Κάποιες ιστορίες τις λες με πόνο καρδιάς και δυσκολεύεσαι να τις τελειώσεις γιατί οι λέξεις βαραίνουν και βγάζουν απο μέσα σου όλα τα ευγενή συναισθήματα σου.
Στο χωριό Βουνί έχω ένα μικρό εξοχικό γεμάτο με γλυκιές αναμνήσεις. Εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά μου και κάθε τόσο πηγαίναμε με την οικογένεια να περπατήσουμε και να ξεσκάσουμε από τις τρελούς ρυθμούς της πόλης. Γελαστοί και πρόσχαροι άνθρωποι, μας καλωσορίζουν και μας κερνούνε στα καφενεία. Αν και γέροι, είναι θέμα τιμής μα και φιλοξενίας να μας προσφέρουν ένα καφέ απ’ την πενιχρή σύνταξη τους. Άνθρωποι αυθεντικοί μιας περασμένης εποχής...
Η πυρκαγιά που ξέσπασε την Τετάρτη στις 23 Ιουλίου 2025 μας καθήλωσε στην οθόνη της τηλεόρασης και με αγωνία περιμέναμε να μάθουμε την τύχη αυτών των ανθρώπων μα και των περιουσιών μας. Κάνεις δεν ήξερε να μας πει και να μας ενημερώσει. Κάποια τηλέφωνα που έκανα στο χωριό τερματίστηκαν απότομα μέσα στις κραυγές της οργής και της απελπισίας
“Τι να σου πω ρε Μάριε. Καιγόμαστε. Ρε φώναξε την πυροσβεστική να πάει εκεί..”
Διαβάστε επίσης: Μεγαλείο ψυχής: Προσφέρει το σπίτι του σε οικογένεια – «Ζήσαμε την προσφυγιά»
Δρόμοι κλειστοί, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ανήμπορος να βοηθήσω κάθισα στον καναπέ. Μόνο την προσευχή είχα να δώσω, να τους φυλάει ο Θεός και να τους δίνει κουράγιο να συνεχίσουν.
Την Παρασκευή 25 Ιουλίου, αφού η κατάσταση τέθηκε υπο έλεγχο πήρα απόφαση με κάτι φίλους να πάμε στο χωρίο να δούμε από κοντά την κατάσταση και τις περιουσίες μας. Πραγματικά δεν ήξερα τι θα αντίκριζα. Μέσα μου προετοιμάστηκα για όλα, πήρα τα κλειδιά του σπιτιού και αναρωτήθηκα “Άραγε θα μου χρειαστούν; ή θα τα πετάξω στα καμένα;”
Στην διαδρομή απ’ την Λεμεσό προς το Βουνί και μετά το Καντού η κατάσταση άρχισε να γίνεται αποκαρδιωτική. Το χωριό Σούνι η ομορφιά της περιοχής, συλημένο. Γυμνά πεύκα και καμένη γη. Η διαδρομή από πράσινη έγινε μαύρη και μαύριζε τις ψυχές μας. Λόγια κοφτά “κοίταξε εκεί, κάηκε αυτό το σπίτι, κάηκαν αυτά τα πεύκα!”
Τελικά φτάσαμε στο Βουνί, κατεβήκαμε τον δρόμο, περπατήσαμε και φτάσαμε στο σπίτι. Το σπίτι ήταν εκεί και τα κλειδιά δεν μου έγιναν βάρος. Γύρω μια μυρωδιά καμένης γης και στάχτης. Περπάτησα πίσω απ’ το σπίτι και ξαφνικά άκουσα μια φωνή να με φωνάζει:
“Που είσαι ρε Μάριε”
Πήγα μπροστά και είδα δυο μπαρουτιασμένους ανθρώπους, τον Παναγιώτη και τον Χρύσανθο. Δυο αδέλφια απ’ τις Κυβίδες συγγενείς της γυναίκας μου. Χάρηκα. Τους χαιρέτησα και άρχισα να τους ρωτάω τι συνέβη. Τότε ο Παναγιώτης φανερά καταπονημένος με κόκκινα μάτια ξεδίπλωσε την ιστορία του:
“Έχει δυο μέρες να κοιμηθούμε. Όλη την νύκτα της Τετάρτης την βγάλαμε εδώ σε αυτό τον δρόμο και δίναμε μάχη με την φωτιά. Φλόγες ξεπηδούσαν από παντού. Το σπίτι του Νικόδημου δυστυχώς δεν το προλάβαμε. Η φωτιά ήρθε από τα σύρματα της ηλεκτρικής. Παλεύαμε όλο το βράδυ να σώσουμε το χωρίο. Εγώ βγήκα στα κεραμίδια του σπιτιού σου και με το λάστιχο έριχνα νερό στην φωτιά.”
Ο Παναγιώτης πάλευε με ένα λάστιχο το ποιο αδηφάγο στοιχείο της φύσης, την φωτιά. Μου κάθισε ένας κόμπος στο λαιμό και με κόπο συγκρατούσα τα δάκρυα μου. Δεν ήθελα να κλάψω ήθελα να δείξω δυνατός σε αυτούς που έσωσαν το χωριό. Ο Χρύσανθος είχε δεμένο το χέρι με ένα λερωμένο επίδεσμο, σκόνταψε και έπεσε, παραλίγο να το σπάσει μα το έδεσε σφικτά να για μπορέσει να συνεχίσει.
“Το αυτοκίνητο μου κάηκε το πήρε η φωτιά” μου είπε “αυτό που βλέπεις στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου του Παναγιώτη είναι η ζάντα του αυτοκινήτου μου” κοίταξα μέσα στο αυτοκίνητο και είδα ένα μακρόστενο λιωμένο μέταλλο, αυτό ήταν η ανταμοιβή τους. “Θα το έχω για ενθύμιο” μου είπε γελώντας.
Ο κόμπος μέσα μου μεγάλωσε τα μάτια βούρκωσαν. Στο ακατοίκητο σπίτι δίπλα απ’ το δικό μου τα δοκάρια ήταν καμένα.
“Έσπασα την πόρτα και μπήκα μέσα για να τα σβήσω” μου είπε ο Παναγιώτης “ας είναι καλά οι εθελοντές, ήρθαν με τα αυτοκίνητα και τα ντεπόζιτα και έσβησαν την φωτιά όταν κόπηκε το νερό. Αν δεν ήταν αυτοί όλο το χωριό θα καιγόταν.” Ναι, οι άγγελοι κατέβηκαν στο χωριό και έσωσαν τα σπίτια, τα χωριά. Οι νέοι της Κύπρου μας! Αυτούς που “λέμε αλήτες”, αυτοί μας έσωσαν από την πυρκαγιά. Οι εθελοντές!
“Το γέρο Α. τον έβγαλα με την βια απ’ το σπίτι του. Του φώναζα και δεν άκουγε, νόμιζε ότι θα τον λήστευαν. Έσπασα την τζαμόπορτα και τον έβγαλα έξω. Τον παρέδωσα στον ερυθρό σταυρό. Αν έμενε εκεί θα καιγόταν..”, μου είπε ο Παναγιώτης.
Άκουσα αρκετά, δεν είχα λέξεις να πω, παρά μόνο ένα ευχαριστώ που ντράπηκα όταν το ξεστόμισα γιατί ήταν πολύ λίγο.
“Τώρα θα πάμε πιο κάτω να δούμε τι γίνεται” είπαν και μπήκαν στο αυτοκίνητο τους για να δώσουν αλλού την αμισθί βοήθεια τους.
Η ιστορία των αδελφών, του Παναγιώτη και του Χρύσανθου, είναι αληθινή για την μαρτυρά το τοπίο. Η γη γύρω απ’ το χωριό Βουνί είναι καμένη. Σαν όαση μέσα στην έρημο δείχνει τον αγώνα που έκαναν οι κάτοικοι για να μην την καταπιεί το έρεβος που έσερνε πίσω της πυρκαγία.
Αυτοί οι απλοί άνθρωποι σ’ μια νύκτα έγιναν ήρωες έσωσαν τα χωριά μας, την ιστορία μας μα και τους συνανθρώπους μας που τους είχαν ανάγκη.
Θα μπορούσα να πω πολλά για την ανικανότητα του κράτους αλλά δυστυχώς το κράτος είμαστε εμείς. Εμείς τους ψηφίζουμε και εμείς ζητάμε να μας βοηθήσουν όταν κάνουμε τα ρουσφέτια μας. Ας αναλογιστεί ο καθένας την ευθύνη του αφού από εγωισμό δεν επιτρέπουμε στους ικανούς να κυβερνήσουν.
Μάριος Νεοφύτου
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός ΑΠΘ