Μια έκθεση από τη Δανία δίνει ενθαρρυντικά στοιχεία. Οι ερευνητές της σύγκριναν δύο ομάδες ηλικιωμένων που γεννηθήκαν με διαφορά 10 χρόνων και βρήκαν ότι, αυτοί που γεννήθηκαν το 1915, ζουν περισσότερο από αυτούς που γεννήθηκαν το 1910, και μάλιστα έχουν καλύτερες επιδόσεις σε γνωστικά τεστ και επίπεδα κινητικότητας.

«Η νέα γενιά των πολύ ηλικιωμένων, στην Δανία, βρίσκεται σε πολύ καλύτερα επίπεδα», λέει ο δρ Kaare Christensen, επικεφαλής της έρευνας και επιδημιολόγος στο πανεπιστήμιο Southern Denmark.
Το ερώτημα που θέτουν οι επιστήμονες σε όλον τον κόσμο είναι, ποια επίδραση έχει η επέκτασης της ζωής μας. Χαιρόμαστε που ζούμε περισσότερα από 80 χρόνια ή φοβόμαστε ότι οι πιο μακροχρόνιες ζωές σημαίνουν και χρόνια με ασθένειες και ανικανότητα, με αυξημένες τις πιθανότητες της άνοιας;  Θα τρομάζαμε ίσως όλοι λιγότερο, αν τα χαρακτηριστικά της ηλικίας άρχιζαν να άλλαζουν και τα 90 θα ήταν τα νέα 80.

Στις δυο ομάδες που ζουν στην Δανία και που μελετήθηκαν το 1998 και το 2010, αυτό φαίνεται να συμβαίνει. Η πιθανότητα να φτάσουν μέχρι τα 95 χρόνια ζωής, ήταν κατά ένα τρίτο πιο ψηλό ανάμεσα σε αυτούς που γεννήθηκαν το 1915, σε σύγκριση με αυτούς που γεννήθηκαν το 1905. Αλλά, αυτοί οι ηλικιωμένοι, δεν έδειχναν να φοβούνται ότι περισσότερα χρόνια ζωής σήμαιναν και περισσότερες ασθένειες ή ανικανότητα.

Αν και ήταν ήδη δυο χρόνια πιο μεγάλοι όταν έγινε η έρευνα, η μεταγενέστερη γενιά πήρε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό σε δυο είδη γνωστικών τεστ. Είχαν επίσης καλύτερες επιδώσεις σε θέματα κινητικότητας, ενώ τα τεστ έδειξαν ότι δεν υπήρχαν διαφορές στις δυο ομάδες όσο αφορά στην σωματική δύναμη ή την ταχύτητα.

Γιατί οι 95χρονοι Δανοί που γεννηθήκαν το 1915 να είναι καλύτεροι από τους 93χρονους που γεννήθηκαν το 1905, ιδίως αν ήταν και μεγαλύτεροι κατά την περίοδο της εξέτασης; Η μόρφωση παίζει, ως γνωστόν, ρόλο στις γνωστικές ικανότητες, αλλά δεν είχε μεγάλο ρόλο να διαδραματίσει σε αυτές τις διαφορές, σύμφωνα με τον δρ Christensen. Ούτε και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως ένας λιμός και οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι παρείχαν μια εξήγηση.

Αντί αυτού, λέει, η μεταγενέστερη γενιά είχαν διάφορα στοιχεία υπέρ τους, όπως καλύτερη διατροφή και συνθήκες διαβίωσης, βελτιωμένη ιατρική φροντίδα, πιο δυνατή οικονομία, περισσότερα ερεθίσματα από πηγές, όπως το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Και παρόλο που δεν ήταν πιο γεροδεμένοι, ανέφεραν πως  δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα στις κινήσεις τους, ίσως γιατί ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Μπορούσαν να ωφεληθούν, λέει ο δρ Dr. Christensen, από ένα «καλύτερο κεφάλι και ένα καλύτερο περιβάλλον».

Βέβαια, η έρευνα των Δανών, επικεντρώθηκε σε άτομα που έφτασαν τα 90 και αγνόησε όλους εκείνους με χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες που είχαν ήδη πεθάνει σε νεαρότερες ηλικίες. Όταν προσέξει κανείς την έρευνα, θα δει ότι οι ηλικιωμένοι Δανοί είχαν προβλήματα υγείας και εξαρτήσεις, όπως παραδέχθηκε και ο δρ Christensen. «Δεν έχουμε πει ότι στα 90 έχετε την φρεσκάδα ενός νέου ατόμου. Εξακολουθεί να είναι πρόκληση το να είσαι 90 χρονών».  

Από τα σχεδόν 1,600 άτομα της μεταγενέστερης γενιάς για παράδειγμα, περίπου το 40% έπασχε από άνοια και είχε χαμηλότερες επιδόσεις στα γνωστικά τεστ. Μάλιστα 20% σε άτομα και από τις δυο ομάδες δεν μπορούσαν να συμμετέχουν λόγω διανοητικής ή φυσικής ανικανότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ερευνητές έκαναν τις ερωτήσεις σε συγγενικό πρόσωπο. Περισσότερα από τα μισά άτομα των ομάδων ζούσαν σε κάποιο είδος ιδρύματος.

Μία άλλη μελέτη, που παρουσιάστηκε στο The Lancet, έδειξε ότι στην Αγγλία και την Ουαλία, τα ποσοστά άνοιας σε δείγμα ατόμων πάνω από 65 χρόνων, έπεσαν κατά ένα τέταρτο μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες.  Αυτό που έδειξαν οι μελέτες, τόσο της Δανίας όσο και της Αγγλίας, είναι ότι αυτή η περίοδος της ζωής, που έχουμε χαρακτηρίσει ως «γηρατειά», μπορεί να βελτιωθεί ακόμα και για όσους μπαίνουν στα βαθιά γεράματα.