Μετά από οκτώ χρόνια προετοιμασιών και συζητήσεων, την 1η Οκτωβρίου 2025 η αγορά ηλεκτρισμού της Κύπρου ανοίγει επιτέλους στον ανταγωνισμό, τερματίζοντας το σημερινό μονοπώλιο. Ανεξάρτητοι παραγωγοί ρεύματος και νέοι προμηθευτές θα μπορούν πλέον να δραστηριοποιηθούν, προσφέροντας εναλλακτικές επιλογές στους καταναλωτές.
Πώς επηρεάζουν όλα αυτά τον απλό καταναλωτή; Παρακάτω παρουσιάζεται με απλά λόγια τι είναι η ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού, πώς διαφέρει από ό,τι ίσχυε μέχρι σήμερα, ποιοι είναι οι βασικοί νέοι ρόλοι που εισάγονται, ποια είναι τα πιθανά οφέλη αλλά και οι προκλήσεις, καθώς και πώς θα βοηθήσουν οι αλλαγές αυτές κάθε νοικοκυριό.
Από το μονοπώλιο στον ανταγωνισμό: Τι αλλάζει;
Μέχρι σήμερα, η κυπριακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργούσε ουσιαστικά ως μονοπώλιο. Η ΑΗΚ ήταν ο μοναδικός φορέας που παρείχε ρεύμα στους καταναλωτές, καθώς και ο κύριος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τιμές ρυθμίζονταν με βάση το κόστος της ΑΗΚ και την εποπτεία της ΡΑΕΚ, χωρίς ο καταναλωτής να έχει δυνατότητα επιλογής παρόχου. Τα τελευταία χρόνια θεσπίστηκε μια “μεταβατική ρύθμιση” όπου εμφανίστηκαν μερικοί ανεξάρτητοι ιδιώτες παραγωγοί και προμηθευτές (κυρίως ανανεώσιμων πηγών), αλλά στην πράξη ο ανταγωνισμός ήταν περιορισμένος, αφού δεν μπορούσαν να πουλήσουν σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρισμό.
Η ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού αλλάζει ριζικά αυτό το τοπίο. Πλέον καθιερώνεται ένα «χρηματιστήριο» ενέργειας που θα μπαίνουν προσφορές πώλησης και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κάθε μισή ώρα, το λεγόμενο «μοντέλο στόχος» κάτι που έχουν εφαρμόσει όλες οι χώρες τις Ευρωπαϊκής ένωσης (ΕΕ) εκτός της Μάλτας που θα το ακολουθήσει μέχρι το 2027. Στο μοντέλο στόχος ανταγωνίζονται όλες οι μονάδες παραγωγής κάθε μισάωρο και οι προμηθευτές ανταγωνίζονται για την παροχή καλύτερης πιθανής υπηρεσίας και το φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα προς τους πελάτες. Ο καταναλωτής όπως σήμερα διαλέγει την εταιρεία τηλεπικοινωνίων που τον συμφέρει, έτσι θα μπορεί να επιλέγει και τον πάροχο ρεύματος που του προσφέρει το καλύτερο πακέτο.
Πιθανά οφέλη για τους καταναλωτές
Η προοπτική μιας ανταγωνιστικής αγοράς γεννά προσδοκίες για οφέλη προς τους καταναλωτές. Αυτά τα οφέλη υπολογίζονται ως εξής:
1) Καλύτερες τιμές ρεύματος: Σίγουρα ο ανταγωνισμός που θα έρθει δεν θα επιφέρει δραματικές αλλαγές από την πρώτη μέρα αλλά σίγουρα όπως και με τις τηλεπικοινωνίες, η παροχή καλύτερων τιμών ηλεκτρισμού είναι κάτι το οποίο θα αναμένει ο καταναλωτής στο μεσοπρόθεσμο και μακροχρόνιο μέλλον. Βάση της δικής μας ανάλυσης μέσω μαθηματικών μοντέλων των αγορών και συγκεκριμένα της Κύπρου, η τιμή κάθε μισάωρου που θα καθορίζεται από το μεταβλητό κόστος των μονάδων, θα αποδίδει χαμηλότερες τιμές στον τελικό χρήστη και θα δίνει μεγαλύτερη γκάμα διατιμήσεων, εκπτώσεων και τιμών.
2) Δικαίωμα επιλογής και εξατομίκευση: Ένα εξίσου σημαντικό όφελος είναι ότι οι πολίτες αποκτούν επιτελούς το δικαίωμα επιλογής. Δεν θα είναι πλέον “δέσμιοι” του ενός παρόχου (ΑΗΚ) και των όποιων δομών και διαδικασιών του. Αν κάποιος δυσαρεστηθεί από την εξυπηρέτηση ή τις τιμές μιας εταιρείας, θα μπορεί να αλλάζει σε άλλη, όπως γίνεται με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Αυτό από μόνο του είναι δύναμη στα χέρια του καταναλωτή, γιατί αναγκάζει τους προμηθευτές να ακούν και να σέβονται τις ανάγκες τους. Ήδη σε χώρες με ανταγωνιστικές αγορές οι πάροχοι προσφέρουν διαφοροποιημένα προϊόντα: άλλος μπορεί να δίνει εκπτώσεις σε νυχτερινό ρεύμα, άλλος ειδικά πακέτα για επιχειρήσεις, άλλος 100% “πράσινο ρεύμα” από ΑΠΕ για τους οικολογικά ευαίσθητους πελάτες κλπ.
3) Διαφάνεια και ανταμοιβή αποδοτικότητας: Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι τιμές και τα κόστη τείνουν να είναι πιο διαφανή. Η τιμή του ρεύματος θα διαμορφώνεται από πραγματικές προσφορές στην αγορά και θα αντικατοπτρίζει το κόστος παραγωγής (καύσιμα, ΑΠΕ κλπ) σε κάθε χρονική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι ο καταναλωτής θα ξέρει πως ό,τι πληρώνει έχει προκύψει από μια ανταγωνιστική διαδικασία και όχι από μια διοικητική απόφαση μονοπωλίου. Επιπλέον, οι αποδοτικότεροι παραγωγοί (π.χ. εκείνοι με φθηνότερο καύσιμο ή χαμηλότερο λειτουργικό κόστος) θα ανταμείβονται κερδίζοντας μερίδιο αγοράς, ενώ οι λιγότερο αποτελεσματικοί θα πιέζονται για να βελτιωθούν ή να μειώσουν τις τιμές τους. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να φέρει επενδύσεις σε πιο αποδοτικές τεχνολογίες παραγωγής ή σε περισσότερες ανανεώσιμες πηγές, καθώς οι ιδιώτες θα έχουν κίνητρο να μειώσουν το κόστος τους για να πουλούν φθηνότερα και να κερδίζουν πελάτες. Έτσι, ολόκληρο το σύστημα μπορεί να γίνει πιο αποδοτικό και καινοτόμο, κάτι που έμμεσα ωφελεί και τον καταναλωτή.
4) Βελτίωση υπηρεσιών και εξυπηρέτησης: Με περισσότερους παίκτες να ανταγωνίζονται, δεν θα περιοριστεί ο ανταγωνισμός μόνο στην τιμή. Οι εταιρείες θα προσπαθήσουν να ξεχωρίσουν μέσω καλύτερης εξυπηρέτησης πελατών, ψηφιακών εφαρμογών για την παρακολούθηση της κατανάλωσης, πιο ευέλικτων τρόπων πληρωμής κτλπ.
Συνοψίζοντας, το άνοιγμα της αγοράς φέρνει την ελπίδα για οικονομικότερο ρεύμα, περισσότερες επιλογές και καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών. Παράλληλα, προσαρμόζει την Κύπρο στο ευρωπαϊκό ενεργειακό πλαίσιο, καθώς σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ εδώ και χρόνια λειτουργούν με ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρισμού.
Προκλήσεις και πιθανοί κίνδυνοι
Παρά τα αναμενόμενα οφέλη, είναι σημαντικό να είμαστε ρεαλιστές, καθώς η ανταγωνιστική αγορά δεν εγγυάται αυτόματα χαμηλότερες τιμές ή επίλυση όλων των προβλημάτων. Υπάρχουν αρκετές προκλήσεις και πιθανοί κίνδυνοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη:
1) Αβεβαιότητα για τις τιμές του ρεύματος: Ένα βασικό ερώτημα είναι αν και πόσο θα μειωθεί τελικά η τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής. Ο ίδιος ο Υπουργός Ενέργειας εξέφρασε επιφυλάξεις, δηλώνοντας ότι δεν είναι βέβαιο πως η τιμή του ρεύματος θα πέσει με το άνοιγμα της αγοράς το μοντέλο αυτό δεν έχει δοκιμαστεί εκτενώς σε τόσο μικρές και απομονωμένες αγορές όπως της Κύπρου.
2) Ανάγκη για ενημέρωση και προσοχή από τους καταναλωτές: Με την ελευθερία επιλογής έρχεται και η ευθύνη της επιλογής. Πλέον, κάθε νοικοκυριό θα χρειαστεί να ενημερώνεται για τις διαθέσιμες προσφορές των παρόχων, να συγκρίνει τιμολόγια και όρους συμβολαίων και να αποφασίζει ποιος είναι ο καταλληλότερος. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύπλοκο για αρκετούς, ειδικά στην αρχή: οι όροι χρέωσης, οι ρήτρες, τα διαφορετικά πακέτα (νυχτερινό ρεύμα, σταθερή τιμή, ρήτρα καυσίμου κλπ) απαιτούν κάποιο βαθμό κατανόησης.
3) Ρύθμιση και εποπτεία της αγοράς: Σε κάθε ανταγωνιστική αγορά, ιδίως σε μία τόσο κρίσιμη όσο η ηλεκτρική ενέργεια, χρειάζεται ισχυρή ρυθμιστική εποπτεία. Η ΡΑΕΚ και οι αρμόδιες αρχές θα έχουν το δύσκολο έργο να παρακολουθούν τη λειτουργία της αγοράς ώστε να αποτρέψουν φαινόμενα κατάχρησης ή στρεβλώσεων.
Συνολικά, λοιπόν, η ανταγωνιστική αγορά φέρνει μεν ευκαιρίες, αλλά δεν είναι η χρυσή τομή. Χρειάζεται σωστή εφαρμογή, παρακολούθηση και ενεργός ρόλος τόσο από τις αρχές όσο και από εμάς τους ίδιους ως καταναλωτές, για να λειτουργήσει προς όφελός μας.
Συμπέρασμα
Οι ανταγωνιστικές αγορές έχουν πολλά να προσφέρουν στους καταναλωτές, όμως όπως αναλύσαμε υπάρχουν και ρίσκα. Σίγουρα η χρυσή τομή δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει ούτε το τέλειο οικονομικό σύστημα, όμως το άνοιγμα αυτό 1η Οκτωβρίου θα είναι ένα σημαντικό ορόσημο προς την σωστή κατεύθυνση. Το ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα που πληρώνει ο καταναλωτής σήμερα, είναι αποτέλεσμα πολλαπλών λαθών τα οποία μας έχουν φέρει σε αυτό το σημείο. Το ίδιο και με την ανταγωνιστική αγορά, όπου αναγνωρίζεται ότι μια πράξη, δεν θα επιφέρει άμεσα μειωμένες τιμές αλλά είναι μια πράξη που θα δράσει ως καταλύτης στην μείωση που επιζητούν οι καταναλωτές. Ας είναι αυτή η αφετηρία στην ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα της χώρας μας.