Στις ανεπτυγμένες Δυτικές οικονομίες, ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης της τάξεως του 2-3% θεωρούνται θετικό και ικανοποιητικό αποτέλεσμα υγιούς οικονομικής δυναμικής και σταθερότητας. Αντιθέτως, αντίστοιχοι ρυθμοί ανάπτυξης στην Κίνα έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες και τον προγραμματισμό της οικονομίας της χώρας.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς το εξής. Ένας άνθρωπος με ετήσιο εισόδημα τα 50.000 ευρώ, μπορεί να σχεδιάσει τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό του υπολογίζοντας αυξήσεις του 10% στον μισθό κάθε χρόνο, αναλαμβάνοντας δάνεια, αποκτώντας παιδιά και γενικά προγραμματίζοντας δαπάνες περισσότερες του κανονικού, με τη βεβαιότητα ότι το εισόδημά του θα αυξανόταν αρκετά ώστε να τις καλύψει. Αν και η σύγκριση του προσωπικού εισοδήματος με το ετήσιο ΑΕΠ μιας χώρας δεν είναι απόλυτα ακριβής, κάτι τέτοιο έχει συμβεί στην Κίνα.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης του οικονομικού θαύματος της Κίνας από τη δεκαετία του '90 μέχρι και το 2010 επηρέασαν από επενδυτικές αποφάσεις του κράτους μέχρι και κοινωνικές συμπεριφορές. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν ρυθμό ανάπτυξης 5% και έναν ρυθμό ανάπτυξης του 10% ετησίως σε ορίζοντα μίας δεκαετίας οδηγεί σε σχεδόν διπλάσιο τελικό αποτέλεσμα παραγωγής. Ένα ετήσιο ΑΕΠ, ύψους 1 τρισ. Δολαρίων, θα ανέλθει σε περίπου 1,65 τρισ. δολάρια με ρυθμό ανάπτυξης 5%, ενώ θα φθάσει τα 2,71 τρισ. δολάρια με ρυθμό ανάπτυξης 10%. Οι προσδοκίες υψηλής ανάπτυξης στην Κίνα, λοιπόν, η οποία έβλεπε επί δεκαετίες την οικονομία της να επεκτείνεται με ρυθμούς που ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μέσο όρο των δυτικών οικονομιών, είχαν γίνει η βάση για να δομηθεί πάνω σε αυτήν η κινεζική οικονομία.
Τεράστια αναπτυξιακά έργα χρηματοδοτήθηκαν από τις τοπικές κυβερνήσεις της χώρας, από ουρανοξύστες μέχρι αυτοκινητοδρόμους και σιδηροδρομικά δίκτυα, με την προσδοκία ότι οι νέες υποδομές και τα φιλόδοξα αστικά σχέδια θα γέμιζαν σταδιακά με ανθρώπους και επιχειρήσεις. Αυτός ο τρόπος σχεδιασμού όμως σήμαινε ότι ακόμη και μια μικρή μείωση στον ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσε να κάνει ζημιά, στο σημείο που μια ολόκληρη πόλη, η οποία χτίστηκε και αναμενόταν ότι θα γεμίσει, θα έμενε άδεια.
Η υπερβολικά αισιόδοξη οικονομική πολιτική δεν συνιστά κρίση από μόνη της, όμως στην περίπτωση της Κίνας χρειάζεται να συνυπολογιστεί το στοιχείο του αυξανόμενου χρέους, όπου και βρίσκεται ο πραγματικός κίνδυνος. Η Κίνα μπορεί να έχει τα πιο πολλά συναλλαγματικά αποθέματα στον κόσμο, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια βλέπει το χρέος της να αυξάνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς και μάλιστα με αριθμούς, που, σύμφωνα με αναφορές, δεν αντικατοπτρίζουν καν την πραγματική κατάσταση. Το ακριβές μέγεθος του χρέους των τοπικών κυβερνήσεων της Κίνας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού οι διάφορες επαρχίες χρησιμοποιούν διαφορετικά συστήματα καταγραφής και μεθόδους που συχνά στερούνται διαφάνειας. Η αποπληρωμή του χρέους τώρα στηρίζεται στην αισιοδοξία ότι η Κίνα θα μπορεί να επιτυγχάνει τους ρυθμούς ανάπτυξης που προαναφέρθηκαν. Όμως, η επιβράδυνση της κινεζικής ανάπτυξης απειλεί να το καταστήσει μη βιώσιμο.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν αρκετοί, ιδιαίτερα όσοι εκ των Δυτικών που για τους δικούς τους λόγους εύχονται τα χειρότερα για την Κίνα ως γεωπολιτικό αντίπαλο, είναι ότι η χώρα παραμένει μία από τις πιο σημαντικές οικονομίες του πλανήτη. Κι αν η Κίνα όντως «πέσει», τότε το σοκ θα είναι παγκόσμιο αν αναλογιστεί κάποιος ότι η χώρα από μόνη της αποτελεί άνω του 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ, που την καθιστά βασικό πυλώνα, τόσο στο διεθνές εμπόριο όσο και στις εφοδιαστικές αλυσίδες και την κατανάλωση πρώτων υλών. Η κατάρρευση μιας τέτοιας οικονομίας θα προκαλούσε ντόμινο επιπτώσεων, από την Ευρώπη έως την Αφρική και τις ΗΠΑ, με επιπτώσεις σε τιμές, παραγωγή και θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, αν η Κίνα καταρρεύσει, το τίμημα θα το πληρώσουμε όλοι μας.