Οριστικά απορρίφθηκε από το Εφετείο η έφεση που είχε καταχωρίσει γαστρεντερολόγος, καταδικασμένος σε τετράμηνη φυλάκιση για τέσσερις άσεμνες επιθέσεις κατά νεαρής γυναίκας, ασθενούς του. Με την ετυμηγορία του, το Εφετείο επιβεβαίωσε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνοντας πως δεν υπήρξε οποιοδήποτε νομικό ή ουσιαστικό σφάλμα κατά την καταδίκη του γιατρού και ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν δίκαιη και νόμιμη.

Το περιστατικό έλαβε χώρα στις 28 Αυγούστου 2020, σε ιδιωτική κλινική στη Λευκωσία. Η παραπονούμενη, τότε νεαρή γυναίκα, είχε επισκεφθεί το νοσοκομείο για προγραμματισμένη κολονοσκόπηση. Πριν από τη διαδικασία της εξέτασης της χορηγήθηκε ενδοφλέβια μέθη και, σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία, μετά το τέλος της κολονοσκόπησης και ενώ βρισκόταν σε κατάσταση ανάνηψης, με μειωμένη συνείδηση, ο γιατρός πλησίασε τον χώρο όπου αναπαυόταν, έσκυψε προς το μέρος της και τη φίλησε στο στόμα. Εκείνη τον απώθησε και του ζήτησε να φύγει. Ο ίδιος όμως προχώρησε και σε δεύτερο και τρίτο φιλί. Αργότερα, όταν η κοπέλα σηκώθηκε και μετέβη στην καρέκλα αναμονής κοντά στην έξοδο του ενδοσκοπικού, ο γιατρός φέρεται να την πλησίασε ξανά και να τη φίλησε για τέταρτη φορά, αυτήν τη φορά όρθια. Η κοπέλα, ακόμη σοκαρισμένη, έστειλε αμέσως μετά μηνύματα στη σύντροφό της, περιγράφοντας όλα όσα είχαν μόλις συμβεί, λέγοντας μεταξύ άλλων: «με φίλησε, [...] είμαι ακόμη ζαλισμένη από τη νάρκωση, δεν μπορώ να το πιστέψω…».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, κρίνοντάς την ειλικρινή, σταθερή και συνεκτική. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός ότι η ίδια προχώρησε σε άμεση εξωτερίκευση του παραπόνου της, στέλνοντας μηνύματα στη σύντροφό της λίγα μόλις λεπτά μετά τα περιστατικά, ενώ βρισκόταν ακόμη στο νοσοκομείο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μηνύματα αυτά ενίσχυαν την αξιοπιστία της μαρτυρίας της και αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι των περιστατικών, ως δηλώσεις του τύπου res gestae – δηλαδή αυθόρμητες δηλώσεις που γίνονται αμέσως μετά το συμβάν και αντανακλούν την αληθινή ψυχική κατάσταση του προσώπου που τις κάνει.

Αντίθετα, η υπερασπιστική γραμμή του γιατρού, σύμφωνα με την οποία η παραπονούμενη φέρεται να τον φίλησε πρώτη και ακολούθως να επινόησε ψευδή μηνύματα για να προκαλέσει τη ζήλια της συντρόφου της, απορρίφθηκε ως τελείως αβάσιμη και παράλογη. Όπως ανέφερε η πρωτόδικη Δικαστής, η εκδοχή αυτή δεν αντέχει στη λογική: «Καμιά γυναίκα, μόλις ανακτά τις αισθήσεις της μετά από ιατρική εξέταση, δεν επινοεί μια τέτοια ιστορία με τέτοιον πειστικό και αυθόρμητο τρόπο, απλώς και μόνο για να κάνει τη σύντροφό της να ζηλέψει».

Στην έφεση που άσκησε, ο γιατρός πρόβαλε συνολικά έντεκα λόγους έφεσης. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν ισχυρισμοί ότι δεν υπήρχε πρόθεση (mens rea), ότι η απόφαση βασίστηκε σε εικασίες, ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης αξιολογήθηκε εσφαλμένα, ότι η Αστυνομία δεν ενήργησε σωστά και ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε προκαταλήψεις εναντίον του. Το Εφετείο εξέτασε έναν προς έναν τους λόγους αυτούς και τους απέρριψε. Κρίθηκε ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε ορθά και νόμιμα, ότι η Δικαστής είχε δικαίωμα να αποδεχθεί την παραπονούμενη ως αξιόπιστη μάρτυρα, και ότι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί ήταν αδύναμοι και εσωτερικά αντιφατικοί.

Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι το γεγονός πως η παραπονούμενη δεν φώναξε ή δεν αντέδρασε σωματικά με έντονο τρόπο κατά τη διάρκεια των περιστατικών, δεν αναιρεί την άσεμνη φύση των επιθέσεων, ούτε αποδυναμώνει τη μαρτυρία της. Αντίθετα, όπως σημειώθηκε, βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης και ζάλης λόγω της μέθης, κάτι που εξηγεί τη συγκρατημένη αρχική της αντίδραση. Εξάλλου, είχε προχωρήσει σε άμεση επικοινωνία με τη σύντροφό της και ακολούθως, την επόμενη μέρα, είχε ζητήσει ψυχολογική υποστήριξη από ειδικό, ενώ λίγες μέρες μετά υπέβαλε επίσημη καταγγελία.

Το Εφετείο δεν έκανε δεκτό ούτε τον ισχυρισμό ότι η Κατηγορούσα Αρχή λειτούργησε καταχρηστικά, υπογραμμίζοντας ότι η όλη διαδικασία ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης, ότι ο κατηγορούμενος είχε όλα τα δικαιώματα υπεράσπισης και ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε προκατάληψη εναντίον του.

Παράλληλα, το Δικαστήριο απέρριψε και την έφεση που είχε καταχωρίσει η Κατηγορούσα Αρχή, με την οποία ζητούσε αύξηση της ποινής φυλάκισης. Παρότι έγινε δεκτό ότι οι πράξεις του γιατρού ήταν σοβαρές και συνιστούσαν κατάχρηση εξουσίας απέναντι σε ευάλωτο άτομο, το Εφετείο έκρινε πως η ποινή των τεσσάρων μηνών φυλάκισης για κάθε κατηγορία (εκτιτέα ταυτόχρονα), ήταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν παρουσίαζε σφάλμα που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου.

Διαβάστε επίσης: Όχι δικαστηρίου στο αίτημα Νεκτάριου για τεκμήρια: «Έγγραφα με εξομολογήσεις»