Τα νέα δεδομένα δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη προς την Ε.Ε. έχει μειωθεί κατακόρυφα στις έξι μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε, τρία χρονιά μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καθώς τίθενται θεμελιώδη ερωτήματα για την δημοκρατική της νομιμότητα.
Με την οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας, τα πλούσια έθνη να διασώζουν τα φτωχά και με τη παράδοση σε διεθνείς τεχνοκράτες των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων για χάραξη πολιτικής, ο ευρωσκεπτικισμός έχει ανέβει σε τέτοια επίπεδα, που είναι πιθανόν να τροφοδοτεί λαϊκίστικες αντι-ευρωπαϊκές πολιτικές και να υπονομεύει τις προσπάθειες των ευρωπαίων ηγετών να διασώσουν το σχέδιό τους- το ενιαίο νόμισμα.
Το Ευρωβαρόμετρο δείχνει κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνη στην Ε.Ε. σε χώρες όπως την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ιταλία που ήταν παραδοσιακά πολύ φιλοευρωπαϊκές. Οι έξι χώρες στις οποίες έγινε η έρευνα (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία) είναι οι μεγαλύτερες της Ε.Ε. Όλες μαζί απαριθμούν 350 εκατομμύρια κατοίκους ενώ ολόκληρη η Ε.Ε. έχει 500 εκατομμύρια. Τα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν στην βρετανική Guardian και σε άλλες εφημερίδες πέντε χωρών, αποτελούν εφιάλτη για τους Ευρωπαίους ηγέτες, τόσο στον πλούσιο Βορρά όσο και στον χρεωμένo Νότο.
«Η ζημιά είναι πολύ μεγάλη», είπε ο José Ignacio Torreblanca, επικεφαλής του γραφείου του European Council of Foreign Relations στη Μαδρίτη, «άσχετα από ποια ευρωπαϊκή χώρα προέρχεσαι. Για όλους είναι χειρότερα τα πράγματα. Οι πολίτες πιστεύουν τώρα, ότι η δημοκρατία στην χώρα τους ανατρέπεται από τον τρόπο που γίνονται οι χειρισμοί της κρίσης του ευρώ».
Οι ηγέτες της Ε.Ε γνωρίζουν το πρόβλημα, αλλά δεν συμφωνούν πάνω στις λύσεις για την αντιμετώπισή του. Ακόμα δεν έχουν προτάσεις για την ανισορροπία μεταξύ οικονομικών -δημοσιονομικών δυνάμεων και της δημοκρατικής εντολής που είναι απαραίτητη για να στηριχθούν τέτοιες ριζικές πολιτικές αλλαγές. Ο επικεφαλής της Κομισιόν, José Manuel Barroso, δήλωσε την Τρίτη, 23 Απριλίου, ότι το «ευρωπαϊκό όνειρο» κινδυνεύει από τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό στην Ε.Ε. Σε μια περίοδο που τόσοι πολλοί Ευρωπαίοι είναι αντιμέτωποι με την ανεργία, την ανασφάλεια και την αυξανόμενη ανισότητα, έχει επέλθει ένα είδος «ευρωπαϊκής κόπωσης» που συνδυάζεται με μια έλλειψη εμπιστοσύνης. Ποιος κάνει τι; Ποιος αποφασίζει τι; Ποιος ελέγχει ποιόν και τι; Που βαδίζουμε;
Ο μεγαλύτερος ευρωσκεπτικισμός εντοπίζεται στην Ισπανία με το 72% του πληθυσμού να μην εμπιστεύεται την Ε.Ε και μόλις το 20% να την εμπιστεύεται. Τα στοιχεία συγκρίνουν την εμπιστοσύνη και την δυσπιστία στην Ε.Ε τον Νοέμβριο του 2012 σε σχέση με στοιχεία για το 2007, πριν δηλαδή επέλθει η οικονομική κρίση. Τα αποτελέσματα δείχνουν μια ραγδαία πτώση στην υποστήριξη της Ε.Ε. Στις πέντε από τις έξι χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας, η δυσπιστία ξεπέρασε κατά πολύ την εμπιστοσύνη, ενώ το 2007, με εξαίρεση την Βρετανία, ίσχυε το αντίθετο. Πριν από πέντε χρόνια, το 56% των Γερμανών, «μάλλον εμπιστευόταν» την Ε.Ε, ενώ τώρα 59% «μάλλον δεν την εμπιστεύονται». Στη Γαλλία, η δυσπιστία ανέβηκε στο 41% από το 56%. Στη Ιταλία, η δυσπιστία έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 28% στο 53%. Να σημειώσουμε ότι οι Ιταλοί παραδοσιακά εμπιστεύονταν περισσότερο την Ε.Ε παρά τους δικούς τους πολιτικούς.
Ακόμα και στην Πολωνία, που με τόσο ενθουσιασμό μπήκε στην Ε.Ε πριν μερικά χρόνια, και έχει πολλά ωφελήματα από τη μεταφορά δισεκατομμυρίων ευρώ από τις Βρυξέλλες, η εμπιστοσύνη έκανε βουτιά από το 68% στο 48%. Παρόλα αυτά είναι η μόνη χώρα όπου η έρευνα έδειξε ότι οι περισσότεροι κάτοικοι ακόμα εμπιστεύονται την Ε.Ε. Στην Βρετανία, όπου το Ευρωβαρόμετρο συνήθως καταγράφει μεγάλο ευρωσκεπτικισμό, τα ποσοστά δυσπιστίας αυξήθηκαν από το 49% στο 69%.
Μια ξεχωριστή και πιο λεπτομερής έρευνα που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα για την οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας κατέδειξε επίσης μεγάλη πτώση της εμπιστοσύνης στη Δημοκρατία και τις εθνικές πολιτικές. Η μελέτη του European Social Survey έδειξε ότι η αυξανόμενη ανεργία, το άγχος και η ανασφάλεια είχαν διαβρώσει την εμπιστοσύνη στην πολιτική. Σύμφωνα με την έρευνα: «Τα επίπεδα εμπιστοσύνης στην πολιτική και του βαθμού ικανοποίησης στην δημοκρατία, μειώθηκαν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η μείωση ήταν σημαντική στην Βρετανία, το Βέλγιο, την Δανία και Φιλανδία, αξιοσημείωτη στην Γαλλία, Ιρλανδία, Σλοβενία και Ισπανία ενώ έφτασε σε ανησυχητικά επίπεδα στην Ελλάδα».
«Η οικονομική κρίση δεν διέβρωσε μόνο την οικονομική κατάσταση πολλών πολιτών, αλλά δημιούργησε επίσης άγχος για το μέλλον μιας χώρας ακόμα και σε αυτούς τους πολίτες που δεν περνούσαν άμεσα δυσκολίες» αναφέρει η έρευνα. Η διάβρωση της πολιτικής υποστήριξης και οι γκρεμισμένες παραδοσιακές πολιτικές δίνουν έδαφος για νεοφερμένους λαϊκιστές όπως τον Beppe Grillo του κινήματος Five Star στην Ιταλία. Αυτή η τάση προβληματίζει ιδιαίτερα τους ηγέτες της Ε.Ε.
Την Δευτέρα,22 Απριλίου, ο Barroso δήλωσε ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται, πολλές εκ των οποίων κάτω από πίεση που ασκεί το Βερολίνο, έχουν φτάσει στα όρια της πολιτικής και κοινωνικής ανοχής. Δεν μπορούν, είπε, να παραμείνουν ως έχουν. Την επόμενη μέρα όμως, προσπάθησε να αποσύρει τις δηλώσεις του.
Η αντιμετώπιση της κρίσης, μέσα στην Ευρωζώνη, περιλαμβάνει, εκτός από πακέτα διάσωσης, την παράδοση της δημοσιονομικής και φορολογικής εξουσίας των εθνικών κυβερνήσεων και της βουλής κάθε χώρας, προς στις Βρυξέλλες. Ταυτόχρονα, οι χώρες που ‘διασώζονται’, επιβάλλεται να επιβλέπονται από μια τρόικα τεχνοκρατών και οικονομολόγων της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτά είναι βήματα «ομοσπονδοποίησης» που ίσως οδηγήσουν την ευρωζώνη να μεταμορφωθεί από νομισματική σε πολιτική ένωση.
«Η Ε.Ε έχει μεταβληθεί σε ένα σύστημα επίβλεψης προϋπολογισμών, αγορών εργασίας, συντάξεων κ.λπ. Δεν έχει προηγούμενο αυτό και είναι ριψοκίνδυνο» είπε ο Torreblanca. «Αν δεν κάνουμε διορθώσεις, θα υπάρξει ένας φαύλος κύκλος μεταξύ αντι-ευρωπαϊκού λαϊκισμού και τεχνοκρατίας όπως τον βλέπουμε να εξελίσσεται τώρα».
Ο Barroso, σε δυο ομιλίες του αυτή την εβδομάδα, υποστήριξε ότι η ομοσπονδοποίηση είναι η μόνη απάντηση στην οικονομική κρίση και την εμπιστοσύνη προς την Ευρώπη. Η Γερμανίδα καγκελάριος, Angela Merkel, προσπαθώντας να καταλαγιάσει τους φόβους για μια γερμανική «ηγεμονία» στην Ευρώπη και την ευρωζώνη, είπε ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παραδώσουν ακόμα περισσότερες εξουσίες στις Βρυξέλλες. «Δεν έχουμε ακόμα βρει τις απαντήσεις στο ερώτημα αν είμαστε προετοιμασμένοι να ενωθούμε με κοινούς οικονομικούς παραμέτρους, μέσα σε μια κοινή νομισματική περιοχή», είπε η Merkel στο Βερολίνο, σε συζήτηση με τον Πολωνό πρωθυπουργό Donald Tusk. «Αν θέλουμε να έχουμε ένα κοινό νόμισμα, μια κοινή Ευρώπη, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε πίσω συνήθειές που αποκτήσαμε με κόπο... Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι σε μερικά πράγματα η Ευρώπη έχει τον τελευταίο λόγο… Πρέπει να ξεπεράσουμε τους φόβους μας».
Ο Tusk όμως, προειδοποίησε ότι οι συνταγές της Γερμανίας μπορεί να επιφέρουν αύξηση στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό εντός της Ε.Ε., κάτι που είχε ήδη σχεδόν καταπολεμηθεί. «Δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το δίλημμα: πως δημιουργείς ένα νέο μοντέλο κυριαρχίας, έτσι ώστε η περιορισμένη εθνική κυριαρχία εντός Ε.Ε, να μην είναι κάτω από την κυριαρχία πιο μεγάλων χωρών όπως για παράδειγμα της Γερμανίας;», είπε ο Tusk. «Θα υποβόσκει ο φόβος παντού: στην Βαρσοβία, στην Αθήνα, στη Στοκχόλμη. Θα είναι παντού».
Ο Aart de Geus, επικεφαλής της Bertelsmann Stiftung, μιας δεξαμενής σκέψης, είπε ότι η τάση να παραδίδουν οι εθνικές εξουσίες τα κλειδιά στις Βρυξέλες είναι κάτι που θα έχει αρνητικές συνέπειες. «Η υποστήριξη προς την Ευρώπη πέφτει από το 2007. Είναι ριψοκίνδυνο να οδηγηθούμε προς την ομοσπονδοποίηση καθώς μπορεί να αποβεί αρνητικό και να ενθαρρύνει τον λαϊκισμό»