Ποινή φυλάκισης τριών ετών, χωρίς αναστολή επιβλήθηκε στον τέως επίτροπο Εθελοντισμού Γιάννη Γιαννάκη για την κυκλοφορία πλαστών εγγράφων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Γιαννάκη το 1995 και το 1996 προσκόμισε στον Οργανισμό Νεολαίας Κύπρου πλαστό πανεπιστημιακό πτυχίο από το San Diego State University των ΗΠΑ, καθώς και αλλοιωμένο απολυτήριο Λυκείου. Στην τρίτη περίπτωση, μάλιστα, το πλαστό πτυχίο έφερε και ψευδείς σφραγίδες του Υπουργείου Παιδείας και της Αμερικανικής Πρεσβείας, προσδίδοντάς του επίφαση γνησιότητας. Με αυτά τα έγγραφα, σύμφωνα με την απόφαση, «ο κατηγορούμενος απέσπασε διορισμούς, εξασφάλισε προαγωγές και επωφελήθηκε οικονομικά για τρεις δεκαετίες, λαμβάνοντας μισθούς από τα δημόσια ταμεία και αποκτώντας αθέμιτο προβάδισμα έναντι των υπολοίπων συνυποψηφίων του».
Σημειώνεται ότι η παραδοχή ενοχής δεν ήταν άμεση. Μόλις στις 2 Απριλίου 2025, στη διάρκεια της ακρόασης και ενώ είχαν ήδη εξεταστεί δύο μάρτυρες κατηγορίας, επέλεξε να αλλάξει στάση. Το Δικαστήριο σημειώνει με σαφήνεια ότι «η παραδοχή του κατηγορούμενου έγινε μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας», ωστόσο έκρινε ότι, ακόμη κι αν ήταν καθυστερημένη, «εξοικονόμησε πολύτιμο δικαστικό χρόνο και δεικνύει έστω και σε προχωρημένο στάδιο έμπρακτα τη μεταμέλεια του». Ακολούθησε μια τετράμηνη διαδικασία, κατά την οποία κατατέθηκαν ακόμη δεκατρείς μάρτυρες κατηγορίας, μέχρι που η Κατηγορούσα Αρχή απέσυρε τις υπόλοιπες κατηγορίες στις 6 Αυγούστου 2025.
Στην επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο στάθμισε προσεκτικά τα ελαφρυντικά και τα επιβαρυντικά στοιχεία. Από τη μια πλευρά έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, την ηλικία του, την απολογία που εκφράστηκε μέσω του δικηγόρου του και το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τέλεση των αδικημάτων. Από την άλλη, όμως, στάθηκε αποφασιστικά στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος «επέδειξε επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά καθώς και ότι εξαπάτησε τις αρχές για ιδιοτελείς σκοπούς». Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ότι η ωφέλεια δεν ήταν στιγμιαία, αλλά «επί 30 συναπτά έτη ο κατηγορούμενος λαμβάνει μισθό από τα δημόσια ταμεία, έχοντας εξασφαλίσει θέσεις εργασίας ισχυριζόμενος ότι κατείχε συγκεκριμένα προσόντα».
Το ζήτημα της καθυστέρησης στην αποκάλυψη της υπόθεσης αποτέλεσε άλλο ένα σημείο ανάλυσης. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί σχεδόν τρεις δεκαετίες νωρίτερα, όμως τόνισε ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε αμέλεια των αρχών, αλλά στο γεγονός ότι η καταγγελία υποβλήθηκε μόλις το 2021. Μάλιστα, σημείωσε πως αμέσως μετά την καταγγελία, οι ανακριτικές αρχές κινήθηκαν με ταχύτητα, αποστέλλοντας αιτήματα στο Υπουργείο Παιδείας και ζητώντας δικαστική συνδρομή από τις ΗΠΑ. Κατέληξε, έτσι, ότι «η όποια καθυστέρηση δεν επιβάλλει διαφοροποίηση του είδους της ποινής», καθώς η ανάγκη γενικής αποτροπής υπερισχύει.
Η γενική αποτροπή υπήρξε κεντρικό στοιχείο της δικαστικής κρίσης. Επικαλούμενο τόσο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η κοινωνία απαιτεί από την έννομη τάξη να στείλει ξεκάθαρο μήνυμα. «Δεν πρόκειται για μια περίπτωση ενός ανθρώπου που έκανε ένα επιπόλαιο σφάλμα πριν από 30 χρόνια», τονίζεται χαρακτηριστικά. Αντίθετα, πρόκειται για «συμπεριφορά με προσχεδιασμό, που στήριξε μια ανελικτική πορεία δεκαετιών σε πλαστά πτυχία και πιστοποιητικά». Το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η αναστολή της ποινής θα ακύρωνε την αποτρεπτική της ισχύ και «θα έστελνε το μήνυμα σε επίδοξους παραβάτες ότι η εξαπάτηση, η αναξιοκρατία και η φυγοπονία παραμένουν ατιμώρητες αν δεν αποκαλυφθούν έγκαιρα».
Επίσης, στην απόφαση γίνεται αναφορά στη χρόνια αδυναμία του κράτους να εντοπίσει και να αποτρέψει πρακτικές που καταρρακώνουν την έννοια της αξιοκρατίας. Το ίδιο το Δικαστήριο, άλλωστε, δεν δίστασε να αναφερθεί στη «διαχρονική ανεπάρκεια των αρμοδίων να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο και να ακολουθήσουν αξιοκρατικές και διαφανείς διαδικασίες πρόσληψης και προαγωγής», για να υπογραμμίσει ότι αυτή η παθογένεια, όσο κι αν είναι υπαρκτή, «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις έκνομες πράξεις του κατηγορουμένου ή να αποτελέσει μετριαστικό παράγοντα».
Η δικαστής τελικά του επέβαλε ποινές φυλάκισης 18 μηνών για την κάθε κατηγορία, ωστόσο οι δύο ποινές είναι διαδοχικές κι ως εκ τούτου η συνολική ποινή είναι τρία έτη.
Διαβάστε επίσης: 3 χρόνια ποινή φυλάκισης χωρίς αναστολή στον Γιαννάκη