Η Τουρκία δεν προσχωρεί στη Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας διότι θεωρεί ότι το Αιγαίο και το Κυπριακό δημιουργούν ένα πλαίσιο «δομικά ασύμμετρο» για τα συμφέροντά της, εξήγησε με τρόπο σαφή και ξεκάθαρο ο τέως πρωθυπουργός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, Μπιναλί Γιλντιρίμ, ο οποίος επανέλαβε με έντονο τρόπο ότι η Άγκυρα αντιμετωπίζει το ζήτημα όχι ως νομική διαφορά, αλλά ως υπαρξιακό ζήτημα.
Συνδέοντας το παρόν με το οθωμανικό ναυτικό παρελθόν, επιχείρησε να θεμελιώσει τη σημερινή τουρκική θαλάσσια πολιτική σε μια ιστορική «γραμμή συνέχειας». Η επίκληση του Μπαρμπαρός Χαϊρετίν Πασά λειτούργησε ως ιδεολογικό περίβλημα του σημερινού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», προσδίδοντας επιπλέον βαρύτητα στο τουρκικό επιχείρημα ότι η χώρα οφείλει να διατηρήσει ευρύ θαλάσσιο στρατηγικό χώρο.
Ο 27ος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ, στην ομιλία του στο Διεθνές Συμπόσιο του Δικαίου της Θάλασσας (IMLTech 2025) στο Ντούζτζε, υπενθύμισε τα λόγια του Μπαρμπαρός Χαϊρετίν Πασά «Όποιος ελέγχει τις θάλασσες, ελέγχει τον κόσμο» και εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, είναι οι τουρκικές ευαισθησίες σχετικά με το Αιγαίο πέλαγος και το Κυπριακό.
Η Τουρκία «εκτός αλλά εντός» του Δικαίου της Θάλασσας
Ο Γιλντιρίμ πρόβαλε τη διπλή θέση που υιοθετεί η Άγκυρα: δεν υπογράφει τη Σύμβαση, αλλά εφαρμόζει μεγάλο μέρος της. Η στρατηγική αυτή ασάφεια επιτρέπει στην Τουρκία να αξιοποιεί τις διατάξεις που τη διευκολύνουν, απορρίπτοντας ταυτόχρονα εκείνες που θεωρεί ότι περιορίζουν την «θαλάσσια κυριαρχία» της στο Αιγαίο.
«Δεν είμαστε συμβαλλόμενο μέρος, αλλά εφαρμόζουμε πολλές διατάξεις της σύμβασης», δήλωσε.
Η αιτιολόγηση της μη υπογραφής
Ο Γιλντιρίμ διατύπωσε με σαφήνεια το τουρκικό επιχείρημα: η ένταξη στο Δίκαιο της Θάλασσας θα οδηγούσε, κατά την Άγκυρα, σε πρακτική απώλεια θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο λόγω της ελληνικής αντίληψης περί Αρχιπελάγους. Αυτή η επιχειρηματολογία αποτελεί τον πυρήνα της τουρκικής νομικο-πολιτικής στάσης από τη δεκαετία του 1970 και συνεχίζει να προσδιορίζει την τουρκική διπλωματική στρατηγική.
«Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι συμβαλλόμενο μέρος αυτής της σύμβασης, ούτε το τουρκικό κράτος. Οι ΗΠΑ την υπέγραψαν, αλλά δεν έγιναν συμβαλλόμενο μέρος. Υπάρχουν πολύ μεγάλοι πόροι στον βυθό της θάλασσας, υπάρχουν σπάνια στοιχεία. Οι ΗΠΑ δεν έγιναν συμβαλλόμενο μέρος επειδή τα θεωρούν ιδιοκτησία τους και δεν θέλουν να τα μοιραστούν. Ούτε εμείς είμαστε συμβαλλόμενο μέρος. Ποια είναι η ευαισθησία μας; Η ευαισθησία μας είναι το Αιγαίο Πέλαγος.
Το Αιγαίο Πέλαγος έχει μια τέτοια δομή που, σύμφωνα με το σύστημα του Δικαίου της Θάλασσας, αν ήμασταν συμβαλλόμενο μέρος αυτής της συμφωνίας, θα έπρεπε να διερχόμαστε πάντα από διεθνή ύδατα, όταν ταξιδεύουμε από την Κωνσταντινούπολη στο Φετιγιέ μέσω των Δαρδανελίων. Δεν θα είχαμε δική μας θαλάσσια επικράτεια.
Αλλά παρόλο που δεν είμαστε συμβαλλόμενο μέρος, εφαρμόζουμε πολλές διατάξεις της σύμβασης ως συνήθη πρακτική».
«Το μεγαλύτερο ζήτημα για εμάς είναι το Αιγαίο και το ζήτημα της Κύπρου»
Ο Γιλντιρίμ στη συνέχεια συνέδεσε το ειδικό καθεστώς του Μοντρέ και τον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας με την ανάγκη της Τουρκίας να διατηρεί ευελιξία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
«Αγκαλιάζουμε την ελευθερία της ανοικτής θάλασσας. Στην εφαρμογή της σύμβασης για το θαλάσσιο δίκαιο, το μεγαλύτερο ζήτημα για εμάς είναι το Αιγαίο Πέλαγος και το Κυπριακό. Δεν είμαστε συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης και υποστηρίζουμε ότι οποιεσδήποτε επιβολές εδώ δεν μας δεσμεύουν», υποστήριξε.
Το πάγιο τουρκικό αφήγημα είναι ότι τα ελληνικά νησιά «παράγουν» υπερμεγέθη θαλάσσια δικαιώματα εις βάρος της Τουρκίας. Η επιχειρηματολογία αυτή αποτελεί την καρδιά της ρητορικής περί «αδικίας» του Δικαίου της Θάλασσας και λειτουργεί ως ιδεολογική νομιμοποίηση των θέσεων της Άγκυρας.
«Τα νησιά απέχουν λίγα μίλια από εμάς και 300-500 μίλια από την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλά ζητήματα στο θαλάσσιο δίκαιο που αναμένουν επίλυση», κατέληξε.





