• Δεν γνωρίζω άλλο κλάδο που επιβαρύνεται με φόρο χωρίς να έχει κερδοφορία
  • Φορτώθηκαν στις τράπεζες τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα
  • Άλλο είναι τα πρόσωπα, κάποια πρόσωπα, και άλλο οι τράπεζες σαν οργανισμοί
  • Δεν είναι σούπερ-κομπιούτερς αυτοί που διοικούν τις τράπεζες
  • Η προσωπική σχέση πελάτη – τραπεζίτη, δεν νομίζω ότι θα παρέλθει ουσιαστικά ποτέ
  • Η λογική της Ευρώπης «καταργεί» το θεσμό του Επόπτη για προστασία των καταθετών
  • Είναι εύκολο να συνθηματολογούμε με τα επιτόκια
  • Δεν μπορούμε να αναμένουμε ομαλοποίηση των συνθηκών δανεισμού γρήγορα.  Ζούμε σε ανώμαλες συνθήκες


Έξω από τα δόντια τα λέει ο νέος πρόεδρος του Συνδέσμου Τραπεζών Μάριος Κληρίδης μιλώντας στο InBusinessNews. Αναλύει τα νέα δεδομένα στον τραπεζικό τομέα και τις δυσκολίες που θα ακολουθήσουν ζητώντας παράλληλα οι όποιες εισηγήσεις και απόψεις να γίνονται σε ορθολογιστική βάση και μέσω συνθημάτων.
 
Παράλληλα, κάνει έκκληση να σταματήσει η δαιμονοποίηση των τραπεζών οι οποίες έχουν ήδη κριθεί ένοχες χωρίς καν να δικαστούν.

Από την άλλη, παραδέχεται πως η θέσπιση επαρκούς εταιρικής διακυβέρνησης δεν είναι επαρκείς αφού αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι η καλλιέργεια ορθής κουλτούρας.

Σε σχέση με το κούρεμα, ο Μ. Κληρίδης εκφράζει την άποψη πως οι καταθέσεις των μη εξειδικευμένων καταθετών θα πρέπει να καλύπτονται πλήρως ανεξαρτήτως ποσού (100χιλ.). Μάλιστα, εισηγείται όπως η τράπεζα πληρώνει γι΄ αυτές ένα πιο χαμηλό επιτόκιο αφού θα είναι ασφαλισμένες και να πληρώνει τη διαφορά του επιτοκίου στο συνεγγυητικό καταθέσεων – το Ταμείο Προστασίας Καταθετών.




Ποιες προτεραιότητες θέτετε ως νέος πρόεδρος του συνδέσμου Τραπεζών στο πρωτόγνωρο περιβάλλον που δημιουργήθηκε;
Θεωρώ ότι ως πρόεδρος του Συνδέσμου Τραπεζών αλλά και ως στέλεχος τραπεζικού οργανισμού και κυρίως ως άτομο, έχω υποχρέωσή να συνδράμω στον εξορθολογισμό της δημόσιας συζήτησης που αφορά στις τράπεζες. Δυστυχώς, πολλές φορές, προτείνονται ή αποφασίζονται μέτρα που επηρεάζουν άμεσα τις τράπεζες, από άτομα που δεν έχουν τη γνώση και δεν μελετούν τις συνέπειες των προτάσεων τους, τις προεκτάσεις. Τα κίνητρα θέλω να πιστεύω ότι είναι σωστά και όχι δημαγωγικά.  Αυτό όμως δεν αρκεί.  Θα πρέπει να μάθουμε να συζητούμε ορθολογικά έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, όχι με το εγώ νομίζω, άκουσα κλπ …. Κατηγορούνται για παράδειγμα οι τράπεζες ότι δεν κινούνται άμεσα για να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα μέσω μειώσεων μισθών των εργαζομένων.  Πρέπει να αντιληφθούμε, όμως, ότι, το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο που δημιούργησε η πολιτεία για προστασία του εργαζόμενου, είναι που καθυστερεί την όποια απόφαση. Για παράδειγμα για να βγει πλεονάζον προσωπικό πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί ότι μέσω κάποιου σχεδίου αναδιάρθρωσης κάποιος συγκεκριμένος και όχι άλλος, «πρέπει να φύγει» διότι δεν υπάρχει πλέον η θέση εργασίας του.  Σκεφτείτε τώρα την Τράπεζα Κύπρου που θα πρέπει να το στοιχειοθετήσει, με βάση τη νέα δομή που οφείλει να σχεδιάσει για 5000 άτομα.  Τι πρέπει δηλαδή να κάνουν οι τράπεζες;  Να παρανομήσουν;  Να παρατυπήσουν;  Και αν το κάνουν, τι θα πει ο κόσμος για τις τράπεζες;
Επίσης, πώς διαφορετικά θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την επιβολή νέων φόρων, την ώρα που ο τομέας αντιμετωπίζει τόσες σοβαρές προκλήσεις;  Μιλώ για τη φορολογία στις τράπεζες επί των καταθέσεών τους, η οποία επιβαλλόταν αρχικά για δημιουργία ταμείου σταθερότητας τραπεζών και τώρα απλά για ενίσχυση των κρατικών εσόδων.  Δεν γνωρίζω άλλο κλάδο της οικονομίας που επιβαρύνεται με φόρο όταν δεν έχει κερδοφορία!  Με αποτέλεσμα, μάλιστα, να μεγαλώνει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών!  Και να τις αναγκάζει να ζητούν κρατική βοήθεια. Μετά τι;  Θα κουρέψουμε τους καταθέτες;  Είναι λογικό ή παράλογο;
Το δεύτερο που θα ήθελα να πετύχω είναι να βελτιωθεί η δημόσια εικόνα των τραπεζών.  Οι τράπεζες έχουν δαιμονοποιηθεί.  Τους έχουν περίπου φορτωθεί τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και λίγοι είναι διατεθειμένοι να αντικρύσουν τα πράγματα με ρεαλισμό. Έχει χαθεί η Αρχή του ότι ο καθένας είναι αθώος μέχρι το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι είναι ένοχος.  Εδώ ζητούμε όλοι, πολιτικοί, μέσα μαζικής ενημέρωσης να τιμωρηθούν οι ένοχοι.  Έχουμε ήδη βγάλει συμπεράσματα ποινικής ενοχής χωρίς δίκη, χωρίς να ακούσουμε μαρτυρία. Πότε θα μάθουμε να σεβόμαστε τους θεσμούς της πολιτείας μας;  Τους καταστρέφουμε οι ίδιοι και μετά φωνάζουμε γιατί δεν τους σέβονται άλλοι.  Και πότε θα καταλάβουμε τη διαφορά ποινικού αδικήματος ή απερίσκεπτης – αλλά – όχι – παράνομης –  συμπεριφοράς ή ανήθικης αλλά όχι παράνομης πράξης;  Και μην το πάρετε λανθασμένα.  Αν έχουν γίνει ποινικά αδικήματα οι ένοχοι θα πρέπει να πάνε φυλακή.  Αν έχουν γίνει αστικά παραπτώματα θα πρέπει να πληρωθούν αποζημιώσεις.  Ανήθικες συμπεριφορές θα πρέπει να βγουν στο φως της δημοσιότητας, συγυρισμένα όπως σε μία καλή και ευνομούμενη κοινωνία και όχι μπανανία.
Ακόμη και να δεχθώ, ρεαλιστικά μιλώντας, ότι ενδεχομένως να έχουν διαπραχθεί λάθη από τους φορείς που εμπλέκονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υπήρξαν παραλείψεις, οι θεσμοί μπορεί να μην λειτούργησαν έγκαιρα και αποτελεσματικά, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να διαπιστωθούν – μετά από έρευνα – και δόλιες ενέργειες.  Άλλο είναι τα πρόσωπα, κάποια πρόσωπα, και άλλο οι τράπεζες σαν οργανισμοί.  Έτερον εκάτερον.  Οι τράπεζες είναι ένα απαραίτητο συστατικό στοιχείο μιας σύγχρονης και λειτουργικής οικονομίας.  Η τραπεζική είναι χρήσιμη, είναι αναγκαιότητα για το κοινωνικό σύνολο.  Τα αδικήματα, λάθη ή παραλείψεις κάποιων δεν θα πρέπει να ανάγονται στο σύνολο.
Τέλος διερωτώμαι, θα ήταν ίδια η αντιμετώπιση της κοινωνίας εάν παρουσιαζόταν ένα μεγάλο πρόβλημα σε ένα άλλο τομέα της οικονομίας;  Για παράδειγμα στον κατασκευαστικό τομέα; Θα πρέπει να  θεωρούνταν εγκληματίες οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης που επένδυσαν «αλόγιστα» σε γη και ακίνητα και τώρα έχουν προβλήματα επιβίωσης;  Γιατί εδώ προστασία και στις τράπεζες «κρεμάλα»;  

Με την απορρόφηση της Λαϊκής από την Τράπεζα Κύπρου, ουσιαστικά το ισοζύγιο δυνάμεων στον τραπεζικό τομέα είναι ανύπαρκτο. Μπορεί να λειτουργήσει ορθολογιστικά ο τομέας σ’ αυτό το περιβάλλον;
Εάν εννοείτε ότι έχει χαθεί ένας μεγάλος παίκτης του τομέα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τράπεζα μεγάλης συστημικής σημασίας, μια υπερτράπεζα, τότε νομίζω ότι ναι, θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός.  Θα πρέπει να μας προβληματίσει ως κράτος αφού μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα συνεπάγονται και μεγάλους κινδύνους, σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Aνάλογος πρέπει να είναι και ο προβληματισμός μας για το πώς θα διαμορφωθεί ο τομέας των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Αν πρέπει να φύγουμε από το μοντέλο των πολλών και μικρών ιδρυμάτων για να πάμε στη δημιουργία λίγων και μεγάλων ή, ακόμη και, μίας νέας μεγάλης Τράπεζας.
Αν, με ορθολογιστική λειτουργία του τομέα εννοείτε την πιθανή έλλειψη ανταγωνισμού, τότε υπάρχει η προστασία μέσω της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού.

Η ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής για Το Μέλλον του Τραπεζικού Τομέα, καταδεικνύει πως το βασικό πρόβλημα ήταν πελατειακές σχέσεις στα Διοικητικά Συμβούλια και οι πολιτικές παρεμβάσεις. Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη;
Δεν συμφωνώ ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα στον τραπεζικό τομέα.  Το ότι ήταν μέρος του προβλήματος, γνωρίζοντας τον τόπο μας, πιθανό.  Οι τράπεζες βρέθηκαν σε μια άσχημη συγκυρία – οικονομική κρίση, κούρεμα ομολόγων, δημοσιονομικό τσουνάμι, καθυστέρηση στη διόρθωση λαθών που ήθελαν άμεση λύση κλπ.
Σαν γενικό σχόλιο, ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε συνολικά ως κράτος και ως κοινωνία σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, είναι αυτό της προσέγγισής μας απέναντι στη διαπλοκή.  Αυτό παρουσιάζεται παντού, όχι μόνο στις τράπεζες.
Επιπλέον αν υπήρχαν ή όχι φαινόμενα διαπλοκής και πελατειακών σχέσεων στις τράπεζες, είναι θέμα της επικρατούσας νοοτροπίας και κουλτούρας των ατόμων που τις διοικούσαν.  Πιστεύουμε ή θεωρούμε ότι αυτοί που διοικούν τις τράπεζες είναι κάτι σαν σούπερ-κομπιούτερς.  Δεν είναι.  Ζουν και δρουν μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που όλοι ζούμε και δρούμε.  
Θέλουμε ισχυρούς θεσμούς και την ισχυρή βούληση κυρίως, όχι απλώς να θεσπίσουμε επαρκείς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης – όπως ανά το παγκόσμιο επιχειρείται αυτή τη στιγμή – αλλά να τους εφαρμόσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να καλλιεργήσουν σιγά σιγά τη σωστή κουλτούρα.
Με άλλα λόγια, το θέμα της διαπλοκής, των πελατειακών σχέσεων και των πολιτικών παρεμβάσεων πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω των θεσμών.  Δεν είναι θέματα νομοθεσίας αλλά αλλαγής κουλτούρας.  Πως, τελικά, ρυθμίζουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά;


Έχει παρέλθει η εποχή του προσωπικού τραπεζίτη και των διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ τραπεζοϋπαλλήλων και πελατών;  Εισερχόμαστε σε ένα πιο ψηφιακό και αυτοματοποιημένο περιβάλλον;
Αυτό ακούω εδώ και 20 χρόνια από διάφορους «guru» και όμως ακόμα υπάρχει!  Μιλούσαμε στο παρελθόν για διαδικτυακές τράπεζες χωρίς καταστήματα.  Όλες αυτές έκλεισαν! Η προσωπική σχέση πελάτη – τραπεζίτη, δεν νομίζω ότι θα παρέλθει ουσιαστικά ποτέ.  Είναι απαραίτητη και σε κανένα τραπεζικό σύστημα δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αμιγώς απρόσωπης τραπεζικής. Να μην ξεχνούμε ότι οι προσωπικές σχέσεις είναι αυτές που κάνουν την κοινωνία πιο ανθρώπινη και μακριά από τη ζούγκλα – ο θάνατός σου η ζωή μου.
Αυτό που αλλάζει, όμως, όσο παρουσιάζονται προβλήματα και στρεβλώσεις που βλάπτουν το κοινό καλό λόγω διαπροσωπικών σχέσεων, είναι ο ορθολογισμός των αποφάσεων στην τραπεζική.
Το τί πρέπει να μάθουμε στην Κύπρο είναι ότι όταν ο φίλος σου ή γνωστός σου τραπεζικός,  σου αρνηθεί ένα δάνειο ή μία συναλλαγή είναι διότι έχει και μία υποχρέωση στον οργανισμό που εργάζεται αλλά πιθανό να σε προστατεύει και εσένα μακροχρόνια.  Μακροχρόνια συμφέρει και στην τράπεζα και στο δανειζόμενο να είναι και οι δύο βέβαιοι ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί.

Η ΕΕ αποφάσισε πως το κούρεμα καταθέσεων πέραν των 100 χιλ. ευρώ θα αποτελεί μέρος της λύσης για προβληματικές τράπεζες.  Είσαστε της άποψης πως η λύση που επιβλήθηκε στην Κύπρο αποτέλεσε ένα πείραμα των ευρωπαίων εταίρων;
Πιστεύω ότι η ΕΕ πήρε λάθος δρόμο βασισμένη σε μια θεώρηση του προβλήματος που μπορεί να φαίνεται σωστή στα χαρτιά, αλλά όχι στην πραγματικότητα.  Και εξηγώ: Η Ευρώπη θεωρεί ότι οι καταθέτες με ποσά άνω των 100 χιλ. ευρώ είναι έμπειροι στα οικονομικά και διαθέτουν εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις ή έχουν πρόσβαση σε τέτοιες γνώσεις μέσω «συμβούλων».   Ότι έχουν αρκετή πληροφόρηση και γνώσεις για να επιλέξουν την τράπεζά στην οποία θα τοποθετήσουν τις καταθέσεις τους, ότι μπορούν να αποτιμήσουν τον κίνδυνο του κάθε ιδρύματος κλπ και ότι μπορούν να αναγνωρίσουν ότι μια τράπεζα που προσφέρει πιο ψηλά επιτόκια είναι μία τράπεζα με, πιθανόν, πιο ψηλό προφίλ ρίσκου. Και άρα, κατά τη λογική αυτή, αφού έκαναν λανθασμένη εκτίμηση και αφού είχαν και οφέλη τους ομαλούς καιρούς, θα πρέπει να αναλάβουν και το κόστος τυχόν κατάρρευσης σε προβληματικούς καιρούς. Αυτό είναι μεγάλο σφάλμα.
Πότε εκπαιδεύτηκε ο μέσος πολίτης ότι η επιλογή τράπεζας για καταθέσεις έχει σημασία;  Πως μπορεί να αναλύσει ο μέσος καταθέτης τους λογαριασμούς και τα οικονομικά δεδομένα μιας τράπεζας;  Τουλάχιστο ο μέσος καταθέτης στην Κύπρο, ο οποίος δεν είναι ο θεσμικός καταθέτης σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αντίθετα η πολιτεία έχει δώσει την εντύπωση και το μήνυμα στον καταθέτη ότι τον προστατεύει. Αυτός είναι και ο λόγος που λέμε ότι οι τράπεζες εποπτεύονται – για προστασία των καταθετών. Και μετά λέμε ότι ο καταθέτης όφειλε να προσέχει.  Αυτό είναι παράλογο.  Άλλο πολύ μεγάλοι θεσμικοί καταθέτες που έχουν την υποδομή και άλλο οι πιο μικροί ιδιώτες.  Και άλλο η πρόσβαση στα στοιχεία μίας τράπεζας που έχει η εποπτική αρχή και άλλο η πρόσβαση του ιδιώτη μικροκαταθέτη. Η λογική της Ευρώπης «καταργεί» το θεσμό του Επόπτη για προστασία των καταθετών.  Είναι περίπου το ισοδύναμο του να μην έχουμε έλεγχο φαρμάκων και να λέμε «ο καταναλωτής να φροντίσει να μάθει για το φάρμακο που θα αγοράσει ή οφείλει να πάει στο γιατρό για συμβουλή».
Με αυτά υπόψη, πιστεύω ότι ο καταθέτης δεν πρέπει να αναλαμβάνει κανένα κόστος.  Τον καταθέτη θα πρέπει να τον χειριζόμαστε όπως τους επενδυτές – σε κατηγορίες όχι ανάλογα με περιουσιακά στοιχεία ή το ύψος των καταθέσεών του αλλά με βάση τη γνώση και αντίληψη του στα χρηματοοικονομικά.  Οι καταθέσεις των μη εξειδικευμένων καταθετών θα πρέπει να καλύπτονται πλήρως ανεξαρτήτως ποσού, η Τράπεζα θα πρέπει να πληρώνει σε αυτές ένα πιο χαμηλό επιτόκιο αφού θα είναι ασφαλισμένες και να πληρώνει τη διαφορά του επιτοκίου στο συνεγγυητικό καταθέσεων – το Ταμείο Προστασίας Καταθετών.
Επιπρόσθετα πώς θέλει η Ευρώπη να τιμωρήσουμε τον καταθέτη ο οποίος δεν έχει άλλες επενδυτικές επιλογές (όπως τώρα οι Κύπριοι καταθέτες) που δεν μπορούν να διακινήσουν τα χρήματά τους και η Ευρώπη τους «παγίδευσε» στην Κύπρο.  Αυτοί δεν μπορούν να κινήσουν τα λεφτά τους για να αποφύγουν τον κίνδυνο.
Το κατά πόσο η Κύπρος ήταν ή όχι ένα πειραματόζωο, δεν μπορώ να το γνωρίζω με βεβαιότητα.  Από τα γεγονότα και τα στοιχεία φαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι πιστεύουν σε αυτό το μοντέλο και άρα, στο μυαλό τους, δεν κάνουν πείραμα.  Στο τέλος όμως όταν η ιστορία καταδείξει ότι αυτή η συνταγή δεν δουλεύει, τότε θα λέμε ότι ήταν πείραμα.

Για χρόνια όλοι ζητούσαν μείωση των επιτοκίων.  Η Κεντρική εξέδωσε κάποιες οδηγίες με τις οποίες ζητά σταδιακή αποκλιμάκωση των καταθετικών επιτοκίων. Η κίνηση αυτή θα οδηγήσει σε μείωση και των δανειστικών;
Η μείωση των δανειστικών επιτοκίων είναι επιθυμία πολλών, περιλαμβανομένων και των τραπεζών αφού αυτό υπό κανονικές συνθήκες εξυπηρετεί την οικονομία.  Άλλωστε, για τις τράπεζες δεν έχει σημασία το ύψος των επιτοκίων, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά η διαφορά μεταξύ καταθετικού και δανειστικού επιτοκίου, το επιτοκιακό περιθώριο καθορίζει το κέρδος των τραπεζών.
Σκεφτήκαμε όμως γιατί τα επιτόκια δανείων είναι ψηλά στην Κύπρο;  Μήπως υπάρχουν πραγματικοί οικονομικοί λόγοι;  Μήπως αντικατοπτρίζουν το ρίσκο της χρηματοδότησης;  Μήπως τη στενή ρευστότητα στο σύστημα;  Ειδικά μέσα στις σημερινές συνθήκες;
Είναι να διερωτάται κανείς: αφού έχουμε τόσο ψηλά επιτόκια δανείων στην Κύπρο, τόσο παράλογα ψηλά, όπως λέγεται, γιατί δεν κατεβαίνουν οι τραπεζικοί κολοσσοί από το εξωτερικό να εκμεταλλευτούν τη χρυσή κυπριακή ευκαιρία;  Να δανείσουν και να κερδίσουν πολλά;  Δεν έρχονται διότι απλά αναμένουν ότι πολλά δάνεια στην Κύπρο δεν θα αποπληρωθούν και ότι παρόλα τα ψηλά επιτόκια θα χάσουν χρήματα.  Αυτό έδειξε και η ανάλυση της PIMCO  όπου σημαντικό κομμάτι των αναγκών κεφαλαίων των τραπεζών είναι από κυπριακά προβληματικά δάνεια.  Και όμως λέμε «δεν πειράζει», να το κάνουν οι Κυπριακές τράπεζες.
Θέλουμε πράγματι υποτιμολόγηση του ρίσκου δανειοδότησης; Εάν ναι, έχουμε σκεφτεί τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο;  Μήπως σημαίνει ακόμη πιο μεγάλες ζημιές για τις τράπεζες που έχουν ήδη αδύνατη κεφαλαιουχική επάρκεια; Μήπως σημαίνει περισσότερη μακρόχρονη κρατική βοήθεια και κατ’ επέκταση επιβάρυνση του φορολογούμενου και τότε πάλι θα φωνάζουμε για τις τράπεζες;
Ας το δούμε και από μία άλλη γωνία.  Πιέζουμε λοιπόν για τη μείωση των καταθετικών επιτοκίων για να βοηθηθούν οι δανειζόμενοι.  Θέλουμε να μειώσουμε τα επιτόκια που δίνονται στο μικρό καταθέτη ή στον καταθέτη ο οποίος, ήδη «κουρεύτηκε» πλήρως ή μερικώς;  Θέλουμε και άλλες μειώσεις των εισοδημάτων των συνταξιούχων και των μικροκαταθετών;  Θέλουμε να αποθαρρύνουμε την αποταμίευση την ώρα που όλοι μας λένε ότι έχουμε πρόβλημα υπερκατανάλωσης;  Μήπως δίνει στον αποταμιευτή τη χαριστική βολή ή του δείχνει το δρόμο για έξοδο των αποταμιεύσεών του από την Κύπρο; Μήπως αφαιρεί από το τραπεζικό σύστημα ένα εργαλείο διατήρησης των καταθέσεων που υπάρχουν ήδη στο σύστημα;  Και έχουμε και την αύξηση της φορολογίας στους τόκους που εισπράττει ο καταθέτης.  Είναι εύκολο να συνθηματολογούμε.
Και έρχομαι πάλι στον ορθολογισμό.  Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μας εισηγείται να κάνουμε μελέτη για τις επιπτώσεις που τέτοια πράξη θα έχει στο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία.  Με κομψό τρόπο μας λέει για ορθολογισμό.  Και εμείς;


Γίνεται πολύς λόγος για τον ELA της Λαϊκής. Πότε θεωρείτε πως η συγκεκριμένη τράπεζα έπρεπε να παύσει να λαμβάνει έκτακτη ρευστότητα;  
Να επανέλθω στον ορθολογισμό.  Κανείς τρίτος δεν έχει την πλήρη εικόνα πότε, πώς και υπό ποιες προσδοκίες δινόταν η χρηματοδότηση.  Και όμως φθάσαμε σε συμπεράσματα ότι φταίει ή δεν φταίει ο ένας ή ο άλλος.  Πότε θα μάθουμε να μιλούμε μετά από σωστή πληροφόρηση;  Έχουμε διερευνητική επιτροπή και προτρέχουμε στα συμπεράσματα!!!  Δεν θέλω ως εκ τούτου να πέσω και εγώ στην παγίδα.  Ας αναμένουμε τους θεσμούς.

Πως εφαρμόζεται η οδηγία για αναπροσαρμογή όρων δανείων και διευκόλυνση δανειοληπτών;
Και στο θέμα αυτό, επικρατεί η συνθηματολογία παρά η λογική ανάλυση της πραγματικότητας. Όλοι – αρχές, κυβέρνηση, βουλή – φωνάζουνε ότι οι τράπεζες πρέπει να βοηθήσουν τους πελάτες τους με περιόδους χάριτος στην αποπληρωμή δόσεων, μειώνοντας επιτόκια, επεκτείνοντας περίοδο αποπληρωμής κλπ.  Σωστή η θέση.  Τα πράγματα είναι δύσκολα και ο δανειολήπτης στις πλείστες περιπτώσεις αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις.  Και οι τράπεζες θέλουν να βοηθήσουν, είναι άλλωστε προς το συμφέρον τους.
Πριν όμως προβούμε σε εξαγγελίες και εκδώσουμε οδηγίες για υποχρεωτικές επιμηκύνσεις, περιόδους χάριτος κλπ έχουμε σκεφτεί σφαιρικά τις επιπτώσεις αυτού του απόλυτου μέτρου;
Εάν όντως οι τράπεζες επιδείξουν ευελιξία και διαφοροποιήσουν τους όρους δανεισμού των πελατών τους – και πιστέψτε με στις πλείστες περιπτώσεις αυτό θέλουν να κάνουν οι τράπεζες για τους πλείστους από τους πελάτες – το θεσμικό πλαίσιο, τα λογιστικά πρότυπα κλπ τί προνοούν;  Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από τις αναδιαρθρώσεις δανείων στον επηρεασμό κερδοφορίας, δεικτών ρευστότητας και κεφαλαιουχικών δεικτών; Μήπως θα λύσουμε το πρόβλημα των δανειζομένων και θα κλείσουμε τις τράπεζες με επιπρόσθετες ζημιές;  Μήπως θα υπάρξει αδυναμία χρηματοδότησης νέου δανεισμού, αφού οι τράπεζες θα έχουν εισροές λιγότερες από αυτές που απαιτούνται  για δανειοδότηση νέων έργων που όλοι λέμε ότι είναι σημαντικά για την ανάκαμψη της οικονομίας;

Οι τράπεζες μέχρι τώρα θεωρούσαν ως βασικό κριτήριο για να προχωρήσουν σε χρηματοδότηση, την εγγύηση που θα είχαν.  Η πρακτική αυτή αποδείχθηκε καταστροφική ειδικά σε περιπτώσεις που υποθηκεύονταν ακίνητα.  Πως αλλάζουν πλέον τα κριτήρια δανειοδότησης και πότε υπολογίζετε να ανοίξουν ξανά οι κάνουλες του δανεισμού.  Μήπως οι κάνουλες είναι ανοικτές αλλά είναι άδεια η δεξαμενή;
Ναι, είναι αλήθεια ότι στα πλαίσια του εξορθολογισμού των τραπεζικών πρακτικών, η δυνατότητα αποπληρωμής ενός δανείου έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει να είναι το πιο ισχυρό κριτήριο για τη λήψη απόφασης δανειοδότησης.  Αλλά πρέπει να αλλάξει και η κουλτούρα του δανειζόμενου μέσου Κύπριου η οποία είναι «Γιατί δεν με δανείζεις αφού σου έχω βάλει υποθήκη το σπίτι μου/χωράφι μου κλπ».  Πρέπει και οι δύο πλευρές να αντιληφθούν το θέμα.
Όσον αφορά στο δανεισμό, δεν μπορούμε να αναμένουμε ομαλοποίηση των συνθηκών δανεισμού γρήγορα.  Ζούμε σε ανώμαλες συνθήκες.
Η ρευστότητα αυτή τη στιγμή είναι περιορισμένη.  Οι καταθέσεις έχουν τάση φυγής και οι παλαιοί δανειζόμενοι δεν αποπληρώνουν.  Από πού θα βρεθούν τα χρήματα;
Μακροχρόνια εφόσον λύσουμε τα άμεσα προβλήματα που σχετίζονται με την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του, την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων, έχουμε σταματήσει τον πανικό των καταθετών και τις επιπτώσεις του στη ρευστότητα των τραπεζών κλπ και πάνω απ’ όλα όταν υπάρξει ζήτηση για υγιή δανεισμό – είτε από επιχειρήσεις, είτε από ιδιώτες – τότε θα δούμε κανονικό δανεισμό.

 Πως πιστεύετε πως θα είναι το τραπεζικό σύστημα σε πέντε χρόνια;
Ήρθε η εποχή που οι τράπεζες και οι τραπεζίτες καλούνται να προσγειωθούν.  Τα φτερά του Ίκαρου έχουν ήδη λιώσει…  Οι μεγάλοι ρυθμοί αύξησης του δανεισμού, όπου οι τράπεζες συναγωνίζονται ποιος θα δανείσει πιο πολλά ή με πιο χαλαρούς όρους έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.  Χρειάζεται η επιστροφή στη λεγόμενη «ανούσια» ή «βαρετή» τραπεζική (boring banking).  Η επιστροφή, με άλλα λόγια, στο παραδοσιακό μοντέλο δραστηριοτήτων, δηλαδή την επικέντρωση στις βασικές λειτουργίες μιας τράπεζας με αποφυγή των δραστηριοτήτων επενδυτικής τραπεζικής που συνεπάγονται ψηλό κίνδυνο.  Αυτή είναι μια παγκόσμια τάση.  Όλα τα τραπεζικά κέντρα προσπαθούν να εντοπίσουν τη χρυσή τομή μεταξύ της ανάληψης κινδύνου και της συντηρητικής προσέγγισης.