Ωρολογιακή βόμβα στα κυπριακά Ταμεία Προνοίας έβαλαν οι ίδιες οι Διαχειριστικές Επιτροπές τους, με τις επενδυτικές επιλογές που έκαναν και τις αποφάσεις που ελάμβαναν μέχρι τώρα. Έτσι, μετά το Eurogroup και το «κούρεμα» των καταθέσεων οι εργαζόμενοι, μέλη των Ταμείων Προνοίας, δέχονται μεγάλες απώλειες στο μερίδιο που τους αναλογεί στα Ταμεία, καθώς τα περισσότερα από αυτά συγκέντρωσαν τις επενδύσεις τους σε καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και κυρίως σε κυπριακά ομόλογα.

Και παρόλο που το θέμα των Ταμείων Προνοίας των τραπεζικών υπαλλήλων φαίνεται πως έκλεισε οριστικά με συγκεκριμένες διευθετήσεις, στον αέρα βρίσκονται τα Ταμεία Προνοίας του ιδιωτικού και ημικρατικού τομέα, που έχουν επενδύσει ως επί το πλείστον σε καταθέσεις, ακίνητα και ομόλογα. Για τις περιπτώσεις αυτές ζητούνται άμεσες λύσεις με την εμπλοκή του κράτους.

Στις τράπεζες

Ενδεικτικό των χειρισμών που έγιναν στα Ταμεία Προνοίας είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των Ταμείων Προνοίας των τραπεζικών υπαλλήλων, σχεδόν το €1,5 δις ήταν επενδυμένο σε καταθέσεις, την ίδια ώρα που οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμιζαν τις τράπεζες και την οικονομία της Κύπρου σε κατηγορία «σκουπίδια» (junk) και η Κύπρος είχε αποκλειστεί από τις αγορές. Και μάλιστα αναφερόμαστε σε περιπτώσεις όπου στις Διαχειριστικές Επιτροπές συμμετείχαν καταρτισμένα και εξειδικευμένα άτομα.

Ένα ποσό εκ των Ταμείων (€147 εκ.) επενδύθηκαν σε αξιόγραφα της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, ενώ ένα σημαντικό μέρος έχει επενδυθεί σε μετοχές επίσης των τραπεζών που δέχονται απώλειες στην αξία τους.

Αποφάσεις υπό αμφισβήτηση

Οι εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κυρίως μετά το «κούρεμα» του Eurogroup, θέτουν υπό αμφισβήτηση πολλές Διαχειριστικές Επιτροπές σε σχέση με τις αποφάσεις που ελάμβαναν και τις επενδυτικές επιλογές που έκαναν. Ήδη, πολλά μέλη των Ταμείων Προνοίας έχουν ζητήσει τη διάλυσή τους και διερευνούν τρόπους για να διασφαλίσουν ένα σημαντικό μέρος των επενδύσεων και του ποσού που τους αναλογεί.

Σε γνώση των επισήμων οργάνων του κράτους είναι πληροφορίες για συγκεκριμένες Διαχειριστικές Επιτροπές που δεν έχουν επενδύσει στη βάση της συνετούς διαχείρισης, και ούτε έχουν διασφαλίσει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού των Ταμείων τους επενδύονται κατά τρόπο που:

· Να εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των μελών τους.
· Να διασφαλίζεται η ασφάλεια, η ποιότητα, η ρευστότητα και η κερδοφορία του χαρτοφυλακίου.
· Να διασφαλίζεται η διασπορά του χαρτοφυλακίου ανά εκδότη, ανά στοιχείο ενεργητικού και ανά επιχείρηση.
· Να προστατεύονται τα χαρτοφυλάκια από έκθεση σε μεγάλους κινδύνους.

Δεν κατανοούν τους κινδύνους

Πολλά από τα μέλη των Διαχειριστικών Επιτροπών των Ταμείων δεν έχουν τις γνώσεις αλλά και τις εμπειρίες για να κατανοούν τους στόχους απόδοσης - κινδύνου της επενδυτικής στρατηγικής που επιλέγεται. Επίσης, δεν κατανοούν πώς και πού αναλαμβάνονται επενδυτικοί κίνδυνοι στην επενδυτική στρατηγική και σε πολλές περιπτώσεις δεν εξέταζαν με ποιους τρόπους η επενδυτική στρατηγική συνάδει με τις υποχρεώσεις του κάθε Ταμείου.

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντοπίζονται σε σχέση με τη διαχείριση των Ταμείων Προνοίας είναι ότι πολλά από αυτά δεν αναθεωρούσαν τακτικά τους στόχους τους, αλλά και τους δείκτες αναφοράς και κινδύνων των επενδύσεών τους ώστε να διασφαλίζεται η καταλληλότητά τους.

Κατάλληλες επενδύσεις

ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ Οικονομικών μελετά επιστάμενα το θέμα κατά τρόπον που θα δίνεται προτεραιότητα στον τομέα των επενδύσεων και στην επιλογή κατάλληλης επενδυτικής στρατηγικής, ώστε τα χαρτοφυλάκια των Ταμείων Προνοίας να είναι διαφοροποιημένα για να ελαχιστοποιούνται οι επενδυτικοί κίνδυνοι.

Εκτός από το Υπουργείο Οικονομικών, που ασχολείται με την επενδυτική στρατηγική των Ταμείων, και το Υπουργείο Εργασίας, στο οποίο υπάγεται ο Έφορος Ταμείων Προνοίας που εκ της θέσεώς του έχει υποχρέωση να ελέγχει τα Ταμεία, εντοπίζει κενά στη νομοθεσία. Μια πρώτη διεξοδική ματιά καταδεικνύει ότι τα Ταμεία θα έπρεπε να δίνουν περισσότερη έμφαση στον τομέα των επενδύσεων και στον καταρτισμό της πιο κατάλληλης επενδυτικής στρατηγικής, ώστε τα χαρτοφυλάκια τους να είναι οχυρωμένα από τους κινδύνους.

Ήδη, μετά τις έντονες ανησυχίες που διατυπώνονται σε σχέση με τις μειώσεις που θα δεχθούν τα μέλη των Ταμείων στις κατανομές, κυρίως από τις επενδύσεις σε μετρητά μετά το «κούρεμα» αλλά και τις συστάσεις των εξειδικευμένων αναλογιστών, θα καταβληθούν προσπάθειες ώστε οι τοποθετήσεις να γίνονται σε άλλες επενδυτικές κατηγορίες. Αυτό, βέβαια, όταν και εφόσον αρθούν οι περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων, που αυτήν τη στιγμή λειτουργούν μέχρι την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία οι επενδυτικές επιλογές πρέπει να γίνονται από εξειδικευμένα και καταρτισμένα άτομα, καταβάλλονται προσπάθειες προς εξεύρεση τρόπων και επιλογή του χρονικού ορίζοντα της αξιολόγησης της απόδοσης των διαχειριστών κεφαλαίων και της στρατηγικής καθώς και της έκθεσης σε κινδύνους. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι να εξευρεθούν τα εργαλεία, ώστε οι Διαχειριστικές Επιτροπές να παρακολουθούν στενότερα τις εξελίξεις στο χρηματοοικονομικό περιβάλλον και να διαφοροποιούν τις αποφάσεις που σχετίζονται με τις επενδύσεις των Ταμείων.

Μέχρι τώρα, στα περισσότερα Ταμεία Προνοίας, που είναι στενά συνδεδεμένα με τα συνδικάτα των εργαζομένων, λειτουργεί ένα σύστημα με ένα σταθερό ποσοστό εισφοράς από τον εργοδότη και τους εργαζομένους ενώ οι εμπειρίες του εξωτερικού φέρνουν στο τραπέζι για συζήτηση την επιλογή άλλων τρόπων εισφορών, όπως είναι η παραχώρηση κινήτρων στα μέλη για αποταμίευση και για αύξηση των συνταξιοδοτικών τους ωφελημάτων.

Καμπανάκι του κινδύνου

Το θέμα των απωλειών στα Ταμεία Προνοίας ήγειρε έγκαιρα μια από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής αναλογιστικών υπηρεσιών παγκόσμια που δραστηριοποιείται και στην Κύπρο, η Aon Hewitt, η οποία και προειδοποιούσε από το 2011 ότι «τα Ταμεία Προνοίας στην Κύπρο διατρέχουν σοβαρότατους κινδύνους από τον τρόπο που χειρίζονται τις καταθέσεις τους». Σε έρευνά της, ανάμεσα σε 31 Ταμεία Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών το 2011, με συνολικά αποθέματα €712 εκ., καταδείκνυε ότι οι περισσότερες επενδύσεις -ένα ποσοστό του 61% των Ταμείων- ήταν συγκεντρωμένες ως καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενώ ένα άλλο μεγάλο ποσοστό επενδύθηκε σε μετοχές κυπριακών τραπεζών.

Σύμφωνα με την Aon Hewitt, η μέση κατανομή σε μετρητά (61%) θεωρήθηκε αρκετά ψηλή σε σχέση με τη μέση ηλικία των μελών των Ταμείων που συμμετείχαν (39,4 χρόνια), ενώ ένα ποσοστό 10% των Ταμείων διατηρούσαν κατανομή σε μετρητά 100%.

Όπως κατέγραφε η έρευνα, η διασπορά σε επενδυτικές ομάδες δεν ήταν επαρκής, καθώς η κατανομή σε δύο μόνο επενδυτικές ομάδες (μετρητά και ομόλογα) ανέρχεται στο 82%.
Επίσης, ένα άλλο σημαντικό σημείο που είδε το φως της δημοσιότητας έγκαιρα είναι ότι 58% των μετοχών επενδύθηκαν στον τραπεζικό κλάδο, με αποτέλεσμα ν’ αυξάνεται η συγκέντρωση του κινδύνου. Ακόμη, οι επενδύσεις σε ομόλογα έγιναν κυρίως στην Κύπρο και Ελλάδα, σε κυβερνητικές και τραπεζικές εκδόσεις, με αυξημένη τη συγκέντρωση του κινδύνου.

Πάντως, το θέμα κινητοποίησε το Υπουργείο Οικονομικών, που διά του Υπουργού του Χάρη Γεωργιάδη δηλώνει ότι επεξεργάζεται σχέδιο με το οποίο θα περιοριστούν οι απώλειες των Ταμείων με τη στήριξή τους από τη δανειακή σύμβαση, χωρίς να ξεκαθαρίζεται εάν το ποσό αυτό θα καλύψει και Ταμεία πέραν των τραπεζικών υπαλλήλων.

Θεωρείται σημαντικό ότι με την άρση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων θα πρέπει να μειωθεί η κατανομή σε μετρητά και να γίνουν τοποθετήσεις σε άλλες επενδυτικές κατηγορίες από άτομα κατάλληλα εκπαιδευμένα όπως είναι οι διαχειριστές κεφαλαίων, οι θεματοφύλακες και άλλοι επαγγελματίες σύμβουλοι.

«Έσωσαν» τους τραπεζικούς

ΩΣ ΠΡΩΤΟ βήμα το Υπουργείο για να διευκολύνει την αποδοχή του Σχεδίου Εθελοντικής Αφυπηρέτησης των Τραπεζών, πρώην Λαϊκής και Τράπεζας Κύπρου, αποφάσισε και ενημέρωσε τη συνδικαλιστική πλευρά ότι:

Για τα Ταμεία Προνοίας των υπαλλήλων της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, έχει διασφαλιστεί η δυνατότητα άμεσης καταβολής στο Ταμείο Προνοίας από τον κρατικό προϋπολογισμού του ποσού που θα προσδιοριστεί ότι αντιστοιχεί στους εργαζομένους που θα αποχωρήσουν, ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβασή τους στους τραπεζικούς λογαριασμούς των επηρεαζομένων.

Σε ό,τι αφορά τα ποσά των Ταμείων Προνοίας των υπαλλήλων της Τράπεζας Κύπρου, ζητήθηκε από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας κ. Πανίκο Δημητριάδη όπως αποδεσμευτεί το συγκεκριμένο ποσό που θα προσδιοριστεί ότι αντιστοιχεί στους εργαζομένους που θα αποχωρήσουν, ώστε να γίνει η άμεση μεταβίβασή του στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εργαζομένων.

Στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας ένα ποσό των καταθέσεων που «κουρεύτηκε» αντισταθμίζεται με μετοχές σε μετρητά από το κράτος. Το υπόλοιπο 25% οι εργαζόμενοι θα το εξασφαλίσουν όταν θα βρίσκονται στο όριο της αφυπηρέτησης ή όταν το κράτος μπορέσει να το αποπληρώσει, με την ολοκλήρωση του προγράμματος. Για το υπόλοιπο 25% θα δεχθούν απώλειες.