Μετά τις δηλώσεις του υπουργού Άμυνας, Νίκου Δένδια, για την ενίσχυση των νησιών του Αιγαίου με πυραυλικά συστήματα, η Άγκυρα απέφυγε τους υψηλούς τόνους σε ανώτατο επίπεδο. Η πρώτη και πιο οξεία αντίδραση προήλθε από τον εκπρόσωπο του κυβερνώντος κόμματος, Ομέρ Τσελίκ, και η δεύτερη από τον εκπρόσωπο Τύπου του υπουργείου Άμυνας· η πολιτική ηγεσία, ωστόσο, επέλεξε σιωπή.

Την ίδια στιγμή, όμως, δεξαμενές σκέψης και σχολιαστές που κινούνται στον κύκλο της κυβέρνησης επιτελούν το ρόλο της «ερμηνείας», εκπέμποντας προς το εσωτερικό αλλά και προς την Ελλάδα το μήνυμα που δεν διατυπώνεται επισήμως: ότι κάθε ελληνική στρατιωτική κίνηση –ακόμη και αν είναι καθαρά αποτρεπτική– αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως πράξη εχθρότητας.

«Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να δει την Τουρκία ως φίλο;»

Στο επίκεντρο της ανάλυσης του καθηγητή παν. Χασάν Καλιόντζου, και του ανώτερου ερευνητή στο SETA, Μουράτ Ασλάν, στο κρατικό πρακτορείο Αναντολού σήμερα βρίσκεται ερώτημα: «Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να δει την Τουρκία ως φίλο;» Στην ανάλυσή τους ξεδιπλώνεται ένα αφήγημα, στο οποίο η Αθήνα παρουσιάζεται ως χώρα που κατασκευάζει την απειλή και συντηρεί μια διαρκή «νοοτροπία Έριδος και Δόλου», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Η Τουρκία αυτοτοποθετείται στον αντίποδα, ως αμυντική δύναμη που ουδέποτε –όπως υποστηρίζει το άρθρο– υπήρξε επιθετική απέναντι στην Ελλάδα. Η Μικρασιατική Εκστρατεία, το Κυπριακό και ολόκληρο το φάσμα των διμερών διαφορών χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν τη θέση ότι η ελληνική πολιτική σκέψη παραμένει εγκλωβισμένη σε μια «τεχνητή εχθρότητα».

«Η Ελλάδα επιβαρύνει τον εαυτό της μέσω των εξοπλισμών»

Σημαντικό μέρος της ανάλυσης αφιερώνεται στην ελληνική οικονομία. Οι αναλυτές του SETA ανακαλούν την περίοδο της κρίσης, από το ευρώ έως τα μνημόνια, για να καταλήξει ότι η Ελλάδα «επιβαρύνει» τον εαυτό της μέσω των αμυντικών δαπανών. Με μια εκτενή αναφορά στους εξοπλισμούς –από τα F-16 Viper και τα Rafale έως τις φρεγάτες Belharra και τα υποβρύχια Type-214– προβάλλεται η άποψη ότι η Αθήνα «πληρώνει ακριβά τις εμμονές της».

 

Αιχμηρή κριτική στην ελληνοϊσραηλινή συνεργασία

Ακόμη πιο αιχμηρή είναι η παρουσίαση της ελληνοϊσραηλινής συνεργασίας. Οι κοινές ασκήσεις, η σχολή πιλότων στην Καλαμάτα και τα συστήματα PULS, Barak MX και David’s Sling περιγράφονται ως πλέγμα που «στοχεύει ευθέως την Τουρκία». Υπάρχει μάλιστα και η διατύπωση ότι το Ισραήλ δεν στηρίζει την Ελλάδα, αλλά την εργαλειοποιεί για δικούς του περιφερειακούς σκοπούς.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ως «ευκαιρία» για την Αθήνα

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ερμηνεύεται από το τουρκικό άρθρο ως «ευκαιρία», πάντως, για την Αθήνα. Γίνεται λόγος για τα κέρδη από τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου, για την ανταλλαγή BMP-1 με Marder και για το ότι η Ελλάδα αναδείχθηκε –κατά την ανάλυση– σε μία από τις περισσότερο ωφελημένες χώρες των αμερικανικών και ευρωπαϊκών προγραμμάτων για το Κίεβο.

Οι ελληνο-δυτικές συμμαχίες και η «περικύκλωση» της Τουρκίας

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η κριτική για τις συμμαχίες της Ελλάδας με ΗΠΑ και Γαλλία. Η ανανέωση της MDCA, η ελληνογαλλική στρατηγική συμφωνία και το στενό τρίγωνο Ελλάδας–Ισραήλ–Κύπρου προβάλλονται ως αποδείξεις ενός σχεδίου «περικύκλωσης» της Τουρκίας.

Το λόμπι στις ΗΠΑ και οι δηλώσεις Δένδια

Δεν λείπει ούτε η αναφορά στο ελληνικό και εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ, το οποίο –σύμφωνα με την τουρκική ανάλυση– υπονομεύει τα τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι πρόσφατες δηλώσεις Δένδια για πυραύλους στα νησιά, οι οποίες παρουσιάζονται ως «επιστροφή της Αθήνας στη νοοτροπία της έντασης».

Η Τουρκία, «σταθεροποιητική δύναμη» του ΝΑΤΟ

Το άρθρο κλείνει με μια χαρακτηριστική διατύπωση: η Τουρκία εμφανίζεται ως η ψύχραιμη, διπλωματική δύναμη που λειτουργεί υπέρ της σταθερότητας του ΝΑΤΟ. Υποστηρίζεται ότι, αν η Ελλάδα αντιμετώπιζε πραγματική απειλή, η Άγκυρα θα ήταν η πρώτη που θα έσπευδε να βοηθήσει. Αντιστρόφως, η Ελλάδα καλείται να «συνέλθει» από τον φαύλο κύκλο των συμμαχιών της, με το δίδυμο Μητσοτάκη–Δένδια να κατηγορείται ότι υπηρετεί αλλότρια συμφέροντα. Η τελική σύσταση: εγκατάλειψη του «Δόλου» και επίδειξη «καλής πίστης».

Λίγο μετά τις δηλώσεις Δένδια που αναστάτωσαν την Άγκυρα, το άρθρο του Αναντολού φαίνεται να λειτουργεί ως ένας κώδικας επικοινωνίας που επαναλαμβάνει, με πιο ακαδημαϊκό περίβλημα, όσα η τουρκική ηγεσία δεν θέλει να πει επισήμως.

Διαβάστε επίσης: Ο Ερντογάν ξαναγράφει τους χάρτες: η Συρία ως «αδελφός» και ως προτεκτοράτο