Οι απρόβλεπτες παλινωδίες του Ντόναλντ Τραμπ, που οδήγησαν από την απειλή πολέμου σε μια αιφνιδιαστική εκεχειρία με το Ιράν μετά από την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση, ο πόλεμος των 12 ημερών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν με την στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ, αποτέλεσαν το κυρίαρχο θέμα της διεθνούς επικαιρότητας. Διεθνείς αναλύσεις εστίασαν στην αρχική σύγχυση των υποστηρικτών του Τραμπ, την εύθραυστη ηρεμία στην Τεχεράνη, την υπό όρους αποδοχή της συμφωνίας από την ιρανική πλευρά και την αίσθηση "στρατηγικής νίκης" στο Ισραήλ. Παράλληλα, εξετάστηκε πώς η κρίση υπονομεύει τη στρατηγική των ΗΠΑ στην Ασία προς όφελος της Κίνας, ενώ σε άλλο μέτωπο, μια σύνοδος του ΝΑΤΟ προσαρμόστηκε πλήρως στις αμερικανικές απαιτήσεις και ιδρύθηκε δικαστήριο για την Ουκρανία με σημαντικούς νομικούς περιορισμούς.

Ο Τύπος της Δύσης

Στο άρθρο τους «Οι παλινωδίες του Τραμπ για το Ιράν προκαλούν σύγχυση στο κίνημα MAGA [...]» του Axios (24 Ιουνίου), οι Tal Axelrod και Alex Isenstadt αναλύουν την αναστάτωση που προκάλεσαν οι απρόβλεπτες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ έναντι του Ιράν στους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. Αν και συνήθως απολαμβάνουν την απρόβλεπτη τακτική του, οι πρόσφατες αμφιταλαντεύσεις του, από την εντολή για βομβαρδισμό έως την υποστήριξη στην αλλαγή καθεστώτος, προκάλεσαν σύγχυση και ανησυχία. Αυτό έθεσε υπό αμφισβήτηση μια βασική προεκλογική του υπόσχεση: την αποφυγή εμπλοκής της Αμερικής σε «ατελείωτους πολέμους». Οι αντιδράσεις στο κίνημα MAGA ποίκιλλαν. Κάποιοι, όπως ο Charlie Kirk, είδαν τις κινήσεις ως ιδιοφυή στρατηγική διαπραγμάτευσης. Άλλοι, όπως η Marjorie Taylor Greene, μίλησαν αρχικά για «προδοσία», κατηγορώντας τον για υποχώρηση έναντι των «πολεμοκάπηλων». Ωστόσο, η τελική απόφαση του Τραμπ για αποκλιμάκωση και εκεχειρία καθησύχασε τους περισσότερους, επιβεβαιώνοντας την ακλόνητη εμπιστοσύνη της βάσης του στο πρόσωπό του. Το άρθρο συμπεραίνει ότι, παρά την εσωτερική αναταραχή, η αφοσίωση στον Τραμπ παραμένει ισχυρή.

Στο άρθρο του The Economist (24 Ιουνίου), με τίτλο «Ο Τραμπ λέει ότι ο πόλεμος τελείωσε. Πώς 14 βόμβες μπορεί να αλλάξουν τη Μέση Ανατολή», αναλύεται η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ περί «πλήρους και ολοκληρωτικής» κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, τερματίζοντας τον «Πόλεμο των 12 Ημερών». Η εξέλιξη αυτή ακολούθησε μια αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση, την «Operation Midnight Hammer», κατά την οποία 14 πανίσχυρες βόμβες έπληξαν βαθιά θαμμένες ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Το Ιράν απάντησε με μια συμβολική επίθεση σε αμερικανική βάση στο Κατάρ, χωρίς θύματα, γεγονός που οδήγησε τον Τραμπ να κηρύξει την εκεχειρία. Το άρθρο σημειώνει ότι τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν έχουν λόγους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Ωστόσο, εγείρονται τρία κρίσιμα ερωτήματα: αν θα διαρκέσει η εκεχειρία, αν θα υπάρξει διπλωματική συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και αν η περιοχή θα οδηγηθεί σε μεγαλύτερη σταθερότητα. Παρά την καταστροφή των εγκαταστάσεων, το Ιράν διατηρεί την τεχνογνωσία και, πιθανώς, αποθέματα κρυμμένου εμπλουτισμένου ουρανίου. Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δραματική αμερικανική επέμβαση και η εκεχειρία δεν εγγυώνται ακόμη τη διαρκή ειρήνη.

Στο άρθρο τους για τους Financial Times (24 Ιουνίου), «“Αλλαγή καθεστώτος” ή ειρήνη: Η ιλιγγιώδης πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ για το Ιράν», οι James Politi και Guy Chazan αναλύουν τις χαοτικές εναλλαγές στη στάση του Αμερικανού Προέδρου μέσα σε 48 ώρες. Η κρίση εξελίχθηκε σε τρία στάδια: το Σάββατο, ο Τραμπ διέταξε αμερικανικούς βομβαρδισμούς κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Την Κυριακή, άφησε να εννοηθεί το ενδεχόμενο «αλλαγής καθεστώτος» στην Τεχεράνη, προκαλώντας ανησυχία στους απομονωτιστές υποστηρικτές του. Τη Δευτέρα, όμως, μετά την περιορισμένη ιρανική απάντηση, ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά μια «πλήρη και ολοκληρωτική κατάπαυση του πυρός». Αυτή η ιλιγγιώδης πορεία αποκαλύπτει τη χαρακτηριστική τακτική του Τραμπ, ο οποίος εναλλάσσει τις πολεμικές απειλές με ξαφνικές διακηρύξεις νίκης. Αναλυτές εκτιμούν ότι η αναφορά σε αλλαγή καθεστώτος ήταν ένας μοχλός πίεσης προς την Τεχεράνη, ώστε να την ωθήσει να αποδεχθεί παραχωρήσεις και να μην προχωρήσει σε αντίποινα. Οι υποστηρικτές του στο κίνημα MAGA, αν και αρχικά εξοργίστηκαν, τελικά εξέφρασαν την ανακούφισή τους για την εκεχειρία. Το άρθρο καταλήγει με επιφύλαξη, τονίζοντας ότι η βιωσιμότητα της συμφωνίας παραμένει άγνωστη.

Στο άρθρο τους για την εφημερίδα Le Monde (24 Ιουνίου), με τίτλο «Ιράν: Η εύθραυστη προοπτική για ηρεμία μετά από 24 ώρες κάτω από τα πυρά», οι Ghazal Golshiri και Madjid Zerrouky περιγράφουν την εύθραυστη ηρεμία που επικρατούσε την Τρίτη στο Ιράν μετά από ένα 24ωρο σφοδρών ισραηλινών βομβαρδισμών και την αιφνιδιαστική ανακοίνωση κατάπαυσης του πυρός από τον Ντόναλντ Τραμπ. Η πρωτεύουσα Τεχεράνη δέχθηκε πρωτοφανή πλήγματα, με το Ισραήλ να έχει στοχεύσει σύμβολα του καθεστώτος, όπως τα αρχηγεία των Φρουρών της Επανάστασης και της πολιτοφυλακής Μπασίτζ. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον βομβαρδισμό της διαβόητης φυλακής Εβίν, όπου κρατούνται πολιτικοί κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και Ευρωπαίοι πολίτες. Η εκεχειρία, με τη μεσολάβηση του Κατάρ, ακολούθησε μια συμβολική επίθεση του Ιράν σε αμερικανική βάση και την επιβεβαίωση του Ισραήλ ότι η επιχείρησή του πέτυχε τους στόχους της. Το άρθρο υπογραμμίζει την αγωνία για την τύχη των κρατουμένων στην Εβίν, με αναφορές σε θύματα, και την έντονη αντίδραση της Γαλλίας για την τύχη των δικών της υπηκόων. Παρά την παύση των εχθροπραξιών, η κατάσταση παραμένει τεταμένη.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

Σύμφωνα με δημοσίευμα με τίτλο «Πεζεσκιάν: Το Ιράν δεν θα παραβιάσει την εκεχειρία με το Ισραήλ εκτός αν... Είμαστε έτοιμοι για συνομιλίες [...]», που δημοσιεύθηκε από την Hamshahri Online (24 Ιουνίου), ο Ιρανός Πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν δήλωσε ότι το Ιράν δεν θα παραβιάσει την εκεχειρία με το Ισραήλ, υπό τον όρο ότι το Ισραήλ δεν θα την παραβιάσει πρώτο. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της Μαλαισίας Ανουάρ Ιμπραχίμ, ο Πεζεσκιάν τόνισε ότι το Ιράν είναι έτοιμο για διαπραγματεύσεις, αλλά αναγκάστηκε σε στρατιωτική απάντηση μετά την επίθεση του Ισραήλ κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Κατηγόρησε τις ΗΠΑ για συνενοχή στα «εγκλήματα του σιωνιστικού καθεστώτος», συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Δικαιολόγησε την επίθεση σε αμερικανική βάση στο Κατάρ ως αναγκαία απάντηση στις αμερικανικές ενέργειες, διευκρινίζοντας ότι δεν στρεφόταν κατά του «φίλου και αδελφού» Κατάρ. Ο Πεζεσκιάν υποστήριξε ότι η προσπάθεια διαίρεσης των χωρών της περιοχής είναι μια συνωμοσία των ΗΠΑ και του Ισραήλ, καλώντας σε περιφερειακή ενότητα. Ο Πρωθυπουργός της Μαλαισίας καταδίκασε την ισραηλινή επίθεση, εξέφρασε την ισχυρή του υποστήριξη στο δικαίωμα του Ιράν στην αυτοάμυνα και δήλωσε ότι κατανοεί την ιρανική ενέργεια στο Κατάρ.

Στην ανάλυση με τίτλο «Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες εντυπωσιασμένοι από το Ανερχόμενο Λιοντάρι του Ισραήλ», που δημοσιεύθηκε στην Israel Hayom (ημέρα πρόσβασης 24 Ιουνίου), ο Hanan Greenwood παρουσιάζει τις αναλύσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων για την επιτυχημένη ισραηλινή στρατιωτική «Επιχείρηση Ανερχόμενο Λιοντάρι». Η επιχείρηση, που περιλάμβανε καταστροφικά χτυπήματα κατά του Ιράν, της Χεζμπολάχ και της Χαμάς, αναζωογόνησε την εθνική αυτοπεποίθηση του Ισραήλ και επανέφερε την αποτρεπτική του ισχύ, κερδίζοντας τον θαυμασμό στρατιωτικών αναλυτών παγκοσμίως. Ισραηλινοί ειδικοί την περιγράφουν ως πρότυπο για τον σύγχρονο πόλεμο, που συνδυάζει συμβατικά χτυπήματα μεγάλης εμβέλειας με ανορθόδοξες επιχειρήσεις, υποστηρίζει. Τονίζουν τον "πρωτοποριακό" συνδυασμό ειδικών δυνάμεων, αυτόνομων drones, τεχνητής νοημοσύνης για συλλογή πληροφοριών και χτυπημάτων ακριβείας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον ψυχολογικό πόλεμο («γνωσιακή διαταραχή»), καθώς η επίθεση φάνηκε να προέρχεται από το εσωτερικό του Ιράν, "προκαλώντας παράλυση και στρατηγική κατάρρευση στην Τεχεράνη". Η επιχείρηση εξουδετέρωσε ανώτατους διοικητές, έπληξε πυρηνικές εγκαταστάσεις και απέδειξε, κατά τους ειδικούς αυτούς, "ότι η διπλωματική ισχύς θεμελιώνεται στην αποδεδειγμένη στρατιωτική υπεροχή, αλλάζοντας την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή".

Ο Τύπος της Ασίας

Στην ανάλυση με τίτλο «Τι απέγινε το αμερικανικό δόγμα “Πρώτα η Ασία”;», που δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουνίου, ο Adham Sahloul εξετάζει πώς η πρόσφατη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή υπονομεύει τη στρατηγική τους για εστίαση στην Ασία. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η απόφαση του Προέδρου Τραμπ για απευθείας στρατιωτικά χτυπήματα κατά του Ιράν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το διακηρυγμένο δόγμα «Πρώτα η Ασία», που στοχεύει στην ανάσχεση της Κίνας. Αυτή η αναζωπύρωση στη Μέση Ανατολή απορροφά πολύτιμους στρατιωτικούς και πολιτικούς πόρους, ενώ ταυτόχρονα διαβρώνει την εμπιστοσύνη των συμμάχων στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, όπως η Ιαπωνία. Οι σύμμαχοι παρατηρούν την ασυνέπεια της Ουάσιγκτον και ανησυχούν για την αξιοπιστία της, γεγονός που τους θυμίζει παλαιότερες αμφιλεγόμενες αποφάσεις σε Συρία και Γάζα. Ο Sahloul χαρακτηρίζει την προσέγγιση του Τραμπ «ειρήνη μέσω ισχύος» περισσότερο ως σύνθημα παρά ως συνεκτική στρατηγική. Τελικά, η κατάσταση αυτή ωφελεί την Κίνα, η οποία βλέπει τις ΗΠΑ να εγκλωβίζονται ξανά σε μια παρατεταμένη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, καθιστώντας την πολυπόθητη «στροφή στην Ασία» όλο και πιο απίθανη.

Στην παρέμβασή του με τίτλο «Ο κόσμος πρέπει να λάβει υπόψη τα διδάγματα του Πολέμου της Κορέας», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα China Daily (25 Ιουνίου), ο Wang Xiaoguang αναλύει, με αφορμή την 75η επέτειο, τις παγίδες των ανταγωνισμών μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, παραλληλίζοντας το παρελθόν με το παρόν. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο πόλεμος ανέδειξε τρεις βασικές παγίδες που επαναλαμβάνονται σήμερα: τους πολέμους δι' αντιπροσώπων, το «δίλημμα ασφαλείας» (όπου οι αμυντικές κινήσεις μιας χώρας εκλαμβάνονται ως επιθετικές από την άλλη) και την αποτυχία των διεθνών θεσμών που χειραγωγούνται από ισχυρά κράτη. Ο Xiaoguang τονίζει ότι οι ΗΠΑ επαναλαμβάνουν στρατηγικά σφάλματα, καθώς η ενίσχυση των συμμαχιών τους στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού εκλαμβάνεται από την Κίνα ως απόπειρα στρατηγικού εγκλωβισμού. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης που θα μπορούσε να προκληθεί από λανθασμένη εκτίμηση, παρόμοια με εκείνη που οδήγησε στην κινεζική επέμβαση στην Κορέα. Ως λύση, προτείνει την κινεζική προσέγγιση της «αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας» και της οικοδόμησης μιας «κοινότητας με κοινό μέλλον», υποστηρίζοντας ότι η αλληλεξάρτηση και η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η επανάληψη της ιστορίας.

Ο Τύπος της Ρωσίας και της Ουκρανίας

Στο άρθρο του «Η Συμμαχία είναι ισχυρή με τις πληρωμές», που δημοσιεύτηκε στην Kommersant (25 Ιουνίου), ο αρθρογράφος Σεργκέι Στροκάν αναλύει τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, περιγράφοντάς την ως «Σύνοδο του Τραμπ», καθώς διεξήχθη εξ ολοκλήρου σύμφωνα με το δικό του σενάριο. Η συνάντηση, πρώτη μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ακολούθησε έναν κανόνα «πολιτικού μινιμαλισμού» με κύριο στόχο την αποφυγή σύγκρουσης με τον Αμερικανό πρόεδρο. Ο Γενικός Γραμματέας Μαρκ Ρούτε φρόντισε να τον εξευμενίσει, επαινώντας τον δημόσια για την πίεσή του. Κεντρικό επίτευγμα της συνόδου ήταν η συμφωνία για την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών στο 5% του ΑΕΠ τους έως το 2035, μια απόφαση που το άρθρο παρουσιάζει ως ιστορική νίκη του Τραμπ, ο οποίος μετέφερε ουσιαστικά την ευθύνη της ευρωπαϊκής ασφάλειας στους ίδιους τους Ευρωπαίους. Εξίσου σημαντική ήταν η ριζική αλλαγή στάσης στο ουκρανικό: η συμμαχία απέφυγε κάθε συζήτηση για στρατιωτική βοήθεια ή ένταξη της Ουκρανίας, ενώ από το τελικό ανακοινωθέν απουσίαζε οποιαδήποτε καταδίκη της Ρωσίας. Ο Πρόεδρος Ζελένσκι αποκλείστηκε από τις επίσημες εργασίες, αν και συναντήθηκε άτυπα με τον Τραμπ, με τον τελευταίο να διαψεύδει ότι συζήτησαν για εκεχειρία, δηλώνοντας ότι «απλώς ήθελε να δει πώς είναι».

Στο άρθρο της Yevheniia Martyniuk με τίτλο «Η Ουκρανία και η Ευρώπη ιδρύουν πολεμικό δικαστήριο — αλλά όχι για τον Πούτιν», που δημοσιεύτηκε στην ενημερωτική ιστοσελίδα Euromaidan στις 26 Ιουνίου, αναλύεται η επίσημη συμφωνία μεταξύ Ουκρανίας και Συμβουλίου της Ευρώπης για τη σύσταση Ειδικού Δικαστηρίου για το Έγκλημα της Επίθεσης. Ο Πρόεδρος Ζελένσκι υπέγραψε τη συμφωνία στο Στρασβούργο, με στόχο την απόδοση ευθυνών στην ανώτατη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας για την έναρξη του πολέμου. Ωστόσο, το δικαστήριο αντιμετωπίζει έναν κρίσιμο περιορισμό: δεν μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά εν ενεργεία ηγετών, όπως ο Πρόεδρος Πούτιν, ο Πρωθυπουργός Μισούστιν και ο Υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ, καθώς αυτοί απολαμβάνουν προσωπική ασυλία (ratione personae) βάσει του διεθνούς δικαίου. Αυτός ο περιορισμός ήταν αποτέλεσμα ενός «αναγκαίου συμβιβασμού» που προωθήθηκε από τις χώρες της G7, και ειδικά από τις ΗΠΑ. Παρά την ασυλία της κορυφαίας ηγεσίας, το δικαστήριο θα έχει τη δικαιοδοσία να ερευνήσει και να δικάσει άλλους ανώτερους Ρώσους και Λευκορώσους αξιωματούχους, ακόμη και ερήμην. Ταυτόχρονα, εγείρονται ερωτήματα για την ανεξαρτησία του, καθώς η παραπομπή υποθέσεων σε αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τον Γενικό Εισαγγελέα της Ουκρανίας. Το δικαστήριο ιδρύθηκε για την κάλυψη του νομικού κενού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία επί του εγκλήματος της επίθεσης στην περίπτωση αυτή. Παρά τους συμβιβασμούς, η πρωτοβουλία θεωρείται νίκη, καθώς ασκεί νομική πίεση και ενισχύει τη στρατηγική της Ουκρανίας για απόδοση δικαιοσύνης.

Πηγή: ΚΥΠΕ