Στις τελευταίες θέσεις μεταξύ 41 χωρών βρίσκεται η Κύπρος όσον αφορά τις οικονομικές πολιτικές της, της περιβαλλοντικές πολιτικές της, τη διακυβέρνηση και τη λογοδοσία, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ για την Αειφόρο Διακυβέρνηση για την περίοδο Μαΐου 2011 με Μαΐου 2013.
 
Ελαφρώς καλύτερες ήταν κατά την περίοδο εκείνη οι επιδόσεις της χώρας όσον αφορά τις κοινωνικές πολιτικές της. “Για επιτυχή αντιμετώπιση της κατάστασης θα απαιτηθεί χάραξη πολιτικών για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών και ενδημικών προβλημάτων που συνδέονται με τις δημοκρατικές αξίες, ζητήματα οικονομικής ισότητας και αειφορίας, καθώς και την ανάγκη να βελτιωθούν οι ικανότητες στρατηγικού σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικών”, αναφέρεται στην έκθεση που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του δικτύου των δεικτών αειφόρου διοίκησης.
 
Ταυτόχρονα, εκφράζεται η εκτίμηση ότι “ζωτικής σημασίας για την ανάκαμψη θα είναι η διασφάλιση της διαφάνειας και ο περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας που καθιστά δυνατή τη διαφθορά”.
 
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση, η Κύπρος λαμβάνει την 40η θέση όσον αφορά τις οικονομικές τις πολιτικές. Τα αυξανόμενα χρέη και οι τραπεζικές αδυναμίες της υποχρέωσαν την Κύπρο να αποδεχθεί διεθνές πρόγραμμα βοήθειας το 2013, αναφέρεται σε περιληπτικό σημείωμα που αναρτάται στην ιστοσελίδα του δικτύου των δεικτών αειφόρου διοίκησης.
 
Προστίθεται ότι ακολούθησαν περικοπές δαπανών και κοινωνικών παροχών και το κούρεμα καταθέσεων. Η χώρα, αναφέρεται, έχει μεγάλους τραπεζικούς και δημόσιους τομείς αλλά μικρό ιδιωτικό τομέα. Η ανεργία βρίσκεται ψηλά και αυξάνεται με τις εν ενεργεία πολιτικές για την αγορά εργασίας να είναι αναποτελεσματικές. Οι φόροι εισοδήματος αυξάνονται αναλογικά και ο εταιρικός φόρος είναι χαμηλός, σημειώνεται.
 
Επισημαίνεται, επίσης, ότι ο τομέας Έρευνας και Ανάπτυξης είναι αδύναμος. Παράλληλα, εκφράζεται η θέση ότι η φτωχή εποπτεία του μεγάλου χρηματοοικονομικού τομέα αποδείχθηκε καταστροφική για το σύνολο της οικονομίας.
Την 28η θέση καταλαμβάνει ωστόσο η Κύπρος όσον αφορά τις κοινωνικές πολιτικές της. Αναφέρεται ότι το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης έχει ψηλές επιδόσεις. Προστίθεται ότι τα επίπεδα φτώχειας βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα, αλλά επισημαίνεται ότι η λιτότητα και η ανεργία αναμένεται να αυξήσουν τον αποκλεισμό. Η ψηλή ποιότητα του δημόσιου συστήματος υγείας δείχνει κάποιες ανισότητες στην πρόσβαση, αναφέρεται.
 
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης τα οικογενειακά δίκτυα λειτουργούν υποβοηθητικά στις υπανάπτυκτες οικογενειακές πολιτικές. Αναφέρεται ταυτόχρονα ότι το ποσοστό συμμετοχής γυναικών στην αγορά εργασίας είναι ψηλό. Οι συντάξεις ωστόσο είναι σχετικά χαμηλές, με την κρίση να οδηγεί σε περαιτέρω περικοπές.
Προστίθεται ότι οι μετανάστες αποτελούν μεγάλο μερίδιο του ανθρώπινου δυναμικού αλλά δεν ενθαρρύνεται η μακροπρόθεσμη κοινωνική ένταξή τους.
 
Στην 37η θέση βρίσκεται η Κύπρος όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πολιτικές της, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως “κατακερματισμένες και με κακό συντονισμό”.
Η χώρα, αναφέρεται, δεν έχει ολοκληρωμένη περιβαλλοντική πολιτική, τα επίπεδα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αυξάνονται και η πρόοδος στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι αργή. Παράλληλα, αναφέρεται στο γεγονός ότι η διατήρηση των υδάτινων πόρων αποτελεί μέγα θέμα, με τις παράνομες γεωτρήσεις να οδηγούν σε υπερβολική χρήση των υπόγειων υδάτων.
 
Αναγνωρίζεται ότι η χώρα έχει κυρώσει διεθνείς συμβάσεις και συμμετέχει σε διάφορους περιβαλλοντικούς οργανισμούς, αλλά σημειώνεται ότι δεν έχει προχωρήσει την εφαρμογή των υποχρεώσεων που πηγάζουν από αυτές και ότι κινδυνεύει με πρόστιμα από την ΕΕ.
Παρά το γεγονός ότι η Κύπρος έχει γενικά δίκαιες και διαφανείς διαδικασίες βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή κατάταξη όσον αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας (32η). 
 
Αναφορά γίνεται στην απότομη μείωση του ποσοστού συμμετοχής σε εκλογές. Τα κόμματα, αναφέρεται, λαμβάνουν δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση αλλά η εποπτεία είναι αδύναμη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι γενικά ανεξάρτητα, σημειώνεται. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποιο γενικό κυβερνητικό πλαίσιο για πρόσβαση στην πληροφόρηση.
Η έκθεση αναφέρει ότι υπάρχει γενικά σεβασμός στα πολιτικά δικαιώματα, αλλά βρίσκει ότι τα πολιτικά κόμματα ελέγχουν την πρόσβαση σε διορισμούς κάτι που δημιουργεί πίεση για ένταξη σε αυτά. Οι νομοθεσίες εναντίον της διάκρισης είναι ισχυρές.
 
Ωστόσο, αναφορά γίνεται στις διακριτικές εξουσίες της Κυβέρνησης, οι οποίες, σύμφωνα με την έκθεση, από καιρό σε καιρό υποσκάπτουν τη νομική βεβαιότητα. Όσον αφορά το δικαστικό έλεγχο που ασκείται, αυτός θεωρείται αποτελεσματικός.
Από την άλλη, εκφράζεται η θέση ότι μέτρα κατά της διαφθοράς δεν εφαρμόζονται αποτελεσματικά.
 
Στην τελευταία θέση (41η) βρίσκεται η Κύπρος όσον αφορά την απόδοση της εκτελεστικής εξουσίας (executive capacity).
Η κεντρική εκτελεστική εξουσία στερείται εμπειρογνωμοσύνης στην αξιολόγηση πολιτικών,
ενώ τα Υπουργεία είναι εξαιρετικά αυτόνομα και η σύνταξη των νόμων βασίζεται στη γενική πολιτική της Κυβέρνησης, με περιορισμένο διυπουργικό συντονισμό.
 
Όσον αφορά στη διαβούλευση με κοινωνικούς φορείς, αυτή κρίνεται συχνή, αλλά όχι θεσμοθετημένη. Η επικοινωνιακή συνοχή, κυρίως όσο χειροτέρευε η κρίση, ήταν φτωχή, αναφέρεται.
Η διενέργεια της έκθεσης αναλήφθηκε από το Ίδρυμα Bertelsmann της Γερμανίας. Συντάκτης της έκθεσης για την Κύπρο ήταν ο Χριστόφορος Χριστοφόρου, σχολιαστής ο Γερμανός καθηγητής Heinz-Jürgen Axt και περιφερειακός συντονιστής ο Roy Karadag.