Οι δικηγόροι στους οποίους επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (ΠΔΣ), ως Εποπτική Αρχή για τον νόμο Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, μπορούν να προσφεύγουν στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου την Τετάρτη.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο παραμέρισε απόφαση Εφετείου, το οποίο απέρριψε προσφυγή δικηγορικής εταιρείας εναντίον αποφάσεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, υπό την ιδιότητά του ως Εποπτική Αρχή στον νόμο περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και ζήτησε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί ξανά στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ίδια Δικαστή, για να εξεταστεί η Προσφυγή.
Στην απόφασή του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρει ότι στις 5.2.25 θεωρήθηκε αναγκαία η παρέμβασή του, για τον σκοπό του καθορισμού της φύσης των πράξεων του ΠΔΣ ως Εποπτικής Αρχής υπό το πρίσμα του πιο πάνω νόμου.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «το όλο θέμα συνιστά και ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, δεδομένου ότι αφορά το σύνολο των μελών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και, ιδίως, αφού άπτεται του δικαιώματος παροχής ενδίκου μέσου προς αμφισβήτηση καταδίκης και ποινής που επιβάλλεται από το Συμβούλιο».
Το ιστορικό της υπόθεσης
---------------
Δικηγορική εταιρεία υπέβαλε προσφυγή από το Διοικητικό Δικαστήριο, στις 22.3.23, για ακύρωση της απόφασης με την οποία το Συμβούλιο του ΠΔΣ της επέβαλε πρόστιμο ύψους €16.000 για παραβιάσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.
Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 24.7.23, με την οποία αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου, απέρριψε την Προσφυγή ως απαράδεκτη, καταλήγοντας ότι το Συμβούλιο δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, έτσι ώστε να μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο.
Το Διοικητικό Εφετείο, με απόφαση στις 30.10.24, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αποδεχόμενο ότι «το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την προσβληθείσα απόφαση» του Συμβουλίου. Το κύριο σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου είναι ότι η εξουσία του Συμβουλίου δεν είναι διοικητικής υφής, αλλά «σχετίζεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης».
Συνέπεια της απόφασης του Εφετείου η δικηγορική εταιρεία καταχώρησε αίτηση στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού, με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, ο ΠΔΣ αποτελεί το επαγγελματικό σώμα των δικηγόρων και αποτελείται από τρία αυτοτελή σώματα: το Νομικό Συμβούλιο, το Πειθαρχικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο.
Στον σχετικό νόμο προβλέπεται ότι «οι αποφάσεις του Νομικού Συμβουλίου και η νομιμότητα αυτών εξετάζονται στα πλαίσια αγωγής ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου». Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε Έφεση. Σε σχέση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου δεν υφίστατο καμμιά διάταξη μέχρι τον τροποποιητικό νόμο, Ν.99(Ι)/23, όταν προστέθηκε Άρθρο το οποίο προβλέπει ότι «για οποιονδήποτε θέμα εναντίον του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού ή του Ταμείου Συντάξεων Δικηγόρων ή του Νομικού Συμβουλίου καταχωρείται αγωγή ή αίτηση ενώπιον Δικαστηρίου εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης». Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν σε ισχύ, όταν οι Αιτητές καταχώρησαν την Προσφυγή τους.
Σύμφωνα με τον νόμο περί παρεμπόδισης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η Εποπτική Αρχή εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές. Επίσης, η Εποπτική Αρχή, λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά διοικητικά μέτρα προς εξαναγκασμό με σκοπό τη συμμόρφωση προς τον Νόμο με τις οδηγίες που η ίδια εκδίδει.
Όπως υπογραμμίζει το Ανώτατο Συνταγματικό, ο Νόμος ομιλεί σαφώς για διοικητικό πρόστιμο και διοικητικού δικαίου κυρώσεις. Σημειώνεται, ακόμα, ότι ο Νόμος αφορά διάφορες Εποπτικές Αρχές. «Τίθεται συναφώς και εγγενώς το ερώτημα εάν είναι συμβατό να είναι Διοικητική πράξη, η πράξη της Εποπτικής Αρχής Τραπεζών ή Ασφαλιστικών Εταιρειών και να μην είναι διοικητική πράξη η πράξη της Εποπτικής Αρχή που αφορά τους δικηγόρους», αναφέρει το Ανώτατο Συνταγματικό.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με τον δικηγόρο των Αιτητών, ότι η ορθή τοποθέτηση του κύριου ερωτήματος είναι εάν η Εποπτική Αρχή είναι όργανο, αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.
Το Συμβούλιο του ΠΔΣ, μαζί με τις λοιπές αρχές στα πλαίσια του Νόμου, «είναι φανερό ότι έχει εξουσιαστική και κυριαρχική υφή στα καθήκοντα του, για δημόσιο σκοπό, ευρύτερο των επαγγελματικών πλαισίων του Συλλόγου», σημειώνει το Ανώτατο Συνταγματικό. Προστίθεται, δε, ότι η ευρύτητα του Νόμου καλύπτει διαφορετικές Εποπτικές Αρχές, οι οποίες όμως όλες ασκούν κυριαρχική εξουσία για τους ίδιους σκοπούς. «Θα ήταν αντινομικό η πράξη, η ίδια στον σκοπό και στο περιεχόμενο, να φέρει διαφορετική έννομη προστασία, έξω από τα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου, αναλόγως του ποια Εποπτική Αρχή την εκδίδει», σημειώνει το Δικαστήριο.
«Αν το διοικητικό πρόστιμο εκδιδόταν εναντίον ενός ελεγκτή, ή ενός τραπεζιτικού ιδρύματος, ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας, θα υφίστατο η έννομη προστασία προσφυγής και αναθεωρητικού ελέγχου, αλλά αυτή η προστασία δεν θα υφίστατο εάν το Συμβούλιο ήταν η Εποπτική Αρχή; Η εξουσία επιβολής διοικητικού προστίμου είναι ακριβώς η ίδια για όλες τις εποπτικές αρχές», υπογραμμίζει το Δικαστήριο. Προστίθεται, δε, ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το Εφετείο παρέμεινε στα στεγανά του περί Δικηγόρων Νόμου και δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις πρόνοιες του νόμου περί παρεμπόδισης, για σαφώς διοικητικής υφής πράξεις.
Περαιτέρω, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σημειώνει τη διαφωνία του με τα λεχθέντα από το Εφετείο ότι «η χρήση του όρου «διοικητικού» θα πρέπει να ιδωθεί με την ευρύτερη κοινή έννοια και όχι τη στενή νομική έννοια», καθώς συνάγεται σαφώς από το γράμμα του Νόμου πως η επιβολή Διοικητικού Προστίμου από οποιανδήποτε Εποπτική Αρχή είναι εκτελεστή Διοικητική Πράξη και επιβάλλεται για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, με εύλογη τη διάκριση μεταξύ διοικητικής και ποινικής ποινής.
«Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θεώρηση του Εφετείου (όπως και του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), πως στην ουσία επρόκειτο για «οιονεί δικαστική πράξη», επειδή υπήρξε κατά την κρίση του, πράξη του Συμβουλίου που εγγενώς συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης. Τέτοια ερμηνεία αντιστρατεύεται σαφώς το Νόμο», προσθέτει.
Το Δικαστήριο αναφέρει, ακόμη, ότι δεν θα πρέπει επίσης να αγνοείται πρόνοια του Νόμου που αναφέρει ότι μετά την επιβολή του διοικητικού προστίμου το άτομο ή ο φορέας παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό Όργανο που αποφασίζει ανάλογα. «Αυτό από μόνο του δεικνύει σαφώς ότι η Εποπτική Αρχή δεν ταυτίζεται με το επαγγελματικό σώμα», σημειώνει, αναφέροντας ότι ο δικηγόρος των αιτητών εύστοχα είπε ότι «την εξουσία παραπομπής στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο την απονέμει πρόσθετα ο Νομοθέτης, γιατί αυτονοήτως θεωρεί ότι δεν τη διαθέτει a priori». Επιπλέον, σημειώνει ότι ο νόμος ομιλεί σαφώς όχι μόνον για διοικητικό πρόστιμο αλλά και για άσκηση προσφυγής επί του διοικητικού προστίμου.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο συμφωνεί με τους αιτητές πως ο Νόμος και ο περί Δικηγόρων Νόμος δεν είναι δεκτικοί αλληλοερμηνείας, καθώς δεν μπορούν να θεωρηθούν in pari materia εφόσον δεν εντάσσονται στο ίδιο σύστημα, ρυθμίζουν διαφορετικά θέματα και δεν υπάρχει ταύτιση ούτε στους τίτλους, ούτε στις επιμέρους διατάξεις. Γενεσιουργός δε του Νόμου είναι η Ενωσιακή Οδηγία καθορίζουσα τους σκοπούς του Νόμου, κάτι που δεν συμβαίνει για τον περί Δικηγόρων Νόμο.
Ακόμα, το Δικαστήριο αναφέρει ότι η κρίση του Εφετείου να θεωρήσει τις λέξεις «διοικητικό πρόστιμο» αδιάφορες νομικά, παραπέμποντας σε τελολογική ερμηνεία για τον ορισμό «Εποπτική Αρχή», αντιστρατεύεται συνολικά και ευθέως την έννοια του διοικητικού προστίμου, η δε προσέγγιση του παρέμεινε χωρίς τη δέουσα νομολογιακή ενίσχυση.
Τέλος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι υπήρξε η εξ αρχής θέση των αιτητών πως προσβλητέα πράξη ήταν η εκτελεστή διοικητική απόφαση αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, δηλαδή η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου. Από τη σχετική νομοθεσία προκύπτει ότι ο έλεγχος είναι διοικητικός και «επ’ ουδενί πειθαρχικός», όπως σημειώνει. Το Δικαστήριο αναφέρει ότι, κατ’ απόκλιση των κανόνων ερμηνείας, το Εφετείο ερμήνευσε το πιο πάνω ως πληροφοριακού χαρακτήρα. «Με αυτό τον τρόπο αποδομείται στην ουσία η έννοια του διοικητικού προστίμου», καταλήγει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
«Η ως άνω λανθασμένη ερμηνεία του Εφετείου οδηγεί στην ανάγκη παρέμβασης μας. Η Αίτηση επιτυγχάνει. Συνεπώς παραμερίζουμε την εφετειακή απόφαση, όπως επίσης την πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικυρώθηκε δευτεροβάθμια. Παραμερίζονται ομοίως και οι διαταγές για έξοδα», αποφάσισε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, η υπόθεση παραπέμπεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ίδια Δικαστή, για να εξεταστεί η Προσφυγή. Τα συνολικά έξοδα, της αίτησης, της πρωτόδικης μέχρι τώρα διαδικασίας και της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και ανέρχονται σε €7.000, πλέον ΦΠΑ.