Δολοφονήθηκε σαν σήμερα το πρωί της 22ης Αυγούστου 1974 από Τούρκους στρατιώτες σε περίοδο εκεχειρίας

Το τρίτο από τα δέκα παιδιά της γιαγιάς Ελένης. Το δεύτερο από τα κορίτσια της. Μια μάνα που έφερε στον κόσμο πέντε γιους και πέντε θυγατέρες, τότε που το φως δεν έφτανε ακόμη στα σπίτια, τότε που οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα σε τσίγκινες λεκάνες και το νερό ήταν μόχθος, όχι αυτονόητο αγαθό. Η γιαγιά, με το κουτσό της πόδι —δώρο μιας κακοτυχίας με το καρότσι και τα ζώα—, στεκόταν θεριό απέναντι στη ζωή. Χήρα, με δέκα στόματα να ταΐσει, πάλεψε με τα καπνά, τις ελιές, τις χαρουπιές, στα φτωχά χώματα της Ταύρου, της μικρής Καρπασίτισσας γης, μισό αιώνα πριν.

Ανάμεσα στα παιδιά της, κι η Ανδρούλα
Δεν την γνώρισα ποτέ. Μα από παιδί μεγάλωνα με τη σιωπηλή της παρουσία. Την είχα μπροστά μου στην ίδια πάντα φωτογραφία· ορθογώνια, ασπρόμαυρη, κλεισμένη σε ξύλινη σκαλιστή κορνίζα με φύλλο χρυσού. Σαλόνι της γιαγιάς, υπνοδωμάτιο της μάνας μου, σπιτικά των θείων μου· το ίδιο πρόσωπο, η ίδια μορφή. Σαν εικόνισμα. Σαν άλλη Παναγιά. Με το καντήλι αναμμένο μπροστά της, με τις κατάρες και τα μοιρολόγια της γιαγιάς, με το βουβό δάκρυ που δεν στέγνωσε ποτέ.

Ήταν το κορίτσι που δεν ενηλικιώθηκε
Δεκαεφτά χρονών, με μάτια αθώα και βαθιά, μαλλιά χυτά, μαύρα σαν νύχτα, δέρμα λευκό, χαμόγελο γλυκό και ντροπαλό. Έμεινε εκεί για πάντα, φυλακισμένη σε μια φωτογραφία, σε μια ανάμνηση που δάγκωνε τις ψυχές όλων μας. Για τα αδέλφια της μια ανοιχτή πληγή, για εμάς, τα παιδιά των παιδιών τους, μια κληρονομιά πόνου.

Ήταν Αύγουστος του ’74
Η γιαγιά κρατούσε επτά από τα παιδιά της στην αγκαλιά της, ενώ οι γιοι της σκόρπισαν στον πόλεμο ή πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές. Εκεχειρία, έλεγαν. Μα τι εκεχειρία μπορεί να σταματήσει το μίσος; Το βράδυ ήρθαν στρατιώτες. Χτύπησαν την πόρτα της γιαγιάς. Ζήτησαν τις κόρες. Η μάνα στάθηκε στο κατώφλι σαν βράχος, δεν λύγισε, φώναξε, τους έσπρωξε με όση δύναμη είχε. Κι εκείνοι έφυγαν, βρίζοντας. Μα η εκδίκηση σιγόβραζε.

Το ξημέρωμα της Πέμπτης, 22 Αυγούστου, το χωριό βυθίστηκε στη σιωπή
Οι γυναίκες και τα παιδιά κλείστηκαν στα σπίτια. Η γιαγιά με τα δικά της ανέβηκαν στο μοναδικό διώροφο του χωριού. Μα δεν άργησαν να φανούν ξανά. Τρεις στρατιώτες έσπασαν την πόρτα, άδειασαν τις κάννες τους στους τοίχους για να σπείρουν τρόμο και ανέβηκαν. Διάλεξαν τις μεγαλύτερες κόρες. Η Γιαννούλα χτυπημένη στο πρόσωπο με το κοντάκι, η μικρή που ούρλιαζε, κι η Ανδρούλα που κρατιόταν σφιχτά στην αγκαλιά της μάνας.

Την τράβηξαν με τη βία. Έπεσε κάτω
«Τούτον το πράγμα εν το δέχουμαι… προτιμώ να πεθάνω! Μάνα μου, αδερφές μου, βοηθάτε με…» φώναζε το κορίτσι, κι η φωνή της αντηχούσε σαν μαχαιριά. Μάνα κι αδέλφια πάγωσαν, ανήμποροι, σφαλισμένοι μέσα στον τρόμο. Οι στρατιώτες γέμισαν ξανά το όπλο. Τρεις σφαίρες στον κρόταφο. Η ψυχή της Ανδρούλας πέταξε, άγγελος που γύρισε στον ουρανό.

Το πάτωμα βάφτηκε κόκκινο
Η θεία Γιαννούλα έριξε πάνω της ένα λευκό σεντόνι. Ύστερα, όταν τα Ηνωμένα Έθνη πήραν το άψυχο σώμα, πήρε τη σφουγγαρίστρα. Έπλυνε το αίμα της αδελφής της.
Κι ύστερα θυμάται: τα μακριά μαύρα μαλλιά της Ανδρούλας να κρέμονται από τη χούφτα του εκσκαφέα που κουβαλούσε το νεκρό της σώμα. Από τότε, η Γιαννούλα δεν άφησε ποτέ ξανά τα μαλλιά της να μακρύνουν. Δεν παντρεύτηκε ποτέ.

Η Ανδρούλα δολοφονήθηκε σε ώρα εκεχειρίας
Ένα ακόμα έγκλημα πολέμου. Ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών, που δεν πρόλαβε να αγαπήσει, να ζήσει, να μεγαλώσει. Δεν κηδεύτηκε ποτέ. Δεν νεκροφιλήθηκε από τη μάνα της. Το πτώμα της χάθηκε, θάφτηκε κάπου που δεν ξέρουμε. Η γιαγιά Ελένη έφυγε από τον κόσμο μ’ εκείνο το μαράζι. Το ίδιο κι η θεία Γιαννούλα.

Κι εμείς μένουμε με τη φωτογραφία
Με το βλέμμα της που μας κοιτάζει από έναν άλλον κόσμο, με τα χείλη που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν γέλιο γυναίκας. Κάθε Αύγουστο επιστρέφει στη μνήμη μας, σαν δροσιά και σαν μαχαίρι. Η θεία Ανδρούλα θα είναι για πάντα το γλυκό, δεκαεφτάχρονο κορίτσι της φωτογραφίας. Μια ψυχή που δεν πρόλαβε να ζήσει, μα που συνεχίζει να ζει μέσα στις πληγές, στα δάκρυα, στη μνήμη μιας οικογένειας και μιας πατρίδας.

Του Μιχάλη Χριστοδούλου

Πηγή: checkincyprus.com