Η Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ) επισημαίνει την ανάγκη άμεσης διερεύνησης ομοφοβικών και ρατσιστικών κινήτρων πίσω από δύο πρόσφατες επιθέσεις, οι οποίες κατέληξαν σε κακοποιήσεις σε χωριά της επαρχίας Λεμεσού.

Σε ανακοίνωσή της, η ΚΙΣΑ αναφέρει πως το «το πρώτο περιστατικό αφορά την άγρια επίθεση εναντίον ενός ομόφυλου ζευγαριού Ευρωπαίων υπηκόων από δέκα περίπου Κύπριους άντρες» και προσθέτει πως «κατά τη διάρκεια της επίθεσης, οι επιτιθέμενοι χτύπησαν το ζευγάρι, φωνάζοντάς παράλληλα ομοφοβικές βρισιές».

«Το ζευγάρι κατήγγειλε το περιστατικό στον αρμόδιο τοπικό αστυνομικό σταθμό την ίδια μέρα. Παρότι η αστυνομία έχει προσάψει κατηγορίες σε τρία πρόσωπα, για επίθεση και πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης, δεν έχει εξετάσει τα πιθανά ρατσιστικά και ομοφοβικά κίνητρα του εγκλήματος. Παράλληλα, το ζευγάρι, όπως έχει αναφέρει στην ΚΙΣΑ, επιθυμούσε και συνεχίζει να επιθυμεί την ποινική δίωξη όλων των δραστών, αλλά η αστυνομία τους συμβούλευσε να μην επιμένουν για τη δίωξη όλων όσων μετείχαν στην επίθεση εναντίον τους και να καταθέσουν μόνο σε σχέση με τους τρεις δράστες ενάντια στους οποίους τελικά ασκήθηκε δίωξη», συνεχίζει η ανακοίνωση.

Το δεύτερο περιστατικό, αναφέρει η ΚΙΣΑ, αφορά την άγρια επίθεση εναντίον μίας οικογένειας Ευρωπαίων πολιτών από 20-30 περίπου Κύπριους άντρες και ανήλικους νεαρούς, με πρωτοστάτες μέλη της οικογένειας παράγοντα του χωριού.

Όπως σημειώνει η ΚΙΣΑ «κατά τη διάρκεια της επίθεσης, η οποία έγινε έξω από το σπίτι της οικογένειας, οι επιτιθέμενοι χτύπησαν τρία μέλη της οικογένειας, φωνάζοντας παράλληλα ξενοφοβικές βρισιές και ρατσιστικές απειλές, αφού προηγουμένως, ένας από τους επιτιθέμενους, ο οποίος πρόσκειται στο στενό συγγενικό περιβάλλον τοπικού παράγοντα είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά γυναίκα της οικογένειας, που δέχτηκε την επίθεση».

«Μέλη του τοπικού αστυνομικού σταθμού μετέβησαν στο χώρο της επίθεσης, πήραν σχετικές καταθέσεις και στη συνέχεια μετέφεραν τα άτομα που δέχτηκαν την επίθεση στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για να τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Στη συνέχεια, κάλεσαν δύο ύποπτους στον τοπικό αστυνομικό σταθμό για ανάκριση και εναντίον τους απήγγειλαν κατηγορίες για πρόκληση ανησυχίας και συμπλοκής. Παράλληλα, οι ίδιες κατηγορίες απαγγέλθηκαν όμως και στα άτομα που δέχτηκαν την επίθεση, αφού οι επιτιθέμενοι ισχυρίστηκαν ότι δέχτηκαν επίθεση από το σκύλο της οικογένειας, ο οποίος ήταν αφύλακτος», αναφέρει η ΚΙΣΑ.

Συνεχίζει λέγοντας ότι «παρόλα αυτά, και σε αυτήν την περίπτωση, η αστυνομία δεν φαίνεται να έχει εξετάσει τα πιθανά ρατσιστικά κίνητρα του εγκλήματος. Μάλιστα, όπως έχει αναφέρει και αυτή η οικογένεια στην ΚΙΣΑ, ενώ οι καταγγελίες της αφορούσαν επίθεση από μία ομάδα Κύπριων συγχωριανών τους και τα άτομα που δέχθηκαν την επίθεση δήλωσαν έτοιμα να προβούν σε αναγνώριση των επιτιθέμενων, η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία συμβάλλουν στην αναγνώριση δύο μόνο προσώπων και δεν πρόκειται για ομαδική επίθεση».

Η ΚΙΣΑ θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η αστυνομία από τη μέχρι τώρα διερεύνηση φαίνεται να ακολουθεί αφενός μια πρακτική εξίσωσης «θύτη – θύματος» και αφετέρου μια πρακτική άρνησης να εξετάσει ομοφοβικά και ρατσιστικά κίνητρα στις εν λόγω υποθέσεις.

«Ακόμα πιο ανησυχητικό δε», προσθέτει, «είναι το γεγονός ότι η μη εξέταση ρατσιστικών, ομοφοβικών, σεξιστικών και ξενοφοβικών κινήτρων αποτελεί συνηθισμένη πρακτική της αστυνομίας, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία διατηρεί μηχανισμό καταγραφής ρατσιστικών τουλάχιστον εγκλημάτων».