Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη ενός άνδρα που είχε καταδικαστεί ερήμην από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για απάτη. Διαπίστωσε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κρίσιμους παράγοντες όταν αποφάσισε να προχωρήσει σε δίκη χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου, παραβιάζοντας τη σωστή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σύμφωνα με το νόμο. Ως αποτέλεσμα, η ερήμην ποινή φυλάκισης των δύο ετών ακυρώθηκε, και ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος.

Συγκεκριμένα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επέλεξε να προχωρήσει στην εκδίκαση ποινικής υπόθεσης εναντίον κατηγορουμένου χωρίς την παρουσία του, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που παρέχει το Άρθρο 89 του Κεφ.155. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατηγορείτο για εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Άρθρου 298 του Ποινικού Κώδικα, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ερήμην σε διετή ποινή φυλάκισης, αρχίζοντας από την ημέρα σύλληψής του τον Δεκέμβριο του 2024. Κατά της απόφασης ασκήθηκαν δέκα λόγοι έφεσης, με επίκεντρο τη νομιμότητα της διεξαγωγής της δίκης χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επέλεξε να εξετάσει πρώτα τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορούσε τη λανθασμένη – όπως υποστήριζε ο εφεσείων – άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρέθηκε η νομολογία γύρω από το Άρθρο 89 Κεφ.155 και, συγκεκριμένα, οι αρχές που έχουν τεθεί για το πότε ένα δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει σε δίκη ερήμην κατηγορουμένου. Το Ανώτατο επανέλαβε ότι η επέμβασή του είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί εκτός των ορίων του νόμου, με πλάνη, με παραγνώριση ουσιωδών στοιχείων ή με τρόπο που οδηγεί σε πασιφανή αδικία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βασίσει την απόφασή του σε νομολογιακές αναφορές, αλλά και σε απόσπασμα από το σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική που κάνει λόγο για την υποχρέωση του κατηγορουμένου να βρίσκεται στο δικαστήριο. Ωστόσο, το Ανώτατο διαπίστωσε ότι η πρωτόδικη κρίση στερούνταν μιας ουσιαστικής στάθμισης των παραγόντων που επιβάλλεται να εξεταστούν, όπως η φύση της κατηγορίας, η σοβαρότητά της, το ύψος της προβλεπόμενης ποινής και, κυρίως, το κατά πόσον η απουσία του κατηγορουμένου συνιστούσε συνειδητή αποποίηση του δικαιώματός του να παρίσταται.

Κρίσιμο ήταν και το γεγονός πως η νομολογία, όπως στην υπόθεση Γρηγορίου, επιβάλλει στο δικαστήριο να αξιολογεί τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και να διαπιστώνει εάν αυτός επέλεξε συνειδητά να μην εμφανιστεί, με σκοπό να εμποδίσει την απονομή της δικαιοσύνης. Το Ανώτατο επισήμανε ότι κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώθηκε στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης. Παράλληλα, δεν αξιολογήθηκε επαρκώς η σοβαρότητα του αδικήματος, ο χαρακτήρας της υπόθεσης, ούτε το ύψος της ποινής που θα μπορούσε να επιβληθεί, παράγοντες που η νομολογία θεωρεί καθοριστικούς για την εφαρμογή του Άρθρου 89.

Η αδυναμία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί στη δέουσα νομική διεργασία κρίθηκε από το Ανώτατο ως ουσιώδες σφάλμα. Ως εκ τούτου, έγινε δεκτός ο δεύτερος λόγος έφεσης, καθιστώντας περιττή την εξέταση των υπολοίπων. Το Ανώτατο στράφηκε έπειτα στο ζήτημα της επανεκδίκασης, επισημαίνοντας ότι κύριο κριτήριο είναι πάντα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το αδίκημα χρονολογείται από το 2015, ενώ ο εφεσείων έχει ήδη εκτίσει περίπου το ήμισυ της ποινής του. Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η επανεκδίκαση δεν θα εξυπηρετούσε την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Ως αποτέλεσμα, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίστηκε ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 89, και μαζί της παραμερίστηκαν τόσο η καταδίκη όσο και η επιβληθείσα ποινή. Το Ανώτατο Δικαστήριο τελικά διέταξε την άμεση αποφυλάκιση του εφεσείοντα. 

Διαβάστε επίσης: Συνεχίζεται η «δίκη» των δύο Ε/κ στο κατεχόμενο Τρίκωμο