Μπόνους και απολαβές εκατομμυρίων ελάμβαναν τα ηγετικά στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, ενώ η Τράπεζα είχε πάρει την κατιούσα. Δεικτικός και επίμονος ήταν σήμερα ο πρόεδρος της Διερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία, Γεώργιος Πικής, έναντι των επικεφαλείς της Επιτροπής Αμοιβών της Τράπεζας Κύπρου.

Πρώτος κατέθεσε ο Ανδρέας Πίττας, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Αμοιβών της Τράπεζας κατά την περίοδο 2005 - 2008. Ο κ. Πίττας έκανε λόγο για χρυσά χρόνια της τράπεζας. Ερωτηθείς για τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών αποκάλυψε ότι το 2004 είχαν συμφωνηθεί απολαβές και φιλοδωρήματα με ισχύ από το 2005 έως και το 2010.
 

                                    Μισθός          Φιλοδώρημα
Ανδρέας Ηλιάδης   £190,000            £160,000 (84%)
Χαρίλαος Σταυράκης   £142,000      £100,000 (70%)
Γιάννης Κυπρής       £125,000          £75,000 (60%)  

Σύμφωνα με οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας, το φιλοδώρημα δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 50% του μισθού. Στο μεταξύ,  σύμφωνα στοιχεία, τα οποία κατέχει η Ερευνητική, το 2009 ο πρώην ανώτατος εκτελεστικός διευθυντής της Τράπεζας Κύπρου, Ανδρέας Ηλιάδης, προχώρησε σε νέα συμφωνία, η οποία του απέφερε συνολικά έσοδα πέραν των 2,5 εκ. ευρώ ετησίως.

Της Επιτροπής Αμοιβών, προήδρευε τότε μέχρι και το 2010 η Άννα Διογένους, η οποία επίσης κατέθεσε σήμερα.

Ο πρόεδρος της Ερευνητικής, της υπέδειξε ότι εκείνη την περίοδο, άρχισε η κατιούσα για την τράπεζα, καθώς είχε αρχίσει να καταγράφει μείωση κερδών, η οποία έφτασε το 64% και διερωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να αυξάνονται οι μισθοί και τα φιλοδωρήματα των διευθυντικών στελεχών.

 «Τα αποτελέσματα εξακολουθούσαν να είναι ικανοποιητικά. Οι αμοιβές εγκρίνονταν από τις Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων. Ήταν δύσκολο το κλίμα για μειώσεις μισθών», απάντησε η κ. Διογένους.

Σύμφωνα με την κ. Διογένους, το 2008 τα διευθυντικά στελέχη, είχαν αποποιηθεί του φιλοδωρήματος. Το 2009, όμως, τους παραχωρήθηκε το ήμιση σε μετρητά και το υπόλοιπο σε μετοχές.

Κατά τη σημερινή διαδικασία στη Διερευνητική, ηγέρθη επίσης ζήτημα για την επαναγορά ελληνικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά.

Ενημερώσαμε το υπουργείο Οικονομικών και τα κόμματα για τον κίνδυνο των κυπριακών ομολόγων. Δεν είχαμε προειδοποιήσει για τα ελληνικά ομόλογα, καθώς δεν εκτιμήθηκε ο κίνδυνος κατά τον ορθό χρόνο, είπε η κ. Διογένους.

Ο Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής Γεώργιος Πικής, υπέδειξε ότι «η Τράπεζα Κύπρου, λειτουργούσε υπό καθεστώς τυχαιότητας. Προσωπικές σχέσεις και πολιτικοί παράγοντες, υπεισέρχοντο στη λειτουργία της».

Ο Μάνθος Μαυρομμάτης, ο οποίος προήδρευε της Επιτροπής Αμοιβών από το 2010 κι' εντεύθεν, όταν τα φιλοδωρήματα μειώθηκαν κατά το ήμιση και παραχωρούντο υπό τη μορφή μετοχών, παραδέχθηκε ότι «Η Τράπεζα Κύπρου είχε μια ιδιαιτερότητα, δεν υπήρχε μεγάλος ιδιώτης μέτοχος, γι' αυτό οι εκτελεστικοί διευθυντές είχαν μία υπεροχή. Πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ μεγαλομετόχων και διευθυντών. Δυστυχώς, ο μεγαλύτερος μέτοχος, που είναι η Εκκλησία, έχει μόνο το 3,5% της Τράπεζας».

Ερωτηθείς σχετικά με την επαναγορά ελληνικών ομολόγων, ο Μάνθος Μαυρομμάτης, επισήμανε ότι «η ομάδα, υπό τον κ. Ηλιάδη, ενεργούσε εντός των πλαισίων, αλλά το συνολικό ποσό, πέραν των €2 δις, αν και νομότυπο, ήταν ριψοκίνδυνο για την τράπεζα».

Αναμένεται, πάντως, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η κατάθεση του Ανδρέα Ηλιάδη, ο οποίος κλήθηκε και θα παρουσιαστεί ενώπιον της Ερευνητικής, στις 22 του μήνα.
 

Name

Στελέχη κλειδιά στην Tράπεζα Κύπρου, καταθέτουν τις επόμενες μέρες στην Ερευνητική Επιτροπή. Ξεχωρίζει η κατάθεση του Αντρέα Ηλιάδη, πρώην εκτελεστικού συμβούλου της τράπεζας στις 22 Ιουλίου και του Νικόλα Καρυδά  πρώην Γενικού Διευθυντή Συγκροτήματος Διαχείρισης Κινδύνων &  Αγορών και μετέπειτα Ανώτερου Γενικού Διευθυντή Συγκροτήματος.

Στις 12 Ιουλίου, καταθέτουν οι πρώην πρόεδροι του ΔΣ Ελευθέριος Ιωάννου και Θεόδωρος Αριστοδήμου ενώ στις 17 Ιουλίου καταθέτει ο τελευταίος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου πριν το καθεστώς εξυγίανσης Αντρέας Αρτέμης.

Στις 16 Ιουλίου καταθέτει ο Ευδόκιμος Ξενοφώντος ο οποίος υπήρξε αντιπρόεδρος του τελευταίου Διοικητικού Συμβουλίου.