Εντατική δουλειά για την διαλεύκανση της υπόθεσης «Τράπεζες» πιάνει από Δευτέρας η ομάδα ανακριτών που συστάθηκε για να ερευνήσει την διαχείριση των τραπεζών.

Μιλώντας στο SigmaLive, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Ρίκκος Ερωτοκρίτου, εξήγησε ότι η ομάδα αποτελείται από ανακριτές και μέλη της αστυνομικής δύναμης με τεχνολογική κατάρτηση, οι οποίοι θα στηρίζονται και από άλλους εμπειρογνώμονες. Την ίδια ώρα έχουν επιλεγεί και οι χώροι συγκέντρωσης εγγράφων και τεκμηρίων όπως και η λήψης των καταθέσεων.

Το ανακριτικό έργο θα εποπτεύεται από μέλη της Νομικής Υπηρεσίας καθώς και από τον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα.

Ερωτηθείς για το πώς η ομάδα θα διαχειριστεί το ζήτημα που προκύπτει και μέσω της έρευνας των Alvarez & Marsal, δηλαδή της διαγραφής δεδομένων από τα συστήματα των τραπεζών, απάντησε ότι θα καταβληθεί προσπάθεια ανεύρεσης ή και επαναφοράς των χαμένων αρχείων. Αν δεν καταστεί δυνατό, υποστήριξε, τότε οι έρευνες θα κατευθυνθούν εναντίον όσων είχαν την ευθύνη του χειρισμού και της πρόσβασης στα συγκεκριμένα αρχεία, ώστε να καταστεί σαφές για το ποιοι ευθύνονται για τα αδικήματα της καταστροφής των τεκμηρίων.

Ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου τόνισε ότι στη διαδικασία των ερευνών πνέει νέος αέρας, και εξέφρασε την αισιοδοξία για πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και τιμωρία όσων ευθύνονται. 

Σύμφωνα με την αστυνομία, στην ομάδα συμμετέχουν 20 ανακριτές από τα κλιμάκια του τμήματος εγκλημάτων Λευκωσίας, Αρχηγείου, οικονομικού και ηλεκτρονικού εγκλήματος. Αποσπώνται από τα υπόλοιπα τους καθήκοντα και δημιουργούν τέσσερις ομάδες, οι οποίες θα "ξεσκονίσουν" την κατάσταση στην οποία περιήλθε η οικονομία της Κύπρου, στη βάση των οδηγιών της νομικής υπηρεσίας όπως καθορίστηκαν σε πρόσφατη σύσκεψη, υπό τον Πέτρο Κληρίδη.  Υπενθυμίζεται ότι

οι όροι εντολής, αφορούν τη διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης αδικημάτων σε σχέση με τη μεταφορά κεφαλαίων από τη Λαϊκή Τράπεζα στην Ελλάδα και την παροχή δανείων,  την απόφαση για την έκδοση αξιόγραφων και την πώληση τους στο κοινό και από τις δύο τράπεζες-την Λαϊκή και την Κύπρου δηλαδή-, την αγορά Ελληνικών ομολόγων από τις δύο τράπεζες και την επέκταση των δραστηριοτήτων των τραπεζών στο εξωτερικό και ιδιαίτερα σε σχέση με την Uniastrum και την Transylvania.