Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δέχθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλο Γ΄. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, σύμφωνα με την ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας, εξετάστηκαν «η επιθετικότητα του Ισραήλ στη Γάζα και η επιδεινούμενη ανθρωπιστική κατάσταση».
Η πολιτική βαρύτητα
Η αποκάλυψη αυτής της συνάντησης, η οποία δεν είχε προαναγγελθεί, γεννά ερωτήματα για τους λόγους που την υπαγόρευσαν και για τις διπλωματικές ισορροπίες που επιχειρεί να διαμορφώσει η Άγκυρα. Η τουρκική ηγεσία, με φόντο την εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή, εμφανίζεται να αναζητά γέφυρες, που υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας, ο Ερντογάν υπογράμμισε ότι «οι ενέργειες του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ αποσκοπούν στο να βλάψουν το ιστορικό καθεστώς και την ιερότητα της πόλης. Η κατάσταση αυτή, που απειλεί ανοιχτά την παράδοση συνύπαρξης μουσουλμανικών, χριστιανικών και εβραϊκών κοινοτήτων, είναι απαράδεκτη».
Ο Τούρκος πρόεδρος επεσήμανε ακόμη ότι «ο γενοκτόνος Νετανιάχου, επιτιθέμενος τελευταία και στο Κατάρ, απέδειξε ότι δεν είναι φιλειρηνιστής. Το Ισραήλ συνεχίζει τις επιθέσεις του χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα σε τζαμιά και εκκλησίες. Ευχόμαστε να παραμείνουμε σε στενή επαφή για την προστασία της χριστιανικής και μουσουλμανικής κληρονομιάς στα κατεχόμενα εδάφη».
Στη συνάντηση παρέστησαν επίσης ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο επικεφαλής επικοινωνίας της προεδρίας Μπουρχανετίν Ντουράν και ο ανώτατος σύμβουλος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας Ακίφ Τσαγκατάι Κιλίτς.
Η Τουρκία, μέσω αυτής της σπάνιας επαφής με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, επιδιώκει να εμφανιστεί ως συνομιλητής με όλους τους παράγοντες στην Ιερουσαλήμ. Η χρονική συγκυρία και το μυστήριο, που περιβάλλει τα κίνητρα της πρόσκλησης, αλλά και το πραγματικό περιεχόμενο της συνάντησης, ενισχύουν την αίσθηση ότι η Άγκυρα αξιοποιεί τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες ως μοχλό διπλωματικής επιρροής.