δις μειώθηκε το κεφάλαιο και των δυο αυτών κατηγοριών κατά 99%. Αντί δηλαδή η συμμετοχή των παλιών μετόχων να είναι 0,6% όπως είναι σήμερα, θα έπρεπε να είναι 26% στο νέο σχήμα. Επίσης ο υπολογισμός του ποσού των 2,4 δις θα μείωνε το ποσοστό της συμμετοχής της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου, από 18% που έχει υπολογισθεί σήμερα, στο 11%. Τέλος το ποσοστό συμμετοχής των κουρεμένων καταθετών στην Τράπεζα Κύπρου θα ήταν 63% αντί 81%.»
Η μελέτη των ειδικών προχώρησε και στον υπολογισμό της συμμετοχής την οποία θα έπρεπε να έχει η Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου και η οποία περιορίζεται με βάση όλα τα πιο πάνω, στο 11% από το 18% που είναι σήμερα.
Τι μας είπε η Τράπεζα Κύπρου
Τις διαπιστώσεις αυτές θέσαμε υπόψην του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου Σοφοκλή Μιχαηλίδη ο οποίος μας είπε πως η πολυπλοκότητα του θέματος καθώς οι εξειδικευμένες λεπτομέρειες που πρέπει να ληφθούν υπόψην για όλους τους πιο πάνω υπολογισμούς επιβάλλει συζήτηση με τους ελεγκτές της Τράπεζας καθώς και με τον εκτελεστικό διευθυντή της Χρήστο Σορώτο.
Το θέμα επιδιώξαμε να συζητήσουμε χθες βράδυ και με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκο Δημητριάδη, η τηλεφωνική κλήση όμως προωθήθηκε στο φωνοκιβώτιο του. Γραπτό μήνυμα το οποίο του αποστείλαμε παρέμεινε μέχρι αργά το βράδυ αναπάντητο.