Σάλος προκλήθηκε μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να μην μονιμοποιήσει τη δικαστή Ντόρια Βαρωσιώτου. Πρόκειται για τη δικαστή η οποία εξέτασε τη θανατική ανάκριση του Θανάση Νικολάου και αποφάνθηκε ότι ο θάνατός του επήλθε έπειτα από στραγγαλισμό.

Η απόφαση προκάλεσε και την έντονη αντίδραση της μητέρας του Θανάση, Ανδριάνας Νικολάου, η οποία αναφέρει ότι  «η απόλυση της κ. Βαρωσιώτου δεν είναι τυχαία και ότι  το παιχνίδι που έπαιξαν έχει τους λόγους του»  

Σημειώνει ότι, «αυτά όλα που γράφουν για να δικαιολογήσουν τις εγκληματικές τους πράξεις είναι κουρουφέξαλα για να σύρουν στάχτη στα μάτια του κόσμου.  Δεν καταλάβουν ότι ο κόσμος ξύπνησε πλέον και δεν ανέχεται άλλο. Το κάχρι τους όλο είναι ότι, δεν είναι διεφθαρμένη και λέει την Αλήθεια τεκμηριωμένα και με διαφάνεια, χωρίς να δέχεται παρεμβάσεις από κανένα για γι’ αυτό την στοχοποίησαν! Ντροπή τους!»

Διαβάστε επίσης: Οικογένεια Θανάση για Βαρωσιώτου - «Διαφώνησαν με την απόφασή της»

«Ζούμε σε μια παρατεταμένη κρίση στον χώρο της δικαιοσύνης»

Βάσει της ανάρτησης του νομικού Χρίστου Κληρίδη, το ιστορικό και οι συνθήκες γύρω από τη μη μονιμοποίηση της δικαστού Ντόρια Βαρωσιώτου προκάλεσαν σοβαρό προβληματισμό στον νομικό κόσμο. Ο ίδιος τοποθετήθηκε δημόσια, υπογραμμίζοντας τα εξής:

«Θεωρώ ότι από άποψης ποιότητας το πόρισμα στη θανατική ανάκριση Νικολάου ήταν άψογο από νομικής άποψης. Η απόφαση της Βαρωσιώτου να μην ακούσει για τρίτη φορά τη μαρτυρία Σταυριανού ήταν δικαιολογημένη, γιατί στο μεταξύ νέα ιατρική μαρτυρία κατέδεικνυε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε στραγγαλισμό. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αίτηση Σταυριανού για ακύρωση κατέκρινε την απόφασή της αυτή ως εσφαλμένη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και να ακουόταν η μαρτυρία Σταυριανού, το πόρισμα θα ήταν διαφορετικό. Εξάλλου, πολύ ορθά δεν προχώρησε στην ακύρωση του πορίσματος, κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν και οι ποινικοί ανακριτές που διόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο».

Ο κ. Κληρίδης αναφέρθηκε και στη στάση της Νομικής Υπηρεσίας, σημειώνοντας πως «η διαφωνία της Νομικής Υπηρεσίας και η εμμονή της στην αντίθετη άποψη, αλλά και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα και του βοηθού του να μην προχωρήσουν με ποινικές διώξεις, έφεραν στο προσκήνιο τη σύγκρουση συμφέροντος του Γενικού Εισαγγελέα ως συμβούλου του κράτους και ποινικού διώκτη, καθώς και το ανεξέλεγκτο των αποφάσεών τους. Η μεταρρύθμιση και σε αυτό αργεί πολύ».

Επιπλέον, ο Χρίστος Κληρίδης εξέφρασε την άποψη ότι οι δικαστές δεν πρέπει να τιμωρούνται για τις αποφάσεις τους, και υπογράμμισε ότι «αν ισχύουν τα περί υποδείξεων, θεωρώ ότι εγείρονται διάφορα θέματα, όπως μεταξύ άλλων η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού του δικαίου στον τομέα. Η απόφαση να δοθεί στη δημοσιότητα η διαφορά με δικαστικό τρόπο και πάλι δεν θα έπρεπε να κατακριθεί. Θέλουμε δικαστές αδιάφθορους, τίμιους και ακέραιους, που έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Για μία ακόμη φορά, το chilling effect στον χώρο θα φέρει αντίθετα αποτελέσματα».

Κλείνοντας, έκανε αναφορά στη γενικευμένη κρίση που ταλανίζει το σύστημα δικαιοσύνης, λέγοντας ότι «ζούμε σε μια παρατεταμένη κρίση στον χώρο της δικαιοσύνης, με αφετηρία τα γνωστά γεγονότα του 2019 και τη σύγκρουση τότε του Κώστα Κληρίδη, Γενικού Εισαγγελέα, με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και άλλα μέλη. Η σύγκρουση εκείνη έφερε στην επιφάνεια προβλήματα και αδυναμίες στο χώρο της δικαιοσύνης. Μέτρα λήφθηκαν και προστέθηκε και η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης. Χρειάζεται όμως αλλαγή και εκσυγχρονισμός της κουλτούρας όλων στον χώρο της Δικαιοσύνης, περισσότερη ευελιξία και ευαισθησία, αλλά και διαφάνεια για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού. Ασφαλέστατα και ο όλος χειρισμός της υπόθεσης Μιχαηλίδη και το αποτέλεσμα δεν βοήθησαν, όπως δεν βοήθησαν και οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα σε διάφορα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Ο χώρος της Δικαιοσύνης βρίσκεται σε μια παρατεταμένη κρίση και θα πρέπει πλέον να προβληματίζει όλους τους παράγοντες και να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις».

«Λύπη και έκπληξη» 

Ο νομικός Γιάννος Γεωργιάδης εξέφρασε τη βαθιά του λύπη και έκπληξη για την απόφαση μη μονιμοποίησης της δικαστού Ντόριας Βαρωσιώτου, αναδεικνύοντας την προσωπικότητα και το έργο της.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «είναι με μεγάλη έκπληξη και λύπη που ακούσαμε για τον τερματισμό της Ντόριας από την δικαστική εξουσία. Η Ντόρια Βαρωσιώτου υπήρξε μία δικαστής με ήθος, ακεραιότητα και θάρρος. Υπήρξε επί σειρά ετών αγαπητή και σεβαστή συνάδελφος στο δικηγορικό μας γραφείο, πριν φορέσει τη δικαστική τήβεννο. Τη διακρίνει η νηφαλιότητα, η ευθυκρισία και η εσωτερική της αίσθηση του δικαίου — όχι ως έννοια θεωρητική, αλλά ως στάση ζωής».

Ο κ. Γεωργιάδης αναφέρθηκε και στη χειριστική της προσέγγιση στην υπόθεση του Θανάση Νικολάου, σημειώνοντας ότι «όταν της ανατέθηκε να αποφανθεί για τον θάνατο του Θανάση Νικολάου, δεν υπέκυψε ούτε σε "υπαινιγμούς", ούτε σε σκοπιμότητες. Έκδωσε μία λεπτομερή απόφαση στηριζόμενη σε τεκμήρια, με νομική επάρκεια και, κυρίως, με συνείδηση. Διαπίστωσε ότι ο θάνατος δεν ήταν αυτοχειρία, αλλά έγκλημα».

Καταλήγοντας, έθεσε το ερώτημα που απασχολεί πολλούς στον νομικό κόσμο και την κοινωνία. «Άραγε ποιοι ήταν οι λόγοι απομάκρυνσης μιας τόσο εξαίρετης δικαστού, ανθρώπου και νομικού; Ποιο ήταν το "σφάλμα" της Ντόριας Βαρωσιώτου…;»

Ερωτήματα για τις συνθήκες που οδήγησαν στον τερματισμό της

Η νομικός Φωτεινή Μιχαηλίδου - Χρίστου τοποθετήθηκε δημόσια για τη μη μονιμοποίηση της δικαστού Ντόριας Βαρωσιώτου, εκφράζοντας σοβαρές ανησυχίες για τη διαφάνεια και τις προεκτάσεις της απόφασης.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «αν ένας δικαστής κρίνεται ανεπαρκής ή βαρύνεται με κατηγορίες για μεμπτή συμπεριφορά, τότε ναι, μπορεί, τηρουμένων πάντα βασικών διαδικαστικών αρχών, να δικαιολογείται ο τερματισμός των υπηρεσιών του».

Ωστόσο, εστίασε στην περίπτωση της κ. Βαρωσιώτου, θέτοντας ερωτήματα για τις συνθήκες που οδήγησαν στον τερματισμό της. «Αν όμως, μέσα από μια αδιαφανή και άγνωστη συλλογιστική διαδικασία τερματίζεις τις υπηρεσίες ενός δικαστή χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως εξήγηση και τη στιγμή μάλιστα που ο συγκεκριμένος δικαστής είχε εκδώσει μια καθοριστικής σημασίας απόφαση, σε μια από τις πιο σκοτεινές και αμφιλεγόμενες δικαστικές υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας (υπόθεση του Θανάση Νικολάου), τότε εγείρονται απανωτά ερωτηματικά για την πράξη απόλυσης του δικαστή και τα κίνητρα της».

Υπογράμμισε την αρνητική εικόνα που δημιουργείται στην κοινή γνώμη. «Αυτή τη στιγμή, η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών της κ. Βαρωσιώτου φαντάζει στην αντίληψη της κοινής γνώμης σαν μια απόφαση εκδικητικού χαρακτήρα, που εντάσσεται κι αυτή στο σκοτεινό πλαίσιο συγκάλυψης της πολύκροτης υπόθεσης του Θανάση Νικολάου. Είναι δηλαδή διάχυτη η εντύπωση ότι υπάρχει ένα αόρατο χέρι πάνω από την Κυπριακή Δημοκρατία που συστηματικά στρεβλώνει και διαστρεβλώνει πρόσωπα και θεσμούς».

Καταλήγοντας, προειδοποίησε για τις συνέπειες της σιωπής και της έλλειψης εξηγήσεων. «Αν δεν υπάρξει άμεση και ικανοποιητική επεξήγηση για την πράξη απόλυσης της κ. Βαρωσιώτου, διογκώνεται πλέον ανεξέλεγκτα η καταρράκωση του κύρους της Δικαιοσύνης στα μάτια του κυπριακού λαού».

«Εξαιρετικά σπάνιο να μην μονιμοποιείται κάποιος Δικαστής»

Η απόφαση να μην μονιμοποιηθεί κάποιος δικαστής σημαίνει πως υπήρξε μια εντελώς αρνητική αξιολόγηση, ως προς το έργο που παρήγε το συγκεκριμένο άτομο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε το λειτούργημα του Δικαστή, ανέφερε στο ΚΥΠΕ ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για απόλυση της Δικαστού, Ντόριας Βαρωσιώτου.

«Προφανώς είναι μια πλήρως αρνητική κρίση», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Αιμιλιανίδης, ο οποίος, ωστόσο, τόνισε ότι κανένας αυτή τη στιγμή δεν έχει τα πρακτικά της απόφασης, ούτε γνώση της συγκεκριμένη αιτιολογίας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, ώστε να μπορεί να σχολιάσει επί της ουσίας.

Σύμφωνα με τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, «η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, που αποτελείται από τους Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, ήταν να μην μονιμοποιηθεί η κ. Βαρωσιώτου», για να σημειώσει ότι «αυτό συνεπάγεται ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις, με βάση τα όσα είχε διαπιστώσει κατά τη διετή δοκιμαστική περίοδο, για μονιμοποίηση».

«Από εκεί και πέρα αντιλαμβάνεστε στην απουσία γνώσης του πρακτικού με την αιτιολογίατης απόφασης δεν μπορεί να γίνει υπεύθυνα σχολιασμός των λόγων, για τους οποίους κατέληξε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο σε αυτή την απόφαση», πρόσθεσε.

Ερωτηθείς αν κρίνεται σπάνιο να μην νομιμοποιείται ένας δικαστής μετά από τη διετή δοκιμασία του ή αν είναι και η μοναδική φορά που συμβαίνει αυτό, ο κ. Αιμιλιανίδης απάντησε πως «δεν είναι η μοναδική φορά», αλλά σημείωσε ότι «όντως είναι εξαιρετικά σπάνιο να μην μονιμοποιείται κάποιος Δικαστής».

«Συνεπάγεται», συμπλήρωσε, «ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είχε κρίνει με βάση στοιχεία που είχε ενώπιον του. Γι’ αυτό το λόγο λέω ότι δεν γνωρίζω».

Κληθείς να εκτιμήσει για το ποιοι μπορεί να είναι οι λόγοι που οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να πάρει τη συγκεκριμένη απόφαση, ο κ. Αιμιλιανίδης είπε στο Πρακτορείο πως «οι λόγοι προφανώς είχαν να κάνουν με το έργο, το οποίο έκανε ως δικαστής αυτά τα δύο πρώτα χρόνια και πως τα αξιολόγησε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο».

Εξήγησε, περαιτέρω, ότι «σε τελική ανάλυση η απόφαση για μονιμοποίηση έχει να κάνει με το κατά πόσο το πρόσωπο, το οποίο ήταν δύο χρόνια υπό δοκιμή ως Δικαστής, έδειξε εκείνα τα στοιχεία κατά τη διάρκεια της διετίας, που να δικαιολογούν τη μονιμοποίηση του», σημειώνοντας ότι «αυτό είναι το κριτήριο».

Συνέχισε λέγοντας ότι «η απόφαση να μην μονιμοποιηθεί κάποιος σημαίνει ότι υπήρχε μια εντελώς αρνητική αξιολόγηση ως προς το έργο που παρήγε το άτομο αυτό και ως προς τον τόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε το λειτούργημα του Δικαστή».

«Το μόνο που είναι δημόσια γνωστό είναι προφανώς ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αξιολογήσει αρνητικά σε διαδικασία έφεσης την απόφασή της στη γνωστή υπόθεση του Θανάση Νικολάου και η διαφωνία της με τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για τον τρόπο που χειρίστηκε δύο άλλες θανατικές ανακρίσεις», είπε.

Σε ερώτηση σε ποιες ενέργειες μπορεί να προβεί η κ. Βαρωσιώτου, με την απόφαση μη διορισμού της, ο κ. Αιμιλιανίδης ανέφερε πως μπορεί να κάνει ένσταση εντός δέκα εργάσιμων ημερών ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να εξετάσει την απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

Σε σχέση με τον αν η κ. Βαρωσιώτου θέλει να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), είπε πως πρέπει πρώτα να εξαντλήσει όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα.