«Οι τραπεζίτες που έφεραν το τραπεζικό σύστημα στη σημερινή του κατάσταση δεν είναι και οι καλύτεροι σύμβουλοι για τους τρόπους με τους οποίους θα εξυγιανθεί», δήλωσε σήμερα ο Πανίκος Δημητριάδης.
Σε ομιλία του σε εκδήλωση του ΕΒΕΛ Λάρνακας, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας κατηγόρησε τους τραπεζίτες ότι έφεραν το τραπεζικό σύστημα στη σημερινή του κατάσταση, επισημαίνοντας πως γι αυτό ακριβώς τον λόγο δεν είναι και οι καλύτεροι σύμβουλοι για τους τρόπους με τους οποίους θα εξυγιανθεί.
«Όταν μια τράπεζα παρουσιάζει τεράστια κέρδη και ταυτόχρονα κρύβει στους ισολογισμούς της πολλές και μεγάλες επισφάλειες για τις οποίες δεν κάνει τις απαραίτητες προβλέψεις», πρόσθεσε ο κ. Δημητριάδης, «η πραγματική οικονομία υποφέρει επειδή η ικανότητα της τράπεζας αυτής να χρηματοδοτήσει με νέα δάνεια τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχώς περιορίζεται, αφού όλο και περισσότερα χρήματα συνεχώς διοχετεύονται για να κρύβονται οι αμαρτίες του παρελθόντος».
Οι δηλώσεις του Πανίκου Δημητριάδη έρχονται να επιβαρύνουν το ήδη βαρύ κλίμα που έχει δημιουργηθεί για τους χειρισμούς των κυπριακών τραπεζών, οι οποίες ενδέχεται να χρειαστούν περισσότερα από €10 δισ. για ανακεφαλαιοποίηση, εκτοξεύοντας το κυπριακό χρέος σε επίπεδα που διεθνείς οίκοι αξιολόγησης θεωρούν μη βιώσιμο.
Ο κ. Δημητριάδης χαρακτήρισε ως αβάσιμες τις ανησυχίες ενδεχομένης εκτόξευσης του δημόσιου χρέους σε επίπεδα που θα απειλήσουν τη βιωσιμότητα του, αντιπαραβάλλοντας τις ελπίδες που τρέφει η Κύπρος για απευθείας χρηματοδότηση του χρέους, την πιθανότητας αποδόσεων στα κεφάλαια που θα παραχωρήσει το δημόσιο και τις προοπτικές από το φυσικό αέριο.
Παράλληλα, διαφωνώντας με όσους εξέφρασαν προβληματισμό για την απότομη αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών των τραπεζών, ο διοικητής σημείωσε ότι «η διατήρηση αυστηρότερων κριτηρίων ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, όπως και η υιοθέτηση πιο αυστηρών διεθνών προτύπων που αφορούν τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα ενισχύσει την αξιοπιστία των επενδυτών προς το τραπεζικό σύστημα και θα αποτρέψει την επανάληψη των λαθών του παρελθόντος».
Αναφερόμενος στο κυπριακό μνημόνιο, είπε ότι από δημοσιονομικής πλευράς, το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει μια αξιόπιστη στρατηγική δημοσιονομικής εξυγίανσης. Θα δίδεται έμφαση στις περικοπές δαπανών και φορολογίες, που όμως, όπως επισήμανε, δεν θα επηρεάσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο κ. Δημητριάδης εξέφρασε την άποψη ότι μέσα από το πρόγραμμα σταθεροποίησης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί επίσης η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία προκαλεί σήμερα ανησυχίες.
Τάχθηκε παράλληλα υπέρ της τροποποίησης της ΑΤΑ, έτσι ώστε να μειωθούν η ακαμψία των μισθών και οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, επεσήμανε ότι ως προσωρινό μέτρο, η αναστολή της ΑΤΑ θα πρέπει να επεκταθεί περαιτέρω.
«Οι προκλήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν»
Ο Διοικητής χαρακτήρισε πρωτόγνωρα τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κυπριακή οικονομία. Ωστόσο, παρουσιάστηκε εκ νέου αισιόδοξος, σημειώνοντας ότι οι προκλήσεις αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν. «Η μεταστροφή του υφιστάμενου αρνητικού οικονομικού κλίματος σε θετικό δεν είναι εύκολη αλλά ούτε και ανέφικτη», πρόσθεσε.
«Οι εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ με πρώτη και κύρια θετική εξέλιξη την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης και τη θωράκιση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος αποτελούν τόσο για την Κύπρο όσο και για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ μια ελπιδοφόρα εξέλιξη πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί ένα καλύτερο και απαλλαγμένο από μεγάλες οικονομικές κρίσεις μέλλον».
«Ταυτόχρονα, σε εθνικό επίπεδο, τόσο η πρόσφατη ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων όσο και η ένταξη της χώρας μας στο Μηχανισμό Στήριξης παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό της κυπριακής οικονομίας στη βάση των σημερινών απαιτήσεων που ούτως ή άλλως πηγάζουν από την ιδιότητα της χώρας μας ως πλήρες μέλος της ζώνης του ευρώ».
«Αλλά και κυρίως από την ανάγκη να παραδώσουμε στις μέλλουσες γενιές μια ισχυρή οικονομία και μια Κύπρο ευημερούσα προς όφελος τόσο των Κυπρίων πολιτών όσο και της ίδιας της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε», κατέληξε.