Αυξήθηκαν οι ποινές που επιβλήθηκαν σε 58χρονο, ο οποίος καταδικάστηκε για υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας.

Συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορούσε 58χρονο γεωργοκτηνοτρόφο, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι στις 9 Δεκεμβρίου 2017 επιτέθηκε στην εν διαστάσει σύζυγό του, προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη και απειλώντας την με τη φράση «εν να σε σφάξω». Όπως προέκυψε από τα γεγονότα που έγιναν δεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος, μετά από έντονη λογομαχία για οικογενειακά ζητήματα, εκσφενδόνισε εναντίον του θύματος ένα κομμάτι ξύλο, έβγαλε ένα πτυσσόμενο μαχαίρι και το έθεσε στον λαιμό της γυναίκας, η οποία κατάφερε να ξεφύγει και να ζητήσει βοήθεια. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η επίθεση υπήρξε «ιδιαιτέρως βίαιη» και ότι ήταν ευτύχημα που η σωματική βλάβη περιορίστηκε σε εκδορές και μώλωπες.

Παρά τη σοβαρότητα των γεγονότων, το Επαρχιακό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, την ηλικία του, την απολογία του, το γεγονός ότι εντάχθηκε σε πρόγραμμα αυτοελέγχου και ότι είχαν μεσολαβήσει χρόνια από τα περιστατικά, επέβαλε ποινή φυλάκισης 14 μηνών για την επίθεση και 11 μηνών για την απειλή, με τις δύο ποινές να συντρέχουν, ενώ αποφάσισε να αναστείλει την εκτέλεσή τους.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση θεωρώντας την ποινή «έκδηλα ανεπαρκή» και υποστηρίζοντας ότι η αναστολή της φυλάκισης συνιστούσε εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την έξαρση των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας, την ανάγκη για αποτρεπτικές ποινές και το γεγονός ότι τα αδικήματα τελέστηκαν με ιδιαίτερη βιαιότητα.

Το Ανώτατο, ανέλυσε εξαντλητικά τη σχετική νομολογία για το πλαίσιο παρέμβασης του Εφετείου στις επιβληθείσες ποινές, υπενθυμίζοντας πως το Δικαστήριο δεν επανακαθορίζει πρωτογενώς την ποινή, αλλά παρεμβαίνει μόνο όταν αυτή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική, ή όταν υπάρχει σφάλμα αρχής. Αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά οι αποφάσεις Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας και Κυπριζόγλου κ.ά. v. Δημοκρατίας, όπου επισημάνθηκε ότι η ποινή πρέπει να ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα του εγκλήματος και στις συνθήκες του δράστη, αλλά και να εξυπηρετεί τους σκοπούς της αποτροπής και του σωφρονισμού.

Το Δικαστήριο τόνισε τη διαχρονική θέση της νομολογίας ότι τα εγκλήματα βίας, ιδίως όταν τελούνται εντός οικογένειας, είναι από τη φύση τους ιδιαιτέρως σοβαρά. Παρέπεμψε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2001), όπου αναφερόταν πως «η χρήση βίας κατά των συνανθρώπων συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του ατόμου». Η αυστηρότερη ποινική μεταχείριση της ενδοοικογενειακής βίας, υπογράμμισε το Δικαστήριο, αντανακλά τη βούληση του νομοθέτη να αποδοκιμάσει ένα κοινωνικά απαράδεκτο φαινόμενο που απαιτεί αυξημένη ποινική αποτροπή.

Ο Δικαστής Αμπιζάς διαπίστωσε ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά το είδος της ποινής, το ύψος της επιβληθείσας ποινής δεν ήταν ανάλογο της σοβαρότητας των πράξεων και του γενικότερου κοινωνικού πλαισίου. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του, προφανώς υπερβάλλοντας τη σημασία των προσωπικών περιστάσεων του εφεσίβλητου», καθιστώντας έτσι αναγκαία την εφετειακή παρέμβαση.

Το Ανώτατο αύξησε τις ποινές σε δύο έτη φυλάκισης για την επίθεση και δεκαοκτώ μήνες για την απειλή, κρίνοντας ότι οι αρχικές ποινές των 14 και 11 μηνών ήταν έκδηλα ανεπαρκείς και δεν εξυπηρετούσαν την ανάγκη αποτροπής.

Ωστόσο, στο ζήτημα της αναστολής της ποινής, το Δικαστήριο κράτησε διαφορετική στάση. Εξετάζοντας το άρθρο 3(2) του Νόμου 95/1972 και τη σχετική νομολογία (Ιωσήφ v. Δημοκρατίας, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας), κατέληξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή δεν συνιστούσε σφάλμα αρχής. Επισήμανε ότι είχαν περάσει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από την τέλεση των αδικημάτων, ότι ο δράστης είχε δείξει μεταμέλεια και ότι η προσωπική του κατάσταση είχε αλλάξει ουσιωδώς, με την αποκατάσταση σε κάποιο βαθμό των οικογενειακών του σχέσεων και την ένταξή του σε πρόγραμμα αυτοελέγχου.

Το Ανώτατο έκρινε πως, παρότι αυξήθηκαν οι ποινές για να αντανακλούν τη σοβαρότητα των εγκλημάτων, η διατήρηση της αναστολής ήταν επιτρεπτή, αφού η απόφαση αυτή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως σημείωσε, «η ανασταλείσα ποινή, ως διαμορφώνεται, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

Κατά συνέπεια, το Εφετείο έκανε δεκτή εν μέρει την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, αυξάνοντας τις ποινές αλλά επικυρώνοντας την απόφαση περί αναστολής τους. Η κρίση του Ανωτάτου αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι ποινές για πράξεις ενδοοικογενειακής βίας αντανακλούν τη σοβαρότητά τους, χωρίς όμως να παραγνωρίζονται οι αρχές της αναλογικότητας και της εξατομίκευσης της ποινής.

Διαβάστε επίσης: Μαρί: Απορρίφθηκε περαιτέρω αποζημίωση στον πρώην διευθυντή της Πυροσβεστικής