Στην πρόσφατη ένταση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, δεν υπήρξαν τελεσίγραφα, ούτε προειδοποιήσεις για πυρηνική σύγκρουση. Ωστόσο, οι κινήσεις αντιποίνων, οι στρατιωτικές επιδείξεις και η διακριτική μεσολάβηση των ΗΠΑ υπενθύμισαν πόσο εύθραυστη παραμένει η σταθερότητα στη νότια Ασία – μια περιοχή όπου ο κίνδυνος πυρηνικής ανάφλεξης παραμένει πάντα στο παρασκήνιο.

Η κρίση αυτή, η οποία εκτονώθηκε με μια συμφωνία εκεχειρίας υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, έφερε ξανά στο προσκήνιο την πραγματική απειλή ενός πυρηνικού επεισοδίου, όπως εκείνη που περιέγραφε επιστημονική μελέτη του 2019: ένα τρομοκρατικό χτύπημα στο ινδικό κοινοβούλιο πυροδοτεί ανταλλαγή πυρηνικών πληγμάτων. Έξι χρόνια αργότερα, η φανταστική πρόβλεψη μοιάζει επικίνδυνα κοντά στην πραγματικότητα.

Καθώς η κρίση κλιμακωνόταν, το Πακιστάν έστειλε διπλά μηνύματα: προχώρησε σε στρατιωτικά αντίποινα και ταυτόχρονα συγκάλεσε τη Διοίκηση Εθνικής Ασφάλειας (NCA), τον θεσμό που διαχειρίζεται τα πυρηνικά όπλα της χώρας, εκπέμποντας μήνυμα ισχύος. Η Ινδία απάντησε με προειδοποιήσεις περί «μηδενικής ανοχής» σε πυρηνικό εκβιασμό, με τον πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι να δηλώνει ότι η χώρα του «δεν εκφοβίζεται» από πυρηνικές απειλές.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο SIPRI, Ινδία και Πακιστάν διαθέτουν περίπου 170 πυρηνικές κεφαλές η κάθε μία, ενώ ενισχύουν τις δυνατότητες των πυρηνικών τους «τριάδων» – μέσω πυραύλων ξηράς, αεροσκαφών και ναυτικών υποδομών. Η Ινδία εμφανίζεται να υπερέχει τεχνολογικά, κυρίως στον ναυτικό τομέα, με την ανάπτυξη πυρηνοκίνητων υποβρυχίων, σε αντίθεση με το Πακιστάν που υστερεί σε αυτόν τον τομέα.

Η Ινδία διατηρεί επισήμως δόγμα μη πρώτης χρήσης (No First Use), αν και αυτό έχει αμφισβητηθεί από πολιτικές δηλώσεις. Αντίθετα, το Πακιστάν δεν έχει επίσημο πυρηνικό δόγμα, αλλά έχει θέσει «κόκκινες γραμμές» για χρήση, όπως η καταστροφή κρίσιμων υποδομών ή η απειλή εδαφικής ακεραιότητας.

Σημαντικός παραμένει ο κίνδυνος ατυχημάτων ή λανθασμένων υπολογισμών. Το 2022, η Ινδία εκτόξευσε κατά λάθος πυρηνο-ικανό πύραυλο προς το Πακιστάν, προκαλώντας έντονη ανησυχία. Παρότι το περιστατικό δεν κλιμακώθηκε, αναλυτές προειδοποιούν ότι ένα παρόμοιο λάθος σε περίοδο έντασης θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα.

Παρά τις επανειλημμένες κρίσεις, η αποτροπή φαίνεται μέχρι στιγμής να λειτουργεί. Όπως επισημαίνουν ειδικοί, ο κίνδυνος είναι χαμηλός, αλλά ποτέ μηδενικός. Και σε ένα περιβάλλον όπου το παραμικρό λάθος μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη τραγωδία, ακόμη και το μικρότερο ρίσκο είναι υπερβολικά μεγάλο.

Ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου τη δεκαετία του ’90

Αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά έγγραφα πληροφοριών από τη δεκαετία του 1980 και 1990 αποκαλύπτουν ότι, αν και η πιθανότητα πολέμου μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν εθεωρείτο χαμηλή, υπήρχε έντονη ανησυχία ότι μια σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρήση πυρηνικών όπλων λόγω παρερμηνειών ή ακραίων αντιδράσεων.

Το 1989, έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ ανέφερε ότι ακόμη και ένας συμβατικός πόλεμος θα μπορούσε να μετατραπεί σε πυρηνική σύγκρουση. Το 1993, νέα έκθεση εκτίμησε την πιθανότητα πολέμου στο 1 στις 5, με κύριες αιτίες την ένταση γύρω από το Κασμίρ, την πυρηνική κούρσα και την πιθανή άνοδο εξτρεμιστικών κυβερνήσεων.

Ανησυχίες υπήρχαν επίσης για πιθανή επίθεση της Ινδίας στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Πακιστάν, ιδίως στο Καράτσι, με ανάλυση να δείχνει ότι μια τέτοια επίθεση θα είχε σοβαρές ραδιενεργές επιπτώσεις, ανάλογες με το Τσέρνομπιλ. Οι στρατηγικές επιφυλάξεις για προληπτικό πλήγμα ενίσχυσαν τις εκτιμήσεις για την επικινδυνότητα.

Από τη δεκαετία του 1970, το Πακιστάν επιτάχυνε το πυρηνικό του πρόγραμμα ως απάντηση στις κινήσεις της Ινδίας, με την Ινδία να ανησυχεί για την πιθανή απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Πακιστάν. Οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ισορροπία, ενισχύοντας ταυτόχρονα την Ινδία ως δημοκρατικό αντίβαρο.

Η ένταση κορυφώθηκε το 1999 με τον πόλεμο του Κάργκιλ, όταν πακιστανικές δυνάμεις πέρασαν τη Γραμμή Ελέγχου. Η Ινδία αντέδρασε δυναμικά και η κρίση αποσοβήθηκε με παρέμβαση του Προέδρου Κλίντον, ο οποίος απαίτησε την απόσυρση των πακιστανικών δυνάμεων.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, οι πιθανότητες πολέμου μεταξύ των δύο χωρών θεωρούνταν πλέον στο 50%, ενώ οι μελέτες προειδοποιούσαν πως μια πυρηνική σύγκρουση θα μπορούσε να σκοτώσει έως και 50 εκατομμύρια ανθρώπους και να προκαλέσει παγκόσμιο κλιματικό και διατροφικό σοκ.

Η βασική διαπίστωση ήταν ότι, ακόμη και ένας περιορισμένος πόλεμος μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρο τον πλανήτη.