Ομιλία εκφώνησε ο πρόεδρος του Κ.Σ. ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, στην «επετειακή εκδήλωση καταδίκης του δίδυμου εγκλήματος του 1974 και της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί».
Διαβάστε αυτούσια την ομιλία:
Στον Πενταδάκτυλο φυλακίζεται η λεβεντιά.
Η πέτρινη κατοχική σημαία συνοδεύει τους εφιάλτες μας και προκαλεί βάναυσα την εθνική και ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας.
Στην καρδιά της Λευκωσίας στήθηκαν «κρατικά σύνορα».
Οι πατρογονικές εστίες παραμένουν ορφανές ή ακούσια φιλοξενούν ανεπιθύμητους μουσαφίρηδες.
Οι εκκλησίες στα κατεχόμενα εδάφη μας παραμένουν βουβές και λεηλατημένες.
Οι ηρωικοί εγκλωβισμένοι εξαναγκάσθηκαν να πάρουν το δρόμο της αυτοεξορίας.
Οι Τούρκοι αξιωματούχοι δεν χάνουν ευκαιρία να μας υπενθυμίζουν ότι η Κύπρος αποτελεί τμήμα του ζωτικού χώρου της Τουρκίας και μέσα από τις συνομιλίες επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν όχι μόνο όσα αυθαίρετα κατέλαβαν με την εισβολή του 1974, αλλά ακόμα περισσότερα.
Η απάντηση του κυπριακού Ελληνισμού πρέπει να είναι ξεκάθαρη και αποστομωτική.
Δεν απεμπολούμε τα δικαιώματά μας, όποιοι και νά'ναι, όσο δυνατοί και νά'ναι.
Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε η ιστορία να μας καταγράψει ως την τελευταία γενιά Ελλήνων σε αυτή την μακραίωνη ελληνική γη.
Αγωνιζόμαστε για λευτεριά και εθνική επιβίωση, τα ισοζύγια δυνάμεων δεν μας τρομάζουν, δεν καθορίζουν το αποτέλεσμα, ούτε και το μέλλον μας.
Σε όσους έντεχνα καλλιεργούν το κλίμα της ηττοπάθειας, ότι το 1974 ηττηθήκαμε και πρέπει να πληρώσουμε τις συνέπειες της ήττας, απαντούμε:
Το 1974 δεν ηττηθήκαμε. Προδοθήκαμε.
Το 1974 χάσαμε μια σημαντική μάχη. Δεν χάσαμε τον πόλεμο. Δεν πρέπει να παραδοθούμε.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου μπορεί να ανατρέψει τις αρνητικές συνέπειες της προδοσίας.
Γνωστοί οι σχεδιασμοί και οι μεθοδεύσεις των ΝΑΤΟικών κύκλων, καθώς και της Τουρκίας.
Γνωστός δυστυχώς και ο ρόλος μιας χούφτας ελληνόφωνων πολιτικών και στρατιωτικών στην Ελλάδα και των συνοδοιπόρων τους στην Κύπρο, οι οποίοι ταυτίστηκαν με τους ξένους σχεδιασμούς και ανέλαβαν την ευθύνη να τους προωθήσουν σε βάρος του Ελληνικού λαού και κύρια σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η 15η και η 20η Ιουλίου 1974 ήταν οι δύο φάσεις του ίδιου εγκληματικού σχεδίου, το οποίο είχε εκκολαφθεί από τους ΝΑΤΟικούς κύκλους και υλοποιήθηκε με την συνεργασία Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών και την συνδρομή Κυπρίων συνοδοιπόρων.
Ήταν το αποκορύφωμα μιας 10ετούς συνωμοσίας η οποία άρχισε μετά την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την υπονόμευση που επιχείρησε η τουρκοανταρσία του 1963-64. Αποσκοπούσε στην πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχ. Μακαρίου, την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβολή της διπλής ένωσης, για να αποτραπεί δήθεν η κουβανοποίηση της Κύπρου.
Η συνωμοσία σε βάρος της Κύπρου άρχισε να εξυφαίνεται σε πολλαπλά επίπεδα, πολιτικά και στρατιωτικά.
Πραγματικός στόχος η νομιμοποίηση της Βρετανικής παρουσίας στην Κύπρο και η ικανοποίηση των επεκτατικών στόχων της Τουρκίας, η οποία επεδίωκε έξοδο προς την Ανατολική Μεσόγειο και ενίσχυση της πολιτικοστρατιωτικής της παρουσίας, ώστε να καταστεί περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.
Το πρώτο πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου σχεδιάστηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1965. Ματαιώθηκε μετά από παρέμβαση του τότε Έλληνα Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου.
Το δεύτερο, με την κωδική ονομασία ΕΡΜΗΣ, θα πραγματοποιείτο στις 10 Μαρτίου 1970 σε συνδυασμό με την δολοφονική απόπειρα που επιχειρήθηκε εναντίον του Αρχιεπισκόπου, με την κατάρριψη του ελικοπτέρου στο οποίο επέβαινε. Ματαιώθηκε λόγω της διάσωσής του.
Το τρίτο προγραμματίσθηκε στις 14 προς 15 Φεβρουαρίου 1972 μετά την ρηματική διακοίνωση της χούντας για παραίτηση του Μακαρίου από την προεδρία του κράτους και είχε ως συντονιστή τον πρέσβη της χούντας στην Λευκωσία, Κων. Παναγιωτάκο.
Ματαιώθηκε λόγω διαρροής της πληροφορίας καθώς και της μαζικής λαϊκής κινητοποίησης, με πρωτοπόρο την ΕΔΕΚ και αποκορύφωμα το ογκώδες συλλαλητήριο στην πλατεία της Αρχιεπισκοπής, με ομιλητή τον Β. Λυσσαρίδη.
Ακαταμάχητο τεκμήριο της αντεθνικής δράσης της χούντας είναι το σημείωμα το οποίο συνέταξε ο Κων. Παναγιωτάκος στις 25.2.1972 μετά την συνάντησή του με τον πρέσβη της Τουρκίας στην Αθήνα. Παραδέχεται ότι αυτός συντόνιζε τους τρεις Μητροπολίτες εναντίον του Μακαρίου. Βολιδοσκόπησε μάλιστα τον Τούρκο πρέσβη κατά πόσο η Τουρκία ενδιαφέρεται να συνεργασθεί με την Αθήνα για την ανατροπή του Μακαρίου, με στόχο να προωθηθούν τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών, όπως πρόσφατα είχαν συμφωνηθεί, με την σύμφωνη γνώμη των συμμάχων τους.
Οι συνεχείς αποτυχίες της χούντας να ανατρέψει τον Μακάριο την οδήγησαν την αποστολή του Γ. Γρίβα στην Κύπρο και την ίδρυση της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β΄, το φθινόπωρο του 1971.
Ως αρχηγός της ΕΟΚΑ Β΄, ο Γρίβας εκπόνησε τρία σχέδια πραξικοπήματος σε βάρος του Αρχ. Μακαρίου. Το σχέδιο «ΣΦΕΝΔΟΝΗ» το Δεκέμβριο του 1971, το «ΑΠΟΛΛΩΝ» την άνοιξη του 1973 και το «ΝΙΚΗ» τον Ιούνιο του 1973.
Η ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη χούντα του Ιωαννίδη το Νοέμβριο του 1973, εντατικοποίησε την πολεμική ενάντια στον Μακάριο.
Η πρώτη απόφαση για την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου λήφθηκε τον Φεβρουάριο του 1974, με πρωταγωνιστές τους Γκιζίκη, Ιωαννίδη, Ανδρουτσόπουλο και Μπονάνο.
Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε σε δεύτερη συνάντηση των ιδίων, με την συμμετοχή και του αρχηγού στρατού Γαλατσάνου στις αρχές Απριλίου 1974, κατά την οποία καθορίσθηκε ο χρόνος πραγματοποίησης, ο αρχηγός και υπαρχηγός του πραξικοπήματος.
Στις 2 Ιουλίου του 1974, δύο δηλ. ημέρες πριν από την αποστολή στον δικτάτορα Γκιζίκη της γνωστής επιστολής Μακαρίου, έγινε στην Αθήνα η τελική σύσκεψη παρουσία του αρχηγού και υπαρχηγού του πραξικοπήματος κατά την οποία καθορίσθηκαν τα συνθηματικά, η μορφή της επιχείρησης, οι δυνάμεις οι οποίες θα λάμβαναν μέρος καθώς και η μέρα και ώρα έναρξης του πραξικοπήματος.
Όσον αφορά την τύχη του Μακαρίου, οι οδηγίες ήταν σαφείς. Σε περίπτωση διάσωσης από την επίθεση στο Προεδρικό, να συλληφθεί και να σταλεί στην Αθήνα.
Με βάση τις παραπάνω οδηγίες καθορίσθηκε και η ένταση της επίθεσης εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου το πρωινό της 15ης Ιουλίου. ‘Οταν ο Μακάριος διέφυγε από το κατεστραμένο Προεδρικό, το χουντοκρατούμενο ΓΕΕΦ απέστειλε αριθμητικά και οπλικά υπέρτερες στρατιωτικές δυνάμεις για να τον κυνηγήσουν, απ' ό,τι απέστειλε στις 20 Ιουλίου στην περιοχή της απόβασης για την αντιμετώπιση του τουρκικού προγεφυρώματος.
Στις 20 Ιουλίου, όταν άρχιζε η τουρκική εισβολή με συνδυασμό αποβατικής ενέργειας και αερομεταφερόμενης στρατιωτικής δύναμης στο θύλακα Λευκωσίας – Κιόνελι – Αγύρτας, όχι μόνο δεν φρόντισε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις εχθρικές δυνάμεις, αλλά αντίθετα τις διευκόλυνε να αποβιβασθούν, να οργανωθούν και να καταλάβουν εδάφη δημιουργώντας προγεφύρωμα για να διευκολυνθεί η πρόσθετη αποβίβαση στρατιωτικών δυνάμεων αλλά και να ισχυροποιηθεί η άμυνα του Τ/κυπριακού θύλακα Λευκωσίας, προς αποφυγή κατάληψής του και ματαίωσης των τουρκικών στόχων.
Έτσι μαρτυρήσαμε το πραξικόπημα, την επιβίωση του Μακαρίου και τελικά την εισβολή.
Οι Εφιάλτες άνοιξαν την κερκόπορτα.
Ο τουρκικός στρατός κατήγαγε νίκη χωρίς αντίπαλο, σε ένα παιγνίδι στημένο εκ των προτέρων.
Τα αποτελέσματα αυτής της συνομωσίας επιχειρήθηκε να νομιμοποιηθούν το 2004 με το σχέδιο Ανάν, το οποίο ο λαός μας με υπευθυνότητα απέρριψε, διασώζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία.
Για την ΕΔΕΚ, τους ΕΔΕΚίτες και τον ιδρυτή και ιστορικό της ηγέτη, Β. Λυσσαρίδη, σε αυτή την διαδρομή δεν υπήρξαν διλήμματα. Από την πρώτη στιγμή αναμετρήθηκαν με την συνομωσία και την παρανομία. Δεν επέλεξαν την εύκολη λύση είτε της συμπόρευσης, είτε της επιτήδειας ουδετερότητας για να εξασφαλίσουν εύνοια και λαφυραγωγία. Οργανωμένα και συντεταγμένα αντέδρασαν στις συνωμοσίες, με στόχο την ματαίωσή τους.
Το 1964, οι ηρωικοί Κοκκινοσκούφηδες απελευθέρωσαν τον Πενταδάκτυλο, ματαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα διχοτομικά σχέδια της Τουρκίας.
Στα χρόνια της χουντικής συνομωσίας στήριξαν αποφασιστικά και έμπρακτα τον Εθνάρχη Μακάριο, στο πρόσωπο του οποίου εκφραζόταν η δημοκρατία, η συνταγματική νομιμότητα και η κρατική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για αυτή την στάση κάποιοι αποκαλούσαν τους ΕΔΕΚίτες «ανθέλληνες» και κάποιοι άλλοι «εξτρεμιστές».
Μελανό στίγμα του πολιτικού και κοινοβουλευτικού μας βίου ήταν η φίμωση από το σύνολο των βουλευτών της κυπριακής Βουλής του Βάσου Λυσσαρίδη για να μη καταγγείλει την επίθεση των χουντικών τραμπούκων εναντίον των ΕΔΕΚιτών που διαδήλωναν υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1971.
Στα χρόνια της παρανομίας και της οργανωμένης προσπάθειας για ανατροπή της συνταγματικής νομιμότητας, η ΕΔΕΚ κατέβαλε βαρύ αλλά περήφανο φόρο αίματος. Ο κύκλος των δολοφονιών των στελεχών της ΕΔΕΚ άρχισε με τον Κόκο Φωτίου τον Απρίλιο του 1973 για να κλείσει με τον Δώρο Λοΐζου στις 30 Αυγούστου 1974, κατά την απόπειρα δολοφονίας του ηγέτη της αντίστασης, Βάσου Λυσσαρίδη. Η συγκάλυψη των ενόχων και στις δύο δολοφονίες, η φυγάδευσή τους στο εξωτερικό και η μη προσαγωγή τους στη δικαιοσύνη αποτελεί ακόμα ένα μελανό στίγμα του κράτους μας.
Το πρωινό της 15ης Ιουλίου, η ΕΔΕΚ ήταν το μοναδικό κόμμα που οργανωμένα αντιστάθηκε στο προδοτικό πραξικόπημα, στο άνοιγμα του Κολοκάση, την Αρχιεπισκοπή, το Καιμακλί, το ΣΟΠΑΖ, την Σολιά.
Όταν εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή, οι ΕΔΕΚίτες ήταν και πάλι στην πρώτη γραμμή άμυνας για να αποτραπεί η κατάληψη της Λευκωσίας, όταν η χούντα στην συνάντηση της 19ης Ιουλίου στην Αθήνα με την Αμερικανική αντιπροσωπεία είχε συναινέσει στην κατάληψη κυπριακών εδαφών για να αποκτήσει έξοδο προς την θάλασσα η τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Και στις 15 Αυγούστου του 1974, στην γνωστή σύσκεψη του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών, ο Β. Λυσσαρίδης με την γνωστή ομιλία του, απέτρεψε την παράδοση της πατρίδας μας στα τουρκικά στρατεύματα και την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ήταν η απαίτηση της Τουρκίας, με την στήριξη των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας για αποδοχή του σχεδίου Γκιουνές.
Εκείνη την στιγμή τα όπλα σίγησαν, για να κροταλίσουν 15 μέρες αργότερα στην δολοφονική απόπειρα εναντίον του ηγέτη της αντίστασης και τη δολοφονία του ήρωα ποιητή Δ. Λοΐζου.
Δυστυχώς, η δημοκρατική αντίσταση του λαού μας δεν ήταν ικανή να αποτρέψει την τραγωδία. Διέσωσε όμως την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο λαός μας με απίστευτη ψυχική δύναμη προχώρησε στην ανασύνταξή της από τα ερείπια της καταστροφής. Αυτή την Κυπριακή Δημοκρατία οφείλουμε να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού. Ιδρύθηκε και εδραιώθηκε με αγώνες, θυσίες και αίμα ηρώων, δεν θα επιτρέψουμε να καταλυθεί με υπογραφή πολιτικών.
Στα 46 χρόνια που μεσολάβησαν από τον μαύρο Ιούλιο του 1974, ποικιλώνυμοι πλανητάρχες, επιτήδειοι ουδέτεροι, σύγχρονοι Πιλάτοι, επιχείρησαν με ψευδοπροσχήματα να υπονομεύσουν την κρατική μας κυριαρχία, να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα του λαού μας, να αναβαθμίσουν νομικά και πολιτικά το ψευδοκράτος, και να επιβάλουν λύση ετεροβαρή και άδικη, η οποία να παραβιάζει παράφορα και προκλητικά το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Στο όνομα των αγωνιστών αλλά και των νεκρών της δημοκρατικής αντίστασης, την μνήμη των οποίων τιμούμε σήμερα, όχι από υποχρέωση, αλλά για παραδειγματισμό και αναβάπτισμα στα ιδανικά και τους αγώνες τους, στο όνομα των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων ηρώων της κυπριακής ελευθερίας, στα αθώα θύματα και τους παθόντες της τουρκικής θηριωδίας, οφείλουμε να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, να διεκδικήσουμε για το λαό μας μια δημοκρατική λύση που να διασφαλίζει στις μελλοντικές γενιές ασφάλεια, όπου όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις, χωρίς εθνοτικούς ή θρησκευτικούς διαχωρισμούς.
Οφείλουμε να αγωνισθούμε για λύση που δεν θα επιτρέπει την επανάληψη του παρελθόντος. Που δεν θα χρειασθεί οι μελλοντικές γενιές να βιώσουν όσα η δική μας και δεν θα έχουν το θλιβερό καθήκον να μνημονεύουν ήρωες ή θύματα είτε εμφύλιου σπαραγμού, είτε της τουρκικής βαρβαρότητας.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στους αδικοχαμένους συμπατριώτες μας, ως στοιχειώδης σεβασμός στους νεκρούς ήρωες μας αλλά και της κρατικής και εθνικής μας αξιοπρέπειας, επιβάλλεται να αγωνισθούμε για να ματαιώσουμε τα σχέδια που επιχείρησαν και συνεχίζουν να επιχειρούν σε βάρος της πατρίδας μας, με στόχο την υπονόμευση της κρατικής μας κυριαρχίας, την νομική και πολιτική αναβάθμιση του ψευδοκράτους, την κάμψη του αγωνιστικού φρονήματος του λαού μας και την επιβολή λύσης ετεροβαρούς και άδικης, η οποία θα παραβιάζει παράφορα και προκλητικά το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Παρά τα λάθη και τις παραλείψεις, τις αναίτιες υποχωρήσεις, ο λαός μας αντιστάθηκε και ματαίωσε τέτοια εγχειρήματα. Αυτό που δεν πέτυχε η εισβολή του 1974 επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί στο όνομα της ΔΔΟ με το σχέδιο Ανάν το 2004. Ο λαός μας με την ψήφο του έδωσε αποστομωτική απάντηση σε όσους απεργάζονται τα δικαιώματα του κυπριακού ελληνισμού και επιχειρούν να ακρωτηριάσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, πληρώνοντας βαρύ τίμημα για την περήφανη στάση του.
Όπως επιβεβαιώθηκε κατ’ επανάληψη, τόσο με τη στάση της Τουρκίας όσο και των εκπροσώπων της στο κατοχικό καθεστώς, σταθερός και αμετάθετος στόχος είναι η επιβολή λύσης δυο χωριστών κρατικών μορφωμάτων με χαλαρή συνομοσπονδιακή κεντρική κυβέρνηση και τουρκική επικυριαρχία σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια μέσω των εγγυήσεων αλλά και της παραμονής κατοχικών στρατευμάτων και μετά την λύση.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ΔΔΟ, όπως κάποιοι την ερμηνεύουν και επιχειρούν να την εφαρμόσουν, δεν είναι Ομοσπονδία. Είναι δύο κράτη, είναι Συνομοσπονδία, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσει σε διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δύο κράτη. Στην δε χειρότερη σε προσάρτηση ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία.
Οι συνομιλίες στο πλαίσιο του διακοινοτικού διαλόγου και στην βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) για 44 χρόνια απεδείχθησαν αναποτελεσματικές. Όχι μόνο δεν έφεραν τη λύση ένα βήμα πιο κοντά, αλλά αντίθετα αλλοίωσαν την ουσία του προβλήματος. Από θέμα εισβολής και κατοχής το μετέτρεψαν σε θέμα διακοινοτικής διευθέτησης. Επέτρεψαν στην Τουρκία να παρουσιάζεται ως ουδέτερος τρίτος με «εποικοδομητική στάση» και την ίδια στιγμή να κεφαλαιοποιεί πολιτικά κέρδη.
Ως πολιτική ηγεσία οφείλουμε να ακούσουμε και να αφομοιώσουμε τη δραματική έκκληση που ο Αρχ. Μακάριος είχε απευθύνει με την τελευταία ιστορική του ομιλία, από την πλατεία Ελευθερίας στις 20 Ιουλίου 1977, ότι δηλ. «ο διακοινοτικός διάλογος με τη μορφή που διεξήχθη διέδραμε ήδη την χρησιμότητά-του, η Τουρκία τον αξιοποιεί ως άλλοθι για να εδραιώσει τα επεκτατικά-της σχέδια. Ως εκ τούτου, όσοι ενδιαφέρονται για πραγματική λύση θα πρέπει να ασκήσουν πιέσεις προς την Τουρκία».
Την ίδια στιγμή, διακήρυξε με σθένος την έναρξη του μακροχρόνιου αγώνα, κατάληξη του οποίου θα είναι ο τερματισμός της κατοχής και η εξεύρεση λύσης δίκαιης και βιώσιμης, όπου όλοι οι κάτοικοί της θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα.
Στην βάση των παραπάνω αρχών είναι μεν δύσκολη η ανατροπή των σημερινών δεδομένων. είναι όμως εφικτή. Αρκεί να το πιστέψουμε και να αγωνιστούμε γι΄ αυτό.
Η σημερινή προκλητική επεκτατική συμπεριφορά της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο και την ΑΟΖ τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας επιβάλλει αναθεώρηση της τακτικής μας. Θα πρέπει από κοινού Κύπρος και Ελλάδα να υιοθετήσουν κοινή εθνική πολιτική, η οποία να στηρίζεται σε τρείς πυλώνες:
Τον πολιτικό, με καθορισμό συγκεκριμένων ενεργειών στα Η.Ε. και την Ε.Ε. με στόχο την ματαίωση οποιασδήποτε μορφής πολιτικής ή οικονομικής αναβάθμισης των σχέσεων της με την Τουρκία και την επιβολή κλιμακούμενης μορφής κυρώσεων,
Τον ενεργειακό, με περαιτέρω προώθηση των σχεδιασμών για ολοκλήρωση του ενεργειακού προγράμματος με την εμπλοκή χωρών τα συμφέροντα των οποίων συγκλίνουν με τα δικά μας, και τέλος,
Τον στρατιωτικό. Για να μπορούν να έχουν πολιτική και διπλωματική αξιοπιστία οι δύο προηγούμενοι πυλώνες, απαιτείται μια αξιόπιστη στρατιωτική υποστήριξη με την ενίσχυση της αμυντικής αποτρεπτικής ισχύος των ενόπλων δυνάμεων Κύπρου και Ελλάδας. Γι΄ αυτό και άμεσα επιβάλλεται:
Η αναβάθμιση του αξιόμαχου και της επιχειρησιακής ικανότητας της Ε.Φ.
Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των οπλικών της συστημάτων
Η επανενεργοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου
Η ενισχυμένη αριθμητικά και οπλικά παρουσία Ελληνικού στρατού στην Κύπρο.
Η στρατιωτική συνεργασία με χώρες μέλη της ΕΕ τα συμφέροντα των οποίων στην Αν. Μεσόγειο συμπίπτουν με τα δικά μας.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες και δύσκολες. Δεν πρέπει όμως το φόβο της ηττοπάθειας να επιτρέψουμε να κυριαρχήσει το άδικο και να είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στην Κύπρο.
Αυτό πρέπει να αποτελεί το συμβόλαιο ενός λαού με την ιστορία και το έθνος.
Δεν είναι δυνατόν αυτά τα χώματα, τα αιώνια Ελληνικά, να παραδοθούν στους εχθρούς.
Σε αυτό τον αγώνα κανένας δεν δικαιούται απουσίας.
Μέχρι την απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών μας, είμαστε υποχρεωμένοι όχι μόνο να αποτίουμε φόρο τιμής στους ήρωες της δημοκρατικής νομιμότητας και της ελευθερίας, αλλά και να καταθέτουμε τον ετήσιο απολογισμό μας.
Αυτό θα είναι και το καλύτερο μνημόσυνο. Μόνο τότε, ο αιώνιος ύπνος τους θα είναι γαλήνιος. Όταν η πατρίδα μας θα είναι και πάλι ελεύθερη και δημοκρατική, όπως την οραματίσθηκαν και για την πραγματοποίησή της αγωνίσθηκαν μέχρι την τελευταία τους πνοή.
Σήμερα, με αφορμή και την τελευταία πρόκληση του Τούρκου ισλαμοφασίστα προέδρου να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί, με προφανή στόχο να στείλει μήνυμα υπεροχής έναντι του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, οφείλουμε να υπομνήσουμε σε εχθρούς και άσπονδους φίλους ότι:
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει».
Αιωνία θα είναι η μνήμη τους.