Όπως καθιερώθηκε και ο Αθανάσιος Ορφανίδης με την ευκαιρία της παρουσίας του στην ερευνητική επιτροπή για την οικονομία επέδωσε τη δική του δήλωση σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας.
Όπως αναμενόταν, επιμένει στις διαχρονικές του τοποθετήσεις περί ευθύνης της προηγούμενης κυβέρνησης. Μάλιστα, αναφέρει ότι αισθάνεται ευθύνη επειδή δεν μπόρεσε να πείσει την κυβέρνηση να αποτρέψει την καταστροφή.
Δήλωση Αθανάσιου Ορφανίδη ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την Οικονομία, Λευκωσία, 23 Αύγουστου 2013
Τα σημάδια του επερχόμενου οικονομικού ολέθρου ήταν εμφανή σχετικά νωρίς. Μπορούσαμε να σταματήσουμε την καταστροφική πορεία και να γλιτώσουμε τον τόπο. Προειδοποιήσεις υπήρξαν και από το εσωτερικό και από το εξωτερικό. Πολλοί έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. Προσπάθησα και εγώ. Όμως δεν κατάφερα να πείσω την τότε κυβέρνηση να κάνει τις αναγκαίες ενέργειες και γι’ αυτό αισθάνομαι ότι φέρω ευθύνη. Ο ρόλος της Κασσάνδρας δεν είναι ευχάριστος σε κανένα. Δεν απαλλάσσεται όμως κανένας από την ευθύνη που έχει να προσπαθήσει να πείσει, όσο μπορεί, για να αποτρέψει την επερχόμενη καταστροφή.
Κανένας δεν πρέπει να αποποιείται συλλογικών ευθυνών. Και όταν ο τόπος δεν πάει καλά, είναι συλλογική η ευθύνη όλων αυτών που κατείχαν θέση ευθύνης. Αν θυμάμαι καλά, αυτό το είχα αναφέρει για πρώτη φορά το Μάρτη του 2011 στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ήταν τότε που η κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει ένα νέο φόρο στις καταθέσεις, πιέζοντας τις τράπεζες σε μια πολύ ευαίσθητη στιγμή. Διαφώνησα έντονα, γιατί αυτό θα αποστερούσε πολύτιμα κεφάλαια από το τραπεζικό σύστημα. Αντί για φόρους, θεωρούσα αναγκαία τη δημιουργία ενός Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ώστε να ενισχυθεί το σύστημα με πόρους των ίδιων των τραπεζών. Όμως οι τράπεζες είναι εύκολος στόχος για λαϊκισμό. Η κυβέρνηση τα κατάφερε. Η Βουλή υπερψήφισε το νόμο. Εκείνη η άνοιξη ήταν η αρχή της κατρακύλας που τώρα βιώνουμε τόσο έντονα. Οι κίνδυνοι ήταν γνωστοί από πριν και τους είχα επιτακτικά θέσει υπόψη της κυβέρνησης του ΑΚΕΛ πριν το 2011. Η κατρακύλα όμως άρχισε για τα καλά εκείνη την άνοιξη.
Δεν κατάφερα να πείσω την κυβέρνηση του ΑΚΕΛ να αλλάξει πορεία για να μην καταστρέψει τον τόπο. Δεν έπεισα όταν ήμουν Διοικητής. Όταν η θητεία μου τελείωσε, η οικονομία αντιμετώπιζε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, που ήταν όμως ακόμα διαχειρίσιμη με σωστούς χειρισμούς. Όμως, μετά τη λήξη της θητείας μου, η κυβέρνηση συνέχισε ένα άλλο δρόμο, σε άψογο συντονισμό, δυστυχώς, και με την Κεντρική Τράπεζα. Είδα το κακό που ερχόταν το καλοκαίρι του 2012, όταν άρχισε η συντονισμένη έντονη επίθεση εναντίον του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου από την κυβέρνηση και την ίδια την εποπτική αρχή, που ήταν τότε πλήρως ελεγχόμενη και αυτή από το ΑΚΕΛ. Προσπάθησα και με δημόσιες παρεμβάσεις. Δεν έπεισα.
Χειρότερο όμως ήταν ότι δεν έπεισα ούτε στο τέλος του χρόνου όταν έβλεπα ότι το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγούσε ολοταχώς τον τόπο το ΑΚΕΛ ήταν δυσχερέστερο από ότι οι συμπολίτες μας μπορούσαν να φανταστούν τότε και από ότι και εγώ υπολόγιζα όταν τελείωσε η θητεία μου. Στο μεταξύ, πριν καν το τέλος του 2012, το ΑΚΕΛ (μέσω της κυβέρνησης και της Κεντρικής Τράπεζας) είχε ήδη καταφέρει να οδηγήσει τους εταίρους μας στο συμπέρασμα ότι θα μας έκαναν χάρη, αν μας απάλλασσαν από τις τράπεζες casino, όπως τις χαρακτήριζε ανά το παγκόσμιο η εποπτική μας αρχή. Τις λίγες μέρες που ήμουν στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2012 έκανα πολλές επαφές και ακόμα και δημόσιες παρεμβάσεις. Προειδοποίησα για τις συνέπειες αλλά δεν έπεισα πως χωρίς άμεση αλλαγή πορείας το ΑΚΕΛ οδηγούσε τον τόπο στο αποτέλεσμα που η Κύπρος βιώνει από τον Μάρτιο.
Οικονομία και εποπτεία τραπεζών
Πριν μπω με λεπτομέρεια στην κατρακύλα των τελευταίων δυο χρόνων οφείλω να κάνω μια γενικότερη αναφορά στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα όταν ανέλαβα ως Διοικητής και σχετικές ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας για τον τραπεζικό τομέα.
Επέστρεψα στην Κύπρο τον Απρίλη του 2007 μετά από παράκληση του τότε Υπουργού Οικονομικών Μιχάλη Σαρρή και του Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου ο οποίος αποφάσισε να με διορίσει στη θέση του Διοικητή της ΚΤΚ. Δέχτηκα να αναλάβω παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς μου διότι ζητήθηκε η βοήθεια μου εν όψει της προγραμματισμένης ένταξης της Κύπρου στην ευρωζώνη. Είχα ενδοιασμούς γιατί ήμουν γνώστης και της πολιτικής διαπλοκής και της διάβρωσης των θεσμών και της διαφθοράς του πολιτικού μας συστήματος και θα μου ήταν αδύνατο να εμπλακώ σε οποιοδήποτε ρόλο που τυχόν υπονοούσε εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων. Ο Διοικητής της ΚΤΚ θα έπρεπε πάντοτε να υπηρετεί αμερόληπτα τον τόπο και μόνο, χωρίς άλλες επιρροές. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος με διαβεβαίωσε ότι συμφωνούσε και τόνισε ότι αναγνώριζε και στήριζε επίσης την ανεξαρτησία του θεσμού. Όπως μου επιβεβαίωσε αργότερα και γραπτώς, πίστευε πως ο Διοικητής πρέπει να είναι και να παραμείνει <<απόλυτα ανεξάρτητος και αδέσμευτος από οικονομικά, πολιτικά ή κομματικά συμφέροντα και επιρροές>> και ανέφερε ότι αυτός ήταν και λόγος για τον οποίο μου είχε δώσει την στήριξη του. Όπως και ο Πρόεδρος, θεωρούσα την ένταξη της Κύπρου στην ευρωζώνη ένα έργο εθνικής σημασίας με πολιτικές διαστάσεις. Πίστευα και εγώ ότι με τους σωστούς χειρισμούς η πολιτική ενδυνάμωση της χώρας θα μπορούσε να βοηθήσει στην καλύτερη λύση του μεγάλου μας εθνικού προβλήματος. Γι’ αυτό δέχτηκα το αξίωμα, με την προσωπική δέσμευση ότι γνώμονάς μου θα ήταν πάντα το δημόσιο συμφέρον.
Όταν ανέλαβα η Κύπρος παρουσίαζε καλές προοπτικές. Υπήρχαν όμως και προβλήματα και προκλήσεις, σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και του τραπεζικού τομέα τα οποία έπρεπε να τύχουν διαχείρισης.
Ορισμένα προβλήματα ήταν μακροχρόνια και διαρθρωτικής φύσης. Χρειάζονταν λύσεις. Για παράδειγμα, όλοι ξέραμε ότι οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, όπως καθορίζονταν από το ισχύον πλαίσιο, ήταν μη διαχειρίσιμες. Διαδοχικές κυβερνήσεις είχαν υποσχεθεί τόσο τεράστιες μελλοντικές δαπάνες που η Κύπρος κατατάσσονταν στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης σε συγκριτικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο πρώτος από τους υπουργούς οικονομικών της πενταετίας του ΑΚΕΛ, Χαρίλαος Σταυράκης, ήταν μια ωρολογιακή βόμβα. Όμως δεν αποπυροδοτήθηκε.
Με την ένταξη μας στην ευρωζώνη την 1 Ιανουαρίου του 2008 θα χάναμε τη δική μας νομισματική πολιτική και μαζί τη δυνατότητα συγκράτησης της πιστωτικής επέκτασης και του πληθωρισμού. Γι’ αυτό έπρεπε να είχαμε λύσει τα γνωστά διαρθρωτικά προβλήματα τότε. Όμως πολιτικές σκοπιμότητες οδηγούσαν σε καθυστερήσεις. Ακόμα και πριν βγει στην εξουσία το ΑΚΕΛ, δεχόμουν πυρά από το κόμμα για τις δικές μου υποδείξεις ότι ιδιαίτερα με την ένταξη μας στο ευρώ η δημοσιονομική πολιτική έπρεπε να ήταν πολύ πιο προσεχτική από πριν. Δυστυχώς μόλις δύο μήνες μετά την ένταξη μας στην ευρωζώνη, ανέλαβε μια κυβέρνηση που κινήθηκε ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση.
Προκλήσεις παρουσίαζε και ο τραπεζικός τομέας. Η χώρα μας είχε επιλέξει το μοντέλο ανάπτυξης που βασιζόταν στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, και είχε ήδη πολύ πριν αναλάβω εγώ ένα τραπεζικό σύστημα που ήταν σχετικά μεγάλο για το μέγεθος της χώρας. Αυτό δημιούργησε πολλές θέσεις εργασίας και πλούτο, όμως σήμαινε ότι ως χώρα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Τα περιθώρια για λάθη ήταν πιο στενά. Αυτό ήταν γνωστό και γι’ αυτό και το εποπτικό πλαίσιο των τραπεζών ήταν γενικά πιο αυστηρό από πολλές άλλες χώρες.
Ένα πολύ σοβαρό θέμα, όταν ανέλαβα, ήταν ο ρυθμός μεγέθυνσης της πιστωτικής επέκτασης και κυρίως των δανείων για απόκτηση ακίνητης περιουσίας και για οικιστικούς σκοπούς. Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 είχε παρατηρηθεί μια σημαντική αύξηση της δραστηριότητας στην εγχώρια αγορά ακινήτων. Αυτό δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες για κινδύνους στα χαρτοφυλάκια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αντελήφθηκα αυτούς τους κινδύνους μόλις ανέλαβα και αμέσως έγινε μελέτη για το πώς θα μπορούσαμε να τους περιορίσουμε. Μέσα σε μόλις δύο μήνες βάλαμε σε εφαρμογή αυστηρά περιοριστικά μέτρα με αυτό το στόχο. Συγκεκριμένα, η ΚΤΚ αποφάσισε στις 12 Ιουλίου 2007 να επιβάλει μείωση στο μέγιστο επιτρεπτό ποσοστό χρηματοδότησης. Αρχικά, αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ορισμένοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων ζήτησαν την αναθεώρηση του. Στις 30 Οκτώβριου 2007 κλήθηκα ενώπιον της επιτροπής εμπορίου για εξηγήσεις. Όμως τα μέτρα αποδείχτηκαν ότι ήταν απαραίτητα. Με κάποια αναμενόμενη καθυστέρηση περιόρισαν την περαιτέρω αλόγιστη αύξηση του δανεισμού και προστάτευαν το τραπεζικό σύστημα από ένα απότομο κραχ της φούσκας των ακινήτων. Ομαλοποιήσαμε τους περιορισμούς, που ήταν πολύ αυστηροί για ένα περίπου χρόνο μόνο όταν οι προβλέψεις μας έδειξαν ότι οι επιπρόσθετοι περιορισμοί είχαν πετύχει το στόχο τους. Σχετική ανάλυση δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2010 από την ΚΤΚ.
Ενώ τα μέτρα της ΚΤΚ περιόρισαν το ρυθμό μεγέθυνσης της πιστωτικής επέκτασης, μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2008 η κυβέρνηση ακολούθησε την ανάποδη πορεία, κάτι το οποίο δεν έγινε αμέσως αντιληπτό, εφόσον τα σχετικά στοιχεία δημοσιεύονται με καθυστέρηση. Ως αποτέλεσμα της απότομης και υπέρμετρης αύξησης των δημοσίων δαπανών, δημιουργήθηκε μια μεγάλη ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με έλλειμμα ρεκόρ το 2008. Ακόμη και πρωτοετείς φοιτητές γνωρίζουν ότι δημοσιονομική επέκταση σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης απλώς αυξάνει τις τιμές προϊόντων και ακινήτων και συμβάλλει σε περαιτέρω επέκταση των πιστώσεων και στη δημιουργία κερδοσκοπικών φούσκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λανθασμένης οικονομικής πολικής που δυσκόλευε τον περιορισμό των ανισορροπιών εκείνο το χρόνο ήταν και η απαίτηση του τότε Υπουργού Οικονομικών να πωλήσει ακόμα και τα αποθέματα χρυσού και να ρίξει περισσότερο χρήμα σε μια οικονομία που όχι μόνο δεν τα χρειαζόταν αλλά θα δημιουργούσε τα πιο πάνω προβλήματα. Οι κινήσεις της κυβέρνησης, ανέτρεπαν εν μέρει το θετικό αποτέλεσμα των περιορισμών της υπέρμετρης κατανάλωσης και μείωση της πιστωτικής επέκτασης που στόχευε η ΚΤΚ με τις περιοριστικές της οδηγίες.
Η ΚΤΚ ενίσχυσε επίσης την προστασία του τραπεζικού συστήματος με νέες οδηγίες για την ρευστότητα. Με την ένταξη στο ευρώ, εφαρμόσαμε οδηγία που περιόριζε σημαντικά τη δυνατότητα για υπέρμετρο δανεισμό συγκριτικά με το πλαίσιο που ήταν σε ισχύ πριν την ένταξη. Και γι’ αυτή την προσπάθεια δέχτηκα κριτική ότι η ΚΤΚ ήταν υπέρ το δέον αυστηρή. Να υπενθυμίσω απλώς τις παρεμβάσεις που έγιναν για χαλάρωση των οδηγιών για τη ρευστότητα στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας κρίσης τον Νοέμβριο του 2008. Ο τότε υπουργός, Χαρίλαος Σταυράκης, ισχυριζόταν ότι η ΚΤΚ περιόριζε την ανάπτυξη με την αυστηρότητα της και πίεζε για χαλαρώσεις. Όπως εξηγήσαμε, στις 12 Νοεμβρίου 2008 «Η ΚΤΚ έγινε πρόσφατα δέκτης εισηγήσεων για χαλάρωση των οδηγιών για τη ρευστότητα. Καθώς είναι γνωστό οι εν λόγω οδηγίες εντάσσονται στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων τα οποία, εν πολλοίς, έχουν προστατεύσει τις τράπεζες από την χρηματοπιστωτική κρίση. Παρόλο που η Κεντρική Τράπεζα μελετά συνεχώς προσαρμογές στο εποπτικό της πλαίσιο, στο παρόν στάδιο, οποιαδήποτε χαλάρωση των δεικτών προληπτικής ρευστότητας κρίνεται ως παρακινδυνευμένη, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί στις διεθνείς αγορές».
Να υπενθυμίσω επίσης και τον πόλεμο που έγινε εναντίον της ΚΤΚ το 2009 για να ενδώσει σε χαλαρώσεις που μάλιστα ήταν σχεδιασμένες απλώς και μόνο για εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Αντρέα Βγενόπουλου και του περίγυρου του. Ως Διοικητής της ΚΤΚ δεν αποδέχτηκα τις χαλαρώσεις ούτε άλλαξα αποφάσεις που είχαν ληφθεί με γνώμονα το συμφέρον του τόπου για την εξυπηρέτηση του οποιουδήποτε. Ακόμα και όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρενέβηκε υπέρ του κυρίου Βγενόπουλου με τηλεφωνική επικοινωνία τον Φεβρουάριο του 2009, εν μέσω της επίσημης επίσκεψης του στη Σερβία, απλώς εξήγησα τους λόγους για τους οποίους είχαν ληφθεί οι συγκεκριμένες αποφάσεις. Ούτε αποδέχτηκα τις πιέσεις από καθοδηγούμενα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΤΚ που είχε διορίσει η κυβέρνηση ΑΚΕΛ. Οι επιθέσεις που έγιναν τότε εναντίον του εποπτικού μας πλαισίου έκαναν σοβαρή ζημιά. Όπως δήλωσα τότε δημόσια «Τονίζω ότι θεωρώ ως άκρως επικίνδυνο και ζημιογόνο, ιδιαίτερα μεσούσης της χρηματοοικονομικής κρίσης, να τίθεται υπό αμφισβήτηση στη χώρα μας το πλαίσιο λήψης αποφάσεων για τον τραπεζικό τομέα, και μάλιστα δημόσια». Με επιστολές προς τον Πρόεδρο έκανα εκκλήσεις να σταματήσει την προσπάθεια που γινόταν τότε για εξυπηρέτηση συμφερόντων. Στις 20 Μαρτίου 2009 εξήγησα γραπτώς, «Είναι με λύπη που αναγκάζομαι να σας υποβάλω και γραπτώς αυτά που ειπώθηκαν στις μεταξύ μας συναντήσεις από την ανάληψη των καθηκόντων σας μέχρι σήμερα. Όμως, δεν έχω άλλα περιθώρια αντίδρασης αφού διακυβεύεται πλέον το κύρος και η ανεξαρτησία ενός από τους σημαντικότερους πυλώνες και θεσμούς της κυπριακής οικονομίας, καθώς και η βιωσιμότητα και η ευημερία της χώρας». Στις 21 Ιουλίου 2009, επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρόεδρο της Βουλής, συνυπογραμμένη από τους επικεφαλής και των τεσσάρων εποπτικών αρχών της Κύπρου σημείωνε «Έκκληση προς εσάς, ως ύψιστοι θεματοφύλακες των θεσμών, αλλά και γενικότερα σε κάθε πολιτικό αξιωματούχο, είναι η σθεναρή στήριξη, διαφύλαξη και προστασία των εποπτικών αρχών και θεσμών ειδικότερα μεσούσης της διεθνώς πρωτοφανούς χρηματοπιστωτικής κρίσης». Σημειώνω ότι σε καμία από αυτές τις επιστολές προς τον πρόεδρο της δημοκρατίας έλαβα απάντηση. Ούτε ακόμα και σε υποδείξεις για θέμα ασυμβιβάστου που ενδεχόμενα πρόεκυπτε με κάποιους διορισμούς στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΚΤΚ από την κυβέρνηση του.
Με τις σχετικά αυστηρές οδηγίες, ιδιαίτερα για τη ρευστότητα, το κυπριακό τραπεζικό σύστημα ξεπέρασε τη διεθνή τραπεζική κρίση του 2007-2009 χωρίς σημαντικά προβλήματα. Αποφύγαμε τα προβλήματα που είχαν αντιμετωπίσει άλλα τραπεζικά συστήματα αλλά διαβλέπαμε ότι η κρίση μπορούσε να επιδεινωθεί και γι’ αυτό επιδιώξαμε περαιτέρω ενίσχυση. Οι σημαντικότερες ίσως ενέργειες της ΚΤΚ στον εποπτικό τομέα κατά τη διάρκεια της διεθνούς κρίσης αφορούσαν τις συνεχείς και εντατικές πιέσεις στις τράπεζες για αύξηση των κεφαλαίων τους. Σχετικές είναι και οι επιστολές μου στις μεγάλες μας τράπεζες για περιορισμό των λειτουργικών δαπανών τους και μη καταβολή μερισμάτων για περαιτέρω ενδυνάμωση των κεφαλαίων τους. Επίσης, μέσα στα πλαίσια του Πυλώνα ΙΙ της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, η ΚΤΚ αξίωνε από τις τράπεζες τη διεξαγωγή ασκήσεων ακραίων καταστάσεων (stress tests) με ακραίες παραδοχές, όπως π.χ. αυξήσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αυξήσεις στις αναμενόμενες και μη αναμενόμενες ζημιές και μειώσεις στην αξία της ακίνητης περιουσίας, και απαιτούσε τη διακράτηση σημαντικών κεφαλαίων, ως αποτέλεσμα των εν λόγω ασκήσεων. Ως αποτέλεσμα αυτής της προετοιμασίας, οι τράπεζες με επιτυχία πέρασαν και τα Ευρωπαϊκά stress tests το 2010 και 2011, και στα οποία γίνεται περαιτέρω αναφορά στη συνέχεια. Αξίζει να σημειωθεί και η νέα οδηγία της ΚΤΚ το 2011 που απαιτούσε από τις μεγάλες συστημικές τράπεζες τη συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίων ανάλογα με το μέγεθός τους ως ποσοστό επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ήμασταν από τις πρώτες εποπτικές αρχές στον κόσμο που μελέτησαν και υιοθέτησαν οδηγία αυτής της μορφής. Είχαμε προετοιμάσει τις τράπεζες για την οδηγία με τις αυξημένες απαιτήσεις ώστε να έχουν την ευκαιρία να ανταποκριθούν. Όντως ανταποκρίθηκαν με σημαντικές αυξήσεις των κεφαλαίων τους κατά την περίοδο 2009-2011.
Κατά την περίοδο αυτή, η ΚΤΚ πήρε και πολλές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση στην εταιρική διακυβέρνηση όπως π.χ. την αύξηση του αριθμού των ανεξάρτητων μη εκτελεστικών συμβούλων στην κάθε τράπεζα και την καθιέρωση κριτηρίων ανεξαρτησίας των συμβούλων αυτών.
Δεν είναι σκοπός των πιο πάνω αναφορών να ισχυριστώ ότι όλα ήταν τέλεια στο τραπεζικό μας σύστημα. Δεν ήταν και ποτέ δεν είναι, σε κανένα τραπεζικό σύστημα. Προβλήματα παρουσιάζονται και ο στόχος είναι να εντοπίζονται και να δίνονται λύσεις. Για παράδειγμα, σε εποπτικούς ελέγχους κατά τη διάρκεια της θητείας μου, όπως και των προκατόχων μου, τα στελέχη της ΚΤΚ εντόπιζαν και λάθη και παραλείψεις στην εφαρμογή οδηγιών. Σημειώνω ότι αυτά τα λάθη συμπεριλαμβάνουν και περιπτώσεις με δάνεια που ενδεχόμενα δόθηκαν λανθασμένα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η ΚΤΚ απαιτούσε περισσότερα κεφάλαια και άλλα διορθωτικά μέτρα. Παραβιάσεις οδηγιών πολλές φορές οδηγούσαν και σε κυρώσεις, ακολουθώντας τη δέουσα διαδικασία. Άτομα που κρίθηκαν μη ικανά και κατάλληλα, και πάλιν, με την δέουσα διαδικασία, απομακρύνθηκαν ή τα αιτήματα τους απορρίφθηκαν. Αντιμετωπίσαμε και πολλές νομικές αγωγές, και άλλες επιθέσεις π.χ. στον Τύπο, από αρκετούς που δυσαρεστήσαμε. Όλα αυτά όμως, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως προνοεί ο νόμος και όπως είναι απαραίτητο για να διαφυλαχτεί η αξιοπιστία του συστήματος.
Διαρροές στον Τύπο για δημιουργία εντυπώσεων, όπως αυτές που παρουσιάζονται μετά τη λήξη της θητείας μου, είναι πρωτόγνωρες στα χρονικά της Κύπρου και, όπως θα εξηγήσω και αργότερα, έβλαψαν τον τόπο. Το ότι δεν υπήρχαν διαρροές από την ΚΤΚ επί της θητείας μου δεν ήταν ένδειξη ούτε χαλαρής εποπτείας ούτε αδράνειας. Ήταν ένδειξη σεβασμού στο νόμο και προσοχής για τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας του συστήματος και του κοινού καλού.
Η καταστροφή την οποία βιώνουμε σήμερα δεν έχει τα αίτια της σε «χαλαρή» εποπτεία και τράπεζες casino. Ούτε μετατρέπεται ένα τραπεζικό σύστημα casino από τη μια μέρα στην άλλη. Όπως και σε άλλες χώρες, διεθνείς οργανισμοί αξιολογούσαν και το εποπτικό πλαίσιο και την εφαρμογή της εποπτείας στον τόπο μας. Το ΔΝΤ επιβεβαίωνε την επάρκεια του συστήματος με αξιοσημείωτη σοβαρή αδυναμία να εντοπίζεται σχετικά με τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα. Σημειώνω ότι σχετικά με τα ΣΠΙ, είχαμε επισημάνει τις αδυναμίες και ενημερώσαμε τόσο την ΥΕΑΣΕ (Υπηρεσία Ελέγχου και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών) όσο και το αρμόδιο υπουργείο, ιδιαίτερα εν όψει των αυστηρότερων ευρωπαϊκών κριτηρίων που διαμορφώνονταν μέσα στην κρίση. Και σε αυτή τη περίπτωση, στόχος ήταν να βοηθήσουμε την ενίσχυση και διαφύλαξη του συνεργατισμού, πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και επικίνδυνες διαρροές.
Η επάρκεια του εποπτικού μας πλαισίου ήταν γενικά αναγνωρισμένη. Φέρνω ως παράδειγμα της αναγνώρισης αυτής εντός Κύπρου τις δηλώσεις του Βάσου Σιαρλή, ο οποίος σε συνέντευξη του τον Ιανουάριο του 2010 σημείωνε πως η αυστηρή εποπτεία συνέβαλε τα μέγιστα στην ευρωστία του κλάδου στην Κύπρο (συνημ. 20100100). Μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2011, τρία και πλέον χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έδινε τα εύσημα στην Κύπρο. Με ανακοίνωση στις 15 Φεβρουαρίου το ΔΝΤ σημείωνε: «The Cypriot banking system has weathered the economic difficulties well and appears to be in sound overall condition. It has benefited from reliance on deposits rather than less stable sources of financing, conservative lending practices, close attention to capital and liquidity buffers, and vigilant supervision. These factors have helped shield the banking system from the pressures that are prevalent in many other countries.» Σε μετάφραση: “Το κυπριακό τραπεζικό σύστημα αντεπεξήλθε επιτυχώς των οικονομικών δυσκολιών και φαίνεται να ευρίσκεται γενικώς σε καλή κατάσταση. Το τραπεζικό σύστημα επωφελήθηκε από το γεγονός ότι βασίζεται στις καταθέσεις παρά σε άλλες λιγότερο σταθερές πηγές χρηματοδότησης, σε συντηρητικές πρακτικές δανεισμού, προσοχή σε κεφαλαιουχικά και ρευστοτικά αναχώματα (buffers), και σε αυξημένη επαγρύπνηση στην εποπτεία. Αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στο να προστατευτεί το τραπεζικό σύστημα από τις πιέσεις οι οποίες παρουσιάστηκαν σε πολλές άλλες χώρες.”
Ορισμένοι τώρα λένε ότι η πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας ήταν χαλαρή. Όμως όταν λαμβάνονταν τα διάφορα περιοριστικά μετρά, οι ίδιοι πολλές φορές έλεγαν το αντίθετο και προσπαθούσαν για κατάργησή τους. Η εποπτική αρχή ήταν τόσο αυστηρή όσο τα δεδομένα δικαιολογούσαν, και όσο μπορούσε να είναι, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εποπτικό μας πλαίσιο διέπεται από κανόνες που αποφασίστηκαν στο παρελθόν από τις κυβερνήσεις της Ευρώπης από κοινού. Δεν νομιμοποιείται ο επόπτης να είναι πιο αυστηρός από το κοινό πλαίσιο, αν δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους μέσα στο υφιστάμενο εποπτικό πλαίσιο.
Το τραπεζικό σύστημα όμως, δεν έμεινε το ίδιο υγιές όπως μέχρι και τις αρχές του 2011. Τι έγινε από την άνοιξη του 2011 μέχρι τον Μάρτη του 2013 και πώς οδηγήθηκε ο τόπος στην καταστροφή; Θα εξηγήσω πιο κάτω πότε, πώς και γιατί άρχισε να αλλάζει η εικόνα.
Προϋποθέσεις για αποτελεσματική εποπτεία
Σχετική είναι και η αναφορά στις βασικές αρχές για αποτελεσματική εποπτεία τραπεζών που έχει αναπτύξει η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS). Ως μέρος των βασικών αρχών αναφέρονται και απαραίτητες προϋποθέσεις για να είναι εφικτή η αποτελεσματική εποπτεία των τραπεζών. Η πρώτη και πλέον σημαντική, όπως αναφέρεται στην αναθεωρημένη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 είναι «υγιείς και διατηρήσιμες μακροοικονομικές πολιτικές». Συγκεκριμένα, «Οι υγιείς μακροοικονομικές πολιτικές (κυρίως δημοσιονομικές και νομισματικές) αποτελούν τα θεμέλια για ένα σταθερό χρηματοοικονομικό σύστημα. Χωρίς υγιείς πολιτικές, ανισορροπίες, όπως ψηλό κυβερνητικό χρέος και δαπάνες, και υπερβολικό έλλειμμα ρευστότητας ή υπερβολική προσφορά ρευστότητας, μπορεί να δημιουργηθούν και να επηρεάσουν τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Περαιτέρω, μερικές κυβερνητικές πολιτικές μπορεί να χρησιμοποιήσουν ειδικά τις τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές ως μέσα [για άλλους σκοπούς], πράγμα που μπορεί να εμποδίσει την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.» (συνημ. 20120900, σελίδα 14.)
Όσο επαρκής και να είναι η εποπτεία, δεν μπορεί από μόνη της να διασφαλίσει την σταθερότητα ενός τραπεζικού συστήματος επί μακρόν χωρίς υγιείς πολιτικές από μέρους της κυβέρνησης. Περιττό να πούμε ότι κατά τη διάρκεια της περασμένης πενταετίας αυτές οι προϋποθέσεις δεν τηρούνταν από την κυβέρνηση.
Ο επόπτης έχει και την ευθύνη να ενημερώνει όταν οι απαραίτητες προϋποθέσεις παραβιάζονται. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και πάλι με τις βασικές αρχές της Επιτροπής της Βασιλείας, «Όταν οι εποπτικές αρχές έχουν ανησυχίες ότι οι προϋποθέσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αποδοτικότητα ή την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης και της εποπτείας των τραπεζών, οι εποπτικές αρχές πρέπει να βεβαιώνονται ότι η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές γνωρίζουν τις δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις τους για εποπτικούς σκοπούς.»
Για παράδειγμα, όταν δημιουργούνται ανισορροπίες με τα δημόσια οικονομικά, όπως έγινε στην Κύπρο, είναι υποχρέωση του επόπτη να εξηγήσει τις επιπτώσεις, και να ζητήσει διόρθωση των ανισορροπιών, δεν είναι αυτό κάτι προαιρετικό για ένα υπεύθυνο επόπτη.
Ακολουθώντας τη βέλτιστη πρακτική, και παρά την δυσφορία που αυτό ίσως προκαλούσε σε μερικούς κύκλους, η ΚΤΚ είχε έγκαιρα επισημάνει και γραπτώς στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τους αυξημένους κινδύνους που απόρρεαν από τις ανισορροπίες στα δημόσια οικονομικά και που ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες μεσούσης της κρίσης στην ευρωζώνη και ένεκα του μεγάλου μεγέθους του τραπεζικού συστήματος που είχαμε επιλέξει ως μέρος της στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας. Ως παράδειγμα, την 1 Δεκεμβρίου 2009 είχα υποδείξει ότι η κατάσταση ήταν ήδη «κρίσιμη» (συνημ. 20091201). Στις 18 Μάη 2010 είχα εξηγήσει και πώς το «πολύ μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ» συνέβαλλε στους κινδύνους και προειδοποίησα τον Πρόεδρο ότι «Τυχόν υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας θα ακολουθηθεί από υποβάθμιση των τραπεζών, τα πολύ ψηλά επιτόκια και στέρεψη των πηγών ξένου δανεισμού με τις γνωστές επικίνδυνες συνέπειες.» (συνημ. 20100518). Στις 5 Αυγούστου 2010, σημείωσα ότι «η περαιτέρω επιδείνωση του ελλείμματος το 2010 ... θα αυξήσει σημαντικά τους κινδύνους για υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Δεν χρειάζεται να περιγράψω τις συνέπειες ενός τέτοιου σεναρίου. Απλά περιορίζομαι να αναφέρω ότι θα είναι ιδιαίτερα επώδυνες για την Κύπρο λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού μας τομέα. Επομένως, η λήψη δημοσιονομικών μέτρων είναι επιτακτική ανάγκη και η συνεχιζόμενη αναβλητικότητα καθιστά τα μέτρα που θα ληφθούν πιο επώδυνα.» (συνημ. 20100805). Δεν έπεισα.
Η κατρακύλα
Όταν ήμουν Διοικητής προσπάθησα να πείσω, όχι μόνο τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους υπουργούς του αλλά και άλλους στον κύκλο του που έλπιζα ότι θα νοιάζονταν λίγο για τον τόπο και ίσως μπορούσαν εκείνοι να πείσουν. Για παράδειγμα, την κρίσιμη χρονιά του 2011 συναντήθηκα πολλές φορές με τον Γενικό Γραμματέα του ΑΚΕΛ Άντρο Κυπριανού, περισσότερες φορές παρά με οποιονδήποτε άλλον πολιτικό στον τόπο μας. Δυο φορές, κοντά στις βουλευτικές εκλογές του Μάη 2011 μάλιστα, τον επισκέφθηκα στο σπίτι του στο Γέρι, μέρα Σάββατο. Την μια φορά ήταν παρών και ο Βάσος Σιαρλή. Δεν ζητούσα να κάνω αυτές τις επαφές γιατί ήταν στενός μου φίλος ο Γενικός Γραμματέας ή δεν είχα κάτι άλλο να κάνω. Ήταν επιβεβλημένο. Ο τόπος κινδύνευε. Η ευρωζώνη περνούσε μια υπαρξιακή κρίση και η Κύπρος είχε ήδη μπει στο μικροσκόπιο των αγορών εξ αιτίας της αλόγιστης αύξησης των δαπανών της κυβέρνησης τα προηγούμενα δύο χρόνια. Ήταν γνωστό, από το τέλος του 2010, για παράδειγμα, ότι η Κύπρος σε δυο μόνο χρόνια επιδείνωσε τα δημοσιονομικά της κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Με την ευρωζώνη σε κρίση χρέους, αν δεν ήμασταν προσεχτικοί διακυβεύαμε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και μαζί το μέλλον της χώρας. Αυτή η διαπίστωση δεν ήταν μόνο της Κεντρικής Τράπεζας ή και ξένων οργανισμών. Όπως αποκαλύφθηκε στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» στις 4 του Μάη, οι τεχνοκράτες στο υπουργείο οικονομικών είχαν ήδη επίσης προειδοποιήσει τον τότε Υπουργό Χαρίλαο Σταυράκη ότι απαιτείτο η «άμεση υλοποίηση ενός τολμηρού και αξιόπιστου οικονομικού προγράμματος που να διασφαλίζει την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών» για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε ο τόπος. Μα και μήνες πριν ο αρμόδιος διευθυντής για το Δημόσιο Χρέος στο Υπουργείο Οικονομικών προειδοποιούσε για τον κίνδυνο αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές και τη μη δυνατότητα συνέχισης της χρηματοδότησης της κυβέρνησης.
Αφού δεν είχα πετύχει να πείσω την κυβέρνηση απευθείας, την άνοιξη του 2011 προσπάθησα να πείσω τον Γενικό Γραμματέα του κόμματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνείτο να με συναντήσει ούτε και απαντούσε σε επιστολές μου τότε (συνημ. 20110523, 20110527). Ήταν σημαντικό όμως η κυβέρνηση να υλοποιήσει τις δημοσιονομικές της δεσμεύσεις γιατί κινδύνευε να χάσει την πρόσβαση της στις αγορές. Και ήταν εφικτό τότε να λύσει το πρόβλημα με σχετικά μικρή προσπάθεια. Με 200-300 εκατομμύρια βελτίωση τότε θα μπορούσαν να σωθούν τα πολλά δισεκατομμύρια πλούτου και εισοδημάτων που χάθηκαν τώρα. Δυστυχώς, για το Γενικό Γραμματέα ήταν πιο σημαντικό το ΑΚΕΛ να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές. Αν και έδειχνε να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους, για παράδειγμα, όπως του εξήγησα, τις χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα έχανε ο τόπος αν η κυβέρνηση συνέχιζε την πορεία που ακολουθούσε, η θέση του ήταν ξεκάθαρη. Πρώτα ήταν το κόμμα και οι εκλογές. Σχετική είναι και η μετέπειτα παραδοχή του τότε Υπουργού Οικονομικών ότι απέτρεψε τη δημοσιοποίηση της αξιολόγησης του οίκου Fitch πριν τις βουλευτικές εκλογές. Και το ΑΚΕΛ τα κατάφερε. Κέρδισε ακόμα μια βουλευτική έδρα. Με βαρύ τίμημα για τον τόπο. Αμέσως μετά τις εκλογές, την ίδια βδομάδα, η κυβέρνηση έχασε την πρόσβαση στις αγορές. Έτσι, από το Μάιο του 2011, η χώρα μας μπήκε στον αναπνευστήρα.
Συμβολή στις τεράστιες δυσκολίες αποτέλεσε και η μεταφορά της διαχείρισης του δημοσίου χρέους από την ΚΤΚ στο Υπουργείο Οικονομικών το καλοκαίρι του 2010, χωρίς την αναγκαία προετοιμασία, παρά το ότι η απόφαση είχε ληφθεί δύο χρόνια νωρίτερα (επισυν. 20080823). Με αυτό τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα στο τότε Υπουργό Οικονομικών να επιδιώκει πρόσκαιρα δημοσιονομικά οφέλη μετατρέποντας το δημόσιο χρέος από μακροπρόθεσμο σε βραχυπρόθεσμο. Η μυωπική αυτή πολιτική, ειδικότερα, σε ένα περιβάλλον όπου η διασφάλιση μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης έπρεπε να είναι το κύριο μέλημα μας, όχι μόνο παραγνώρισε τους ορατούς κινδύνους αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές αλλά εξανάγκασε την τότε κυβέρνηση αλλά και τη σημερινή να βρίσκεται υπό τη συνεχή πίεση των συχνών λήξεων και αποπληρωμής του υφιστάμενου χρέους.
Δεν κατάφερα να δώσω πειστικά επιχειρήματα ούτε σε άλλους για να τα μεταφέρουν στο προεδρικό. Κατά την διάρκεια του 2011, είχα πολλές συναντήσεις στις οποίες εξήγησα τον κίνδυνο να χάσουμε το χρηματοοικονομικό μας σύστημα και τις συνέπειες για την οικονομία γενικότερα, π.χ. με την επιτροπή οικονομικών της Βουλής, με τους ευρωβουλευτές μας, με την ΟΕΒ, με το ΚΕΒΕ, με αντιπροσώπους λογιστικών γραφείων, δικηγορικών γραφείων, επιχειρηματιών σε διαφόρους τομείς της οικονομίας, κλπ. Ακόμα και με την ΕΤΥΚ. Συγκεκριμένα, προειδοποίησα τον Λοϊζο Χατζηκωστή ότι το τραπεζικό σύστημα δεν μπορούσε να αντέξει επ’ άπειρον να λειτουργεί σε μια αναξιόπιστη χώρα, εκτός αγορών. Θα χάνονταν χιλιάδες θέσεις εργασίας των μελών της συντεχνίας του. Του ζήτησα να βοηθήσει. Δεν έπεισα. Στις πλείστες περιπτώσεις, παρουσίαζα και απλά διαγράμματα, π.χ. των αποδόσεων των ομολόγων του κράτους στις αγορές, τα πρώτα στοιχεία που έβλεπε ο κάθε επενδυτής που ήθελε να μελετήσει την Κύπρο. (συνημ. 20110615, 20110622).
Η επιτάχυνση της κατρακύλας μετά το Μαρί
Μετά το Μαρί, εξηγούσα ότι ήταν πια σε κίνδυνο ό,τι είχαμε κτίσει για δεκαετίες. Σε επιστολή προς τον πρόεδρο, ανέφερα ότι η οικονομική καταστροφή που διαφαινόταν ήταν συγκρίσιμη με αυτή που ζήσαμε το 1974, δεχόμενος χλευασμό και τις συνήθεις κατηγορίες ότι κινδυνολογούσα. Δυστυχώς, αν και το απεύχομαι, φοβάμαι πως το αποτέλεσμα των συντονισμένων ενεργειών εναντίον του τραπεζικού συστήματος που έγιναν από την ΚΤΚ και την κυβέρνηση του ΑΚΕΛ είναι ότι η οικονομική καταστροφή του τόπου μας από την αρχή της κατρακύλας θα αποδειχθεί ακόμα χειρότερη από το 1974. Τον Ιούλιο του 2011 όμως, παρά την τεράστια ζημιά στην οικονομία από το Μαρί, με σωστούς χειρισμούς, με ήπια μέτρα, μπορούσαμε να αποφύγουμε την οποιαδήποτε μακροχρόνια ζημιά στην οικονομία.
Μετά το Μαρί ήταν δύσκολο να είναι κάποιος αισιόδοξος ότι θα γίνονταν οι σωστοί χειρισμοί. Ομολογώ ότι οι αποκαλύψεις ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσωπικά και η κυβέρνηση του αγνοούσαν όλες τις προειδοποιήσεις για τους ολοφάνερους κινδύνους με συντάραξαν. Αναγνώρισα στην περίπτωση Μαρί την ίδια συμπεριφορά που και εγώ προσωπικά είχα βιώσει σχετικά με την οικονομία του τόπου και το τι μπορούσε να ακολουθήσει.
Τον Ιούλιο του 2011, η κυβέρνηση ήταν ήδη εκτός αγορών. Τα παιχνίδια με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους για να βοηθηθεί το ΑΚΕΛ στις εκλογές είχαν δυστυχώς αυτή την παρενέργεια. Η ζημιά στο Μαρί έριξε την χώρα σε ύφεση, χειροτερεύοντας τις προοπτικές ανάπτυξης κατά πολύ. Οι αποδόσεις των ομολόγων της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ήδη πιο ψηλές από αυτές που αντιμετώπιζαν της Ελλάδα, της Ιρλανδία και της Πορτογαλία όταν ζήτησαν να μπουν σε πρόγραμμα στήριξης. Ξένοι επενδυτές τα ξεφορτώνονταν (συνημ, 20130517, σελίδες 4-5). Αν η απώλεια πρόσβασης στις αγορές διαρκούσε για πολύ καιρό, το μεγάλο τραπεζικό μας σύστημα θα χανόταν. Η μικρή δημοσιονομική κρίση θα μεταλλάσσονταν σε μεγάλη τραπεζική κρίση. Προσπάθησα να προειδοποιήσω. Δεν έπεισα. Κατηγορήθηκα ως κινδυνολόγος.
Μπορούσαμε εκείνη τη στιγμή να εξασφαλίσουμε βοήθεια με ήπιους όρους από την τρόικα. Επιπλέον, αν η κυβέρνηση τότε έπαιρνε τα μέτρα που χρειάζονταν από μόνη της, είχαμε ακόμα την ευκαιρία να γλυτώσουμε χωρίς την τρόικα, με τη βοήθεια της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ, δεν μπορούσε να μας αρνηθεί βοήθεια παρόμοια με αυτή που πρόσφερε το καλοκαίρι του 2011 στην Ιταλία και στην Ισπανία. Διότι όταν μια χώρα σέβεται τους κανόνες και το διεκδικεί, επιτυγχάνει ίση μεταχείριση στην Ευρώπη. Όμως η κυβέρνηση ΑΚΕΛ ακολούθησε τις συμβουλές άλλων. Αν και ήξεραν τις συνέπειες, (γιατί μόνο στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών χρειάζονταν γι’ αυτό), ακόμα και ορισμένοι οικονομολόγοι έγραφαν ακριβώς ό,τι το ΑΚΕΛ ήθελε να διαλαλήσει, εξυπηρετώντας άλλες ατζέντες αντί το καλό του τόπου. Και η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ επέλεξε τις συμβουλές αυτών, και τη συνεπαγόμενη καταστροφή που σίγουρα θα ακολουθούσε. Σημειώνω πως η ίδια η κυβέρνηση τότε εκτιμούσε ότι «η δημοσιονομική κατάσταση ήταν ξεκάθαρα μη διαχειρίσιμη», όπως παραδέχτηκε σε μετέπειτα επιστολή του στην ΕΚΤ ο υπουργός οικονομικών (συνημ. 20120305). Οι επιλογές της κυβέρνησης του ΑΚΕΛ δεν ήταν αποτέλεσμα άγνοιας.
Το θερμό καλοκαίρι του 2011, η Κύπρος δεν ήταν η μόνη χώρα στην ευρωζώνη με προβλήματα στις αγορές εξ αιτίας δημοσιονομικών πιέσεων. Ο πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι πήρε τα μέτρα που επιβάλλονταν το 2011 και έσωσε την Ιταλία. Έχασε όμως την εξουσία ως αποτέλεσμα. Ο πρωθυπουργός Θαπατέρο επίσης πήρε τα μέτρα που επιβάλλονταν και έσωσε την Ισπανία. Ήξερε τις πολιτικές επιπτώσεις και έβαλε τέλος στην πολιτική του καριέρα. Η ΕΚΤ έστειλε επιστολές σ’ αυτούς τους ηγέτες, συνυπογραμμένες από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ και τον Διοικητή της χώρας, επισημαίνοντας τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι χώρες τους και οι δύο ηγέτες ανταποκρίθηκαν άμεσα. Έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να σιγουρευτούν ότι με την βοήθεια της ΕΚΤ θα μπορούσαν να αποφύγουν τα χειρότερα. Δέχτηκαν το πολιτικό κόστος για το καλό των χωρών τους, αν και θα έχαναν την εξουσία.
Στην περίπτωση της Κύπρου η επιστολή που ο πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ μου ζήτησε να συνυπογράψω στάλθηκε πριν από τις επιστολές της Ιταλίας και της Ισπανίας, στις 15 Δεκεμβρίου 2010 (συνημ. 20101215). Όπως ανέφερε, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θεωρούσε την Κύπρο ως μια από τις χώρες όπου η δημοσιονομική αναπροσαρμογή ήταν ιδιαίτερα επείγουσα. Ειδική αναφορά γινόταν στη σημασία αποφυγής προβλημάτων εν όψει του μεγάλου τραπεζικού συστήματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ήδη καθυστερήσει για μήνες να εισακούσει τις εισηγήσεις της ΕΚΤ. Μετά το Μαρί ήταν μια ακόμη ευκαιρία, έστω και με καθυστέρηση να απαντήσει. Δυστυχώς για τον τόπο μας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέλεξε να αγνοήσει την ΕΚΤ εντελώς εκείνους τους κρίσιμους μήνες. Κάποιοι συμβούλευαν φαίνεται ότι ένα δάνειο από τη Ρωσία θα ήταν καλύτερη λύση.
Και έτσι το καλοκαίρι του 2011, όταν τα λεφτά στέρεψαν, αντί να χειριστεί το πρόβλημα της χώρας, η κυβέρνηση άρχισε διαβουλεύσεις για δάνειο από τη Ρωσία που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να σπρώξει το πρόβλημα πιο κάτω, μετά τις εκλογές του 2013 (συνημ. 20110914). Φαίνεται πως για το κόμμα τουλάχιστον, αυτό κρίθηκε καλύτερο.
Ακόμα και μετά το Μαρί, και παρά την πίεση και από το εσωτερικό (την αναξιόπιστη κυβέρνηση και τους νέους φόρους στις καταθέσεις) και από το εξωτερικό (την κρίση χρέους στην ευρωζώνη, και ιδίως στην Ελλάδα), το τραπεζικό μας σύστημα κρατούσε καλά. Ήταν σίγουρα ευάλωτο, όπως ήταν πολλά τραπεζικά συστήματα στην ευρωζώνη, αλλά συνυπολογίζοντας πόσο συνδεδεμένο ήταν το σύστημα μ’ αυτό της Ελλάδας, ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι μπορούσε κάποιος να αναμένει. Μέχρι τότε, είχε ήδη δοθεί στήριξη σε τουλάχιστον μια τράπεζα στις πλείστες χώρες τις ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων και χωρών με ΑΑΑ όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Στην Κύπρο, καμιά τράπεζα δεν είχε χρειαστεί στήριξη.
Τον Φεβρουάριο του 2011, όταν κλιμάκιο είχε επισκεφθεί το νησί μας, το ΔΝΤ έδινε τα εύσημα στον τομέα και την εποπτεία του. Υπενθυμίζω την σχετική ανακοίνωσή στις 15 του μήνα που έλεγε «The Cypriot banking system has weathered the economic difficulties well and appears to be in sound overall condition. It has benefited from reliance on deposits rather than less stable sources of financing, conservative lending practices, close attention to capital and liquidity buffers, and vigilant supervision. These factors have helped shield the banking system from the pressures that are prevalent in many other countries.»
Τον Ιούλιο, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διαβεβαίωσε ότι οι δυο μεγάλες τράπεζες που είχαν λάβει μέρος στο stress test του 2011, πέρασαν με επιτυχία. Όμως, η πολύ αδύνατη δημοσιονομική θέση της χώρας, δημιουργούσε φοβερούς κινδύνους. Χωρίς πρόσβαση στις αγορές και χωρίς πρόγραμμα στήριξης, η Κυπριακή κυβέρνηση ήταν η μοναδική στην ευρωζώνη που εξέθεσε τις τράπεζες της χωρίς δίχτυ προστασίας. Το περιθώριο για λάθη ήταν πια πολύ μικρό.
Το Συμβούλιο Κορυφής στς 26/27 Οκτωβρίου, 2011
Με την απόφαση του Προέδρου Χριστόφια και των ομολόγων του στις 27 Οκτωβρίου 2011 να επιβληθεί ζημιά πέραν των 4.5 δις ευρώ στη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου, δημιουργήθηκε ένας άμεσος κίνδυνος για τη χώρα. Ομολογώ ότι εκπλάγηκα όταν αντελήφθηκα ότι η κυβέρνηση μας συμφώνησε να επιβάλει αυτή την τεράστια ζημιά χωρίς να διαπραγματευτεί υπέρ των συμφερόντων της χώρας μας και ενώ ήταν εν πλήρη γνώσει της η ζημιά που επέβαλλε στον τόπο αυτή η απόφαση. Η έλλειψη ενημέρωσης από την κυβέρνηση για μια τόσο κομβική απόφαση δημιούργησε ερωτηματικά. Σημειώνω ότι η έκθεση των τραπεζών όλων των χωρών ήταν γνωστή σε όλες τις κυβερνήσεις, συνεπεία προηγούμενων αποφάσεων των κυβερνήσεων για δημοσίευση όλων των στοιχείων, τα οποία οι ίδιες οι κυβερνήσεις μελετούσαν για να πάρουν καλύτερες αποφάσεις. Ως παράδειγμα, αναφέρω μελέτη η οποία ετοιμάστηκε τον Μάη του 2011 για το Euro Working Group, η οποία παραθέτει σχετική ανάλυση με στοιχεία για κάθε τράπεζα (συνημ. 20110531, σελίδα 17). Αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής, όπως αυτής που ελήφθη στις 26/27 Οκτωβρίου τυγχάνουν επεξεργασίας από το euro group και νωρίτερα το Euro Working Group (EWG) όπου ο υπουργός και στελέχη του υπουργείου οικονομικών αντιπροσωπεύουν την Κύπρο. Επί Υπουργού Κίκη Καζαμία είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία και, ως είθισται, πολύ συχνή άμεση αλληλοενημέρωση. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, ούτε το προεδρικό ούτε το υπουργείο ανέφεραν στην ΚΤΚ τα θέματα που ήταν υπό συζήτηση αν και μετά από πολύωρη συνομιλία που είχα με τον Υπουργό στις 19 Οκτωβρίου στην Φρανκφούρτη (στο περιθώριο της τελετής της λήξης της θητείας του προέδρου Τρισέ), ανέμενα ότι αν χρειάζονταν οτιδήποτε θα είχαμε επαφή πριν το Συμβούλιο Κορυφής. Στο τέλος, δεν ζητήθηκε η ανάμιξη της ΚΤΚ στη διαμόρφωση της θέσης που πήρε ο Πρόεδρος σε εκείνο το κρίσιμο Συμβούλιο Κορυφής. Σημειώνω ότι μέχρι πρόσφατα δεν ήμουν σίγουρος σε ποιό βαθμό είχε γίνει συζήτηση στο euro group, πριν τις 26/27 Οκτωβρίου για να προετοιμαστεί η απόφαση. Μια επιστολή του Ολλανδικού Υπουργείου Οικονομικών, που περιήλθε στην αντίληψη μου, επιβεβαιώνει ότι το θέμα είχε όντως συζητηθεί εκτενώς λίγο πριν τη συνάντηση του Συμβουλίου Κορυφής (συνημ. 20111022).
Το εποπτικό πλαίσιο για τα ομόλογα
Γιατί ήταν τόσο κρίσιμο να χειριστεί σωστά η κυβέρνηση εκείνη την απόφαση; Μήπως το πραγματικό πρόβλημα ήταν κακοί χειρισμοί από την Κεντρική; Μήπως δεν εφαρμόστηκαν οδηγίες από την Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου σχετικά με τις αγορές ομολόγων και αυτό ήταν ο λόγος για το πρόβλημα; Δεν παραβιάσθηκαν οδηγίες, π.χ. για συγκέντρωση κινδύνων με τις αγορές μεγάλων ποσών ομολόγων; Δεν ήταν ευθύνη της Κεντρικής Τράπεζας να απαγορεύσει τις αγορές των ομολόγων που κουρεύτηκαν; Ή, αφού αγοράστηκαν, να εξαναγκάσει τη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου να τα πουλήσουν; Αν ναι, τότε το πρόβλημα θα ήταν αμέλεια από την εποπτική αρχή. Έχω δεχθεί πολλά πυρά και κατηγορίες γι’ αυτό το θέμα που επηρεάζουν όχι μόνο εμένα αλλά και τους συναδέλφους που είχα στην Κεντρική Τράπεζα. Αν και έχουν δοθεί απαντήσεις και στο παρελθόν, μια σύντομη αναφορά είναι επιβεβλημένη.
Η απάντηση είναι ότι όλα τα πιο πάνω θα ήταν σωστά ερωτήματα, και θα υποδείκνυαν και παραβίαση οδηγιών και σοβαρά εποπτικά λάθη, αν μιλούσαμε για οτιδήποτε άλλο εκτός από κρατικά ομόλογα στο νόμισμα μας. Για παράδειγμα, ναι, σαφέστατα θα ήταν παραβίαση οδηγιών αν υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση σε άλλου είδους ομόλογα. Και ναι, αν μιλούσαμε για οτιδήποτε άλλο εκτός από κυβερνητικά ομόλογα στο νόμισμά μας, η Κεντρική Τράπεζα θα είχε και τα εργαλεία και τη νομική δύναμη να επέμβει και να μειώσει τους σχετικούς κινδύνους. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιλούμε για κρατικά ομόλογα στο νόμισμα μας. Και γι’ αυτά συγκεκριμένα τα ομόλογα, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης συμφώνησαν στο παρελθόν ότι για σκοπούς εποπτείας των τραπεζών έπρεπε οι εποπτικές αρχές να τα θεωρούν ως μηδενικού ρίσκου άσχετα με το πραγματικό τους ρίσκο. Με αυτό τον τρόπο παρότρυναν όλες τις τράπεζες να αγοράζουν ομόλογα όλων των χωρών στις οποίες είχαν εργασίες και μείωναν το κόστος για τους φορολογούμενους γιατί μπορούσαν να προσφέρουν πολύ χαμηλότερα επιτόκια στα ομόλογα τους. Ως αποτέλεσμα, οι πλείστες τράπεζες είχαν πολλά ομόλογα των χωρών στις οποίες είχαν εργασίες, και πολλές φορές ακόμα και παραπάνω από 100% των κεφαλαίων τους ήταν επενδυμένα σ’ αυτά τα ομόλογα. Στην Ελλάδα, όλες οι τράπεζες που είχαν εργασίες εκεί είχαν επίσης στα χαρτοφυλάκια τους μεγάλα ποσά Ελληνικών ομολόγων. Αυτό δεν ήταν παράδοξο, ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα του εποπτικού πλαισίου που είχαν επιβάλει οι κυβερνήσεις των χωρών μελών της Ευρώπης με προηγούμενες αποφάσεις τους. Ουσιαστικά, οι ίδιες οι κυβερνήσεις είχαν αποφασίσει να εξαιρέσουν τα δικά τους ομόλογα από το γενικότερο εποπτικό πλαίσιο. Συνεπώς, η Κεντρική Τράπεζα δεν είχε την εξουσία ούτε να απαγορεύσει τις αγορές των Ελληνικών ομολόγων από τη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου, ούτε να αναγκάσει αυτές τις τράπεζες να τα πουλήσουν.
Σημειώνω ότι αυτή η ιδιαιτερότητα του χειρισμού των κρατικών ομολόγων ήταν καλά γνωστή και κατανοητή, δεν ήταν κάτι μυστικό. Γι’ αυτό και καμία άλλη κυβέρνηση στην Ευρώπη δεν επέκρινε είτε τράπεζες, είτε τις εποπτικές αρχές επειδή οι τράπεζες αγόρασαν ελληνικά ομόλογα. Εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας ήταν γνωστό ότι η απόφαση για το κούρεμα της 26/27 Οκτώβριου δημιουργούσε μια ασυνέπεια, μια έλλειψη συνοχής στο όλο εποπτικό πλαίσιο και γι΄ αυτό το λόγο πολλοί επόπτες και κεντρικοί τραπεζίτες στην ευρωζώνη προσπαθούσαν να την αποτρέψουν. Διότι η ιδιαιτερότητα του χειρισμού των κρατικών ομόλογων απαιτούσε τη δέσμευση των κυβερνήσεων ότι δεν θα κούρευαν κρατικά ομόλογα στην Ευρώπη και με την απόφαση τους στις 26/27 Οκτωβρίου οι κυβερνήσεις αθέτησαν αυτή τη δέσμευση και έφεραν τα πάνω κάτω στο εποπτικό πλαίσιο της Ευρώπης.
Διαχείριση της απόφασης της 27ης Οκτωβρίου 2011
Δεν γνωρίζω αν η απόφαση της κυβέρνησης του ΑΚΕΛ η οποία επέβαλε τόσο μεγάλη ζημιά στις τράπεζες μας ήταν σκόπιμη ή όχι. Σίγουρα, η εισφορά του συσσωρευμένου πλούτου ήταν πάντοτε στόχος για το κόμμα. Κρίνοντας και από την επίθεση εναντίον των τραπεζών που ακολούθησε ίσως να ήταν σκόπιμη, ώστε να καταστήσει και την επικοινωνιακή πολιτική που ακολούθησε το κόμμα από τότε εφικτή. Αλλά έστω, ας υποθέσουμε ότι ήταν απλό λάθος, μια απόφαση από την κυβέρνηση με λανθασμένο υπολογισμό των επιπτώσεων για τον τόπο. Ήταν αυτό το λάθος αρκετό για την καταστροφή που βιώνει ο τόπος σήμερα; Ήταν η μετέπειτα καταστροφή αναπόφευκτη; Πιστεύω πως όχι, η κατάσταση ήταν ακόμα διαχειρίσιμη. Σίγουρα η ζημιά που επέβαλε ο Πρόεδρος της χώρας είχε φοβερές επιπτώσεις στους μετόχους των τραπεζών. Όμως για την οικονομία του τόπου, με σωστούς χειρισμούς μπορούσαν να δοθούν λύσεις, ήταν ακόμα διαχειρίσιμη η κατάσταση. Τους επόμενους μήνες, μέχρι και την παραίτηση του, σε στενή συνεργασία με τον Υπουργό Οικονομικών Κίκη Καζαμία, δουλεύαμε με αυτό το στόχο, ώστε να γίνει η σωστή διαχείριση.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι χωρίς πρόσβαση στις αγορές, η κυβέρνηση ήταν υπό αμφισβήτηση και δεν ήταν ξεκάθαρο πώς θα μπορούσε να τηρήσει τη δέσμευση που πήρε ο Πρόεδρος Χριστόφιας στις 26/27 Οκτωβρίου για παροχή προσωρινής βοήθειας σε κάποια τράπεζα, αν αυτή η τράπεζα δεν μπορούσε από μόνη της να αποκαταστήσει τη ζημιά που της είχε επιβληθεί. Γιατί δυστυχώς συμφώνησε και με αυτή τη δέσμευση αντί να διεκδικήσει απευθείας στήριξη τυχόν αναγκών για τις τράπεζες μας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στήριξης. Αυτή η αμφισβήτηση δημιουργούσε ένα αρνητικό φαύλο κύκλο. Από τη μια, έκανε πολύ πιο δύσκολη την άντληση κεφαλαίων από τις τράπεζες, βάζοντας φοβερές πιέσεις στην προσπάθεια τους. Και από την άλλη, η δυσκολία άντλησης κεφαλαίων από τις τράπεζες, πρόσθετε περαιτέρω πίεση στην αξιοπιστία της κυβέρνησης, διότι αύξανε την πιθανότητα κάποια τράπεζα να αναγκαζόταν να ζητήσει στήριξη. Αυτός ο ίδιος φαύλος κύκλος παρατηρήθηκε τότε και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, δεν ήταν μόνο θέμα για την Κύπρο. Η αρνητική αλληλεπίδραση μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών αναγνωρίστηκε και ως ένδειξη του εύρους της ζημιάς για την οικονομία της ευρωζώνης που προέκυψε από εκείνη την ατυχέστατη απόφαση στις 26/27 Οκτωβρίου. Η Κύπρος όμως επηρεάστηκε αρνητικά περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, όπως αντιλαμβάνομαι ότι είχε προειδοποιήσει ο Κίκης Καζαμίας τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη συνεδρία του υπουργικού συμβουλίου πριν την Σύνοδο Κορυφής στην οποία λήφθηκε η απόφαση.
Ποιές ήταν οι ανάγκες των τραπεζών; Το ζητούμενο ήταν οι δύο μεγάλες τράπεζες να βρουν επιπρόσθετα κεφάλαια για να καλύψουν όχι μόνο τη ζημιά της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων αλλά και αυξημένους κεφαλαιουχικούς δείκτες και επιπρόσθετα κεφάλαια για άλλα κρατικά ομόλογα, όπως π.χ. τα κυπριακά που ήταν τότε στην κατηγορία των σκουπιδιών. Όλα αυτά επίσης προέκυπταν από την ίδια απόφαση εκείνης της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής. Τα κεφάλαια έπρεπε να συμπληρωθούν μέχρι το τέλος του Ιούνη 2012.
Στην περίπτωση της Λαϊκής, υπήρχαν ανησυχίες ότι ίσως να δυσκολευόταν να βρει όλα τα κεφάλαια από μόνη της. Είχε υποστεί ζημιές περίπου 2 ½ δις ευρώ από την απομείωση των ελληνικών ομολόγων. Έγιναν υπολογισμοί με βάση τους οποίους έπρεπε να είναι έτοιμη η κυβέρνηση, αν χρειαζόταν, και αν ήταν θεμιτό, να στηρίξει τη Λαϊκή με ποσό μέχρι και 1.8 δις ευρώ περίπου. Στο μεταξύ επιβάλαμε περιοριστικούς όρους στις εργασίες της τράπεζας και φροντίσαμε να αλλάξει η ηγεσία της. Στις αρχές Νοεμβρίου του 2011, μετά από συνάντηση μας, ο τότε Πρόεδρος της Λαϊκής, Ανδρέας Βγενόπουλος, υπέβαλε την παραίτησή του πριν του κοινοποιηθεί η ειλημμένη απόφαση της ΚΤΚ για απομάκρυνσή του. Τον ίδιο μήνα, η ΚΤΚ μεταξύ άλλων μέτρων που επέβαλε στη Λαϊκή απαίτησε την απομάκρυνση και του Διευθύνοντα Συμβούλου της Τράπεζας, Ευθύμιου Μπουλούτα. Παρά τους ισχυρισμούς από τον τότε προσωρινό πρόεδρο της Λαϊκής, Κωνσταντίνο Μυλωνά, για λανθασμένη εφαρμογή του νόμου στη σχετική απόφαση, η ΚΤΚ επέμεινε και ο Διευθύνων Σύμβουλος απομακρύνθηκε. Με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, ο Μιχάλης Σαρρής συμφώνησε να αναλάβει τότε την προεδρία της τράπεζας και επιλήφθηκε του έργου της προσέλκυσης επενδυτών. Μέχρι τον Απρίλιο του 2012, η Λαϊκή δεν είχε ακόμα βρει τα κεφάλαια από μόνη της, και τελικά όντως χρειάστηκε να ζητήσει βοήθεια από το κράτος.
Στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, δεν υπήρχε πρόβλημα. Η τράπεζα είχε πλεόνασμα κεφαλαίων με το οποίο μπορούσε να καλύψει τις ζημιές από την έκθεση της στα ελληνικά ομόλογα. Αν το Συμβούλιο Κορυφής δεν επέβαλλε επιπλέον και αύξηση στους κεφαλαιουχικούς δείκτες θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις εύκολα. Με τις αυξημένες απαιτήσεις, ο σχεδιασμός της Τράπεζας Κύπρου συμπεριέλαβε και την πώληση των ασφαλιστικών εταιρειών της τράπεζας. Με αυτή την πώληση η Τράπεζα Κύπρου κάλυπτε τις ανάγκες της από μόνη της. Μέχρι τον Απρίλιο του 2012, που είχα την τελευταία ενημέρωση πριν την λήξη της θητείας μου, η Τράπεζα ήταν πολύ κοντά στην ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου. Πληροφορήθηκα όμως αργότερα ότι αυτό παρεμποδίστηκε όταν άλλαξε η διοίκηση στην ΚΤΚ εξαναγκάζοντας την Τράπεζα Κύπρου να ζητήσει προσωρινή στήριξη.
Περιληπτικά, όταν τελείωσε η θητεία μου, δυσκολία αντιμετώπιζε μια και μόνο τράπεζα, η Λαϊκή, εξ αιτίας του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, και είχε γίνει προληπτικά η κατάλληλη προετοιμασία έτσι ώστε, αν χρειάζονταν, να ήταν έτοιμη η κυβέρνηση να παρέμβει. Αν η κυβέρνηση ήταν αξιόπιστη, θα μπορούσε, αν χρειάζονταν, να ανακεφαλαιοποιήσει την Λαϊκή με έκδοση κρατικών ομολόγων. Όμως η κυβέρνηση εθεωρείτο αναξιόπιστη από τον Μάη του 2011 και δεν είχε πάρει επαρκή μετρά μέχρι τότε για επανάκτηση της αξιοπιστίας της. Έτσι υπήρχε ένα ερωτηματικό, κατά πόσον τα ομόλογα της κυβέρνησης θα παρέμεναν αποδεχτά από την ΕΚΤ για χρηματοδότηση. Αν θα ήταν, τότε μπορούσε εύκολα να γίνει και η ανακεφαλαιοποίηση.
Τελευταία χαμένη ευκαιρία για αποφυγή μνημονίου
Για ακόμα μια φορά, η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ βρέθηκε προ του ιδίου διλήμματος. Ήταν ή δεν ήταν έτοιμη να πάρει τα μέτρα που χρειάζονταν για να πείσει την ΕΚΤ να τη βοηθήσει, όπως είχε βοηθήσει το 2011 τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας; Η καθυστέρηση, έκανε συνεχώς και πιο δύσκολο το έργο, αλλά μπορούσε ακόμα να επιτευχθεί και η ΕΚΤ είχε δείξει έμπρακτα ότι ήθελε να βοηθήσει να δοθούν λύσεις. Αυτό συνέβαλε παράλληλα και στην ευρύτερη σταθερότητα της ευρωζώνης που εξακολουθούσε να είναι σε κατάσταση υπαρξιακής κρίσης. Από τη μεριά μας, σωστή ανάγνωση της κρίσης της ευρωζώνης μας έδινε ευκαιρίες για να εξασφαλίσουμε βοήθεια, εφόσον πείθαμε ότι η κυβέρνηση της χώρας μας μπορούσε να είναι αξιόπιστη. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, στις αρχές του 2012, είχα συζητήσει με τον Κίκη Καζαμία τη διευθέτηση συνάντησης του με τον Πρόεδρο και μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για να περιγράψει τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Δυστυχώς η ασθένεια του δεν του επέτρεψε να κάνει αυτή την επίσκεψη. Με επιστολή του στον Πρόεδρο Ντράγκι στις 5 Μαρτίου 2012, ο υπουργός ανέφερε μερικούς σχεδιασμούς και έγιναν διευθετήσεις για επίσκεψη από μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στην Κύπρο για περαιτέρω συζήτηση αλλά με την παραίτηση του Υπουργού αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.
Όταν ανέλαβε το υπουργείο ο Βάσος Σιαρλή, διευθέτησα επίσημη συνάντηση του στη Φρανκφούρτη η οποία πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου 2012. Σ’ αυτή τη συνάντηση, στην οποία παρευρέθηκα και εγώ, ο Βάσος Σιαρλή πρότεινε στην ΕΚΤ μια σειρά από μέτρα και δεσμεύτηκε να τα υλοποιήσει πριν το τέλος Μαΐου. Η δέσμευση του για υλοποίηση ήταν πολύ σημαντική και πιστεύω ότι αν έπειθε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αποδεχτεί αυτό το σχεδιασμό θα πετύχαινε ταυτόχρονα δυο στόχους. Πρώτον, θα έβαζε τα δημοσιονομικά σε πορεία εξυγίανσης και θα αποφεύγαμε το μνημόνιο. Και δεύτερον, εφόσον δείχναμε στην ΕΚΤ ότι επιτέλους η κυβέρνηση μπορούσε να θεωρείται αξιόπιστη, θα πείθαμε την ΕΚΤ να εξακολουθήσει να δέχεται τα ομόλογα της Κύπρου ως εξασφάλιση, και για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής. Όπως ανέφερα και στην τελευταία μου παρουσία ενώπιον της Βουλής ως Διοικητής, στις 30 Απριλίου 2012, «ιδιαίτερη σημασία έχουν οι κινήσεις που γίνονται τον τελευταίο καιρό στο εσωτερικό αλλά κυρίως στο εξωτερικό, η επιτυχία των οποίων εξαρτάται από τη συνέχιση των λεπτών χειρισμών με σωστό τρόπο.» (συνημ. 20120430). Με σωστούς χειρισμούς, μπορούσαμε ακόμα να προστατεύσουμε τον τόπο.
Δυστυχώς όμως, για να γλυτώσουμε τα χειρότερα, έπρεπε η κυβέρνηση ΑΚΕΛ να θέλει να βοηθήσει τον τόπο. Με τη λήξη της θητείας μου, έλπιζα ότι ο Υπουργός θα έπειθε τον Πρόεδρο. Δυστυχώς, όταν έφτασε το τέλος Μαΐου διαφάνηκε ότι για μια ακόμη φορά η ευκαιρία είχε χαθεί. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη δημοσιογραφική του συνέντευξη για την εσωτερική διακυβέρνηση άδειασε τον υπουργό και τους "μανδαρίνους" του υπουργείου.
Αντί να βοηθήσει, έδωσε όρκο ότι ενόσω ήταν πρόεδρος δεν θα λάμβανε κανένα μέτρο δημοσιονομικής εξυγίανσης (συνημ. 20120601). Έτσι τίναξε στον αέρα και αυτή την τελευταία ευκαιρία για βοήθεια από την ΕΚΤ για να σωθεί η χώρα χωρίς πρόγραμμα. Η άρνηση του Προέδρου ουσιαστικά ισοδυναμούσε με πρόσκληση της Τρόικας για μνημόνιο με σκληρότερα μέτρα. Όπως και έγινε μόλις λίγες βδομάδες αργότερα, πριν το τέλος του Ιούνη.
Η επίθεση κατά των τραπεζών από την κυβέρνηση και την ΚΤΚ
Το δεύτερο εξάμηνο του 2012 αποτέλεσε μια δυσάρεστη έκπληξη. Αν και τον περισσότερο καιρό έλειπα από την Κύπρο, παρακολουθούσα τις δυσάρεστες για τον τόπο εξελίξεις αρκετά στενά. Με την αποχώρηση μου από την ΚΤΚ, το ΑΚΕΛ είχε τον απόλυτο έλεγχο ταυτόχρονα και της κυβέρνησης και της εποπτικής αρχής του τραπεζικού συστήματος. Είχα ανησυχίες για την εσκεμμένη ζημιά που διέβλεπα ότι μπορούσε να κάνει το ΑΚΕΛ με την ΚΤΚ στο τραπεζικό σύστημα για εξυπηρέτηση κομματικών και άλλων σκοπιμοτήτων. Με τις προεδρικές εκλογές λιγότερο από ένα χρόνο μακριά, ήταν βολικό να βάλουν τις τράπεζες στο στόχαστρο τους. Οι τράπεζες είναι εύκολος στόχος για λαϊκισμό. Ήταν βολικό να πείσουν πως για όλα τα κακά στον τόπο, οι συμπολίτες μας έπρεπε να ρίξουν φταίξιμο μόνο στις τράπεζες, και να δώσουν ακόμα πέντε χρόνια εξουσίας στο κόμμα. Φυσικά αυτή η στρατηγική κατέστρεφε την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Όπως είχα αναφέρει σε ανοικτή επιστολή μου στον Πρόεδρο Χριστόφια, έπληττε το μέλλον των παιδιών μας (συνημ. 20120619). Το εύρος της ζημιάς μπορούσε να είναι τεράστιο.
Δυστυχώς, στην προκειμένη περίπτωση, η ανηλεής επίθεση από το ΑΚΕΛ μέσω της Κεντρικής Τράπεζας αποδείχθηκε πολύ πιο ζημιογόνα από ότι περίμενα. Και πολύ καλά προετοιμασμένη. Η πρώτη αρνητική έκπληξη ήταν ότι η καινούργια διεύθυνση της Κεντρικής άλλαξε από την πρώτη κιόλας μέρα τις αρμοδιότητες τεχνοκρατών που είχαν εξειδίκευση για χρόνια σε σημαντικά πόστα. Ούτε καν τηρήθηκαν οι τύποι, π.χ. να συναντήσει πρώτα η καινούργια διεύθυνση τα στελέχη της Κεντρικής. Παρά την κρισιμότητα της στιγμής, φαίνεται άλλα κριτήρια από την τεχνογνωσία ήταν πιο σημαντικά (συνημ. 20120627).
Πολύ γρήγορα διαφάνηκε ότι στο στόχαστρο ήταν και το τραπεζικό σύστημα, γενικά, αλλά και πιο συγκεκριμένα η Τράπεζα Κύπρου. Από τις πρώτες κινήσεις ήταν να αλλάξει η μεθοδολογία για τον υπολογισμό προβλέψεων με την δικαιολογία ότι δήθεν δεν ακολουθούσε η Κύπρος τις διεθνείς πρακτικές. Όμως οι πρακτικές διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ακόμα και στο γενικά εναρμονισμένο πλαίσιο της Ευρώπης, ώστε να αντικατοπτρίζουν τοπικές συνθήκες. Τα γεγονότα συνηγορούσαν ότι ο λόγος της αλλαγής ήταν για να αναγκαστούν οι τράπεζες να καταγράψουν αμέσως λογιστικές ζημιές ώστε να φαίνονται οι κεφαλαιουχικές τους ανάγκες χειρότερες από την πραγματικότητα. Διαφάνηκε επίσης και ο λόγος της παρεμπόδισης της Τράπεζας Κύπρου από τη συμπλήρωση των κεφαλαίων που χρειάζονταν πριν τον Ιούνιο. Με τον εξαναγκασμό της τράπεζας να ζητήσει κρατική βοήθεια, η Κεντρική Τράπεζα είχε τη δικαιολογία να συμπεριλάβει την Τράπεζα Κύπρου σε μια καθοδηγούμενη έρευνα από την Α&Μ ώστε να διερευνηθεί, δήθεν, γιατί οι δύο μεγάλες τράπεζες υπέστηκαν ζημιές με αποτέλεσμα να χρειαστούν κρατική στήριξη. Όπως διαπιστώθηκε σύντομα, ο πραγματικός στόχος ήταν να πληγεί η Τράπεζα Κύπρου. Συστηματικές επιλεκτικές διαρροές στον τύπο, πρωτάκουστες στα χρονικά της εποπτικής αρχής, έβαλλαν εναντίον της συγκεκριμένης τράπεζας.
Περιέργως, η Λαϊκή Τράπεζα που όντως χρειάστηκε στήριξη, ουσιαστικά έμεινε εκτός διερεύνησης, με οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας που κρατήθηκαν μυστικές ακόμα και από την Βουλή των Αντιπροσώπων, που είχε ζητήσει σχετική ενημέρωση τον Οκτώβριο του 2012. Σοβαρότατες υποθέσεις που εκκρεμούσαν για ορισμένα προβληματικά δάνεια στην Ελλάδα όπως σχετικά π.χ. με την οικογένεια Μιχάλη Σάλλα, τον Αντρέα Βγενόπουλο και συνεργάτες, έμειναν εκτός διερεύνησης. Είχα υπόψη μου αυτές τις εκκρεμότητες διότι τα δάνεια υπό διερεύνηση είχαν έρθει στην προσοχή της Κεντρικής Τράπεζας μετά από εποπτικούς ελέγχους πριν λήξει η θητεία μου. Είχα ζητήσει από το νέο πρόεδρο της Λαϊκής Μιχάλη Σαρρή, να κυνηγήσει αυτές τις υποθέσεις μέχρι και δικαστικά για να αποζημιωθεί η τράπεζα, κάτι το οποίο και τροχιοδρομήθηκε. Περιέργως, με την απομάκρυνση του κ. Σαρρή από τη Λαϊκή, μετά τη λήξη της θητείας μου, φαίνεται ότι πολλές από αυτές τις διερευνήσεις ουσιαστικά πάγωσαν, και μόνο ορισμένες επανήλθαν στην επιφάνεια, και αυτό μόνο μετά από την πώληση των ελληνικών εργασιών της Λαϊκής από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα τον Μάρτη του 2013 στην τράπεζα που ελέγχεται από το Μιχάλη Σάλλα.
Στις 26 Ιουνίου του 2012, η Κύπρος έγινε η πρώτη χώρα στην ιστορία της οποίας η κεντρική τράπεζα (η ΕΚΤ) συστηματικά δεν δεχόταν τα ομόλογα της ως εξασφάλιση για άντληση ρευστότητας. Η πρώτη και η μόνη, διότι η ΕΚΤ θεωρούσε την κυβέρνηση πλήρως αναξιόπιστη. Ούτε η Ελλάδα, ούτε η Ιρλανδία ούτε η Πορτογαλία αντιμετώπισαν οτιδήποτε αντίστοιχο. Έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καλέσει την τρόικα για βοήθεια.
Ήταν ήδη γνωστό πως ένα πρόγραμμα εξυγίανσης των δημοσιονομικών προβλημάτων σήμαινε δανεισμό της τάξης των 7-8 δισ. ευρώ. Το ΑΚΕΛ είχε ένα κρίσιμο για τον τόπο δίλημμα. Να δεχτεί κάποιο πολιτικό κόστος και να κάνει σωστή διαχείριση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα; Ή να καταβάλει την κάθε δυνατή προσπάθεια να μειώσει το πολιτικό κόστος, άσχετα με τις επιπτώσεις για τον τόπο. Ήταν γνωστό, για παράδειγμα, πως μεγαλύτερη καθυστέρηση θα ήταν ολέθρια για τον τόπο.
Η επιλογή που έγινε είναι γνωστή. Μια πρόκληση για το ΑΚΕΛ ήταν πώς να πείσει ότι για όλα ευθύνονται οι τράπεζες, όταν έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση ήθελε 7-8 δισ. ευρώ για τα δημοσιονομικά μόνο, ενώ μέχρι τον Απρίλη μόλις περίπου 2 δις ήταν αρκετά για τις τράπεζες. Σ΄ αυτό χρειάζονταν τη βοήθεια της Κεντρικής. Με τη βοήθεια της Κεντρικής Τράπεζας θα μπορούσε τουλάχιστον να διατείνεται ότι οι «ανάγκες» κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα είναι μεγαλύτερες, ίσως μέχρι και 10 δις. Αρκούσε γι’ αυτό το σκοπό, η Κεντρική Τράπεζα να φρόντιζε ώστε στους υπολογισμούς για τις κεφαλαιουχικές ανάγκες που έπρεπε να γίνουν στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης του μνημονίου, να φούσκωναν τα νούμερα.
Από το τέλος Ιουνίου, πριν καν γίνει ανάλυση, το νούμερο 10 δις φαίνεται να έγινε στόχος. Διαρροές μόλις ήρθε το κλιμάκιο της τρόικας στην Κύπρο έγιναν πρωτοσέλιδη είδηση στις 4 Ιουλίου 2012 στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος». Οι υποτιθέμενες ανάγκες των τραπεζών έφταναν τα 10 δις. Το κόστος για τον τόπο, αν το ΑΚΕΛ, μέσω της ΚΤΚ, επέμενε να καθοδηγήσει την Τρόικα σε αυτό το νούμερο θα ήταν ολέθριο. Απλή πρόσθεση των δυο ποσών, σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να εξασφαλίσει συνολική χρηματοδότηση 17-18 δις ευρώ. Στοιχειώδης γνώση της μεθοδολογίας του ΔΝΤ για τον υπολογισμό βιωσιμότητας του χρέους οδηγούσε στο αποτέλεσμα ότι το χρέος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα εκρίνετο ως μη διαχειρίσιμο, άμεσα. Και όπως επίσης είναι γνωστό, όταν το ΔΝΤ θεωρεί το χρέος μιας χώρας που ζητά στήριξη ως μη διαχειρίσιμο, ζητά όπως γίνει κούρεμα πριν την έγκριση βοήθειας προς την χώρα. Μ’αυτό τον τρόπο, το ΑΚΕΛ και η ΚΤΚ πέτυχαν να φέρουν στην Κύπρο τη συζήτηση για το κούρεμα.
Επικοινώνησα εκείνη την μέρα τηλεφωνικώς με τον Υπουργό Οικονομικών, Βάσο Σιαρλή, για να βεβαιωθώ ότι ήξερε τις συνέπειες. Αντελήφθηκε αμέσως το θέμα και έδειξε προβληματισμένος. Οι κινήσεις της Κεντρικής Τράπεζας οδηγούσαν σε κούρεμα μεν, αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε να επηρεάσει την πορεία. Η Κεντρική Τράπεζα ήταν σε απ’ ευθείας συνεννόηση με το κόμμα και το Προεδρικό.
Το φούσκωμα της PIMCO
Όντως η Κεντρική Τράπεζα συνέχισε την υλοποίηση του φουσκώματος των αναγκών του τραπεζικού τομέα. Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, η ΚΤΚ προσέλαβε μια ξένη εταιρία για διαγνωστικό έλεγχο. Καθοδήγηση για τους όρους εντολής του ελέγχου θα δίνονταν από μια Συντονιστική Επιτροπή με μέλη από την Κεντρική, το Υπουργείο, άλλους Κύπριους και μέλη της τρόικα. Η Επιτροπή θα ελάμβανε αποφάσεις με συναίνεση (consensus). Καίριας σημασίας ήταν το ότι η ΚΤΚ θα είχε την προεδρία της Επιτροπής (συνημ. 20129999, σελιδες 13-14). Εφ’ όσον οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν με consensus και η ΚΤΚ είχε την προεδρία, αυτό ουσιαστικά σήμαινε ότι καμία απόφαση για την επιλογή και καθοδήγηση της εταιρίας που θα προσλάμβανε η ΚΤΚ για το διαγνωστικό έλεγχο δεν μπορούσε να ληφθεί αν η ΚΤΚ εξέφραζε έντονη διαφωνία. Επειδή είναι γνωστό ότι αποφάσεις για τη μεθοδολογία μπορεί να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα κατά πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, το έργο αυτής της αφανούς επιτροπής ουσιαστικά μπορούσε να κρίνει το μέλλον του τόπου. Σε άλλες χώρες, ο Διοικητής και ο πιο υψηλά στην ιεραρχία της τραπεζικής εποπτείας προσωπικά επιλήφθηκαν του θέματος, συμμετέχοντας στη Συντονιστική Επιτροπή, και χρησιμοποίησαν την προεδρία της επιτροπής για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα της χώρας τους. Στην Κύπρο, όπου ένα αδικαιολόγητο φούσκωμα θα οδηγούσε σε ολέθριο για τον τόπο κούρεμα, όπως πληροφορήθηκα, μόνο χαμηλόβαθμα στελέχη από την ΚΤΚ συμμετείχαν στις συναντήσεις, ο δε διορισμένος Πρόεδρος της Επιτροπής σπάνια παρευρισκόταν στις συνεδρίες της λόγω άλλων καθηκόντων που αντιλαμβάνομαι ότι του είχαν επιφορτιστεί.
Έτσι η PIMCO, την οποία προσέλαβε η ΚΤΚ για τον έλεγχο, ακολουθώντας την καθοδήγηση της Συντονιστικής Επιτροπής, υπό την προεδρία της ΚΤΚ, κατέληξε στα φουσκωμένα νούμερα στα οποία φαίνεται ότι στόχευε η ηγεσία της ΚΤΚ. Για να φουσκώσουν τα νούμερα τόσο πολύ, η μεθοδολογία ήταν απαραίτητο να διαφοροποιηθεί σε αρκετά σημεία από παρόμοιες αναλύσεις που είχαν γίνει σε άλλες χώρες προς το χειρότερο. Ένα παράδειγμα είναι αρκετό. Ο υπολογισμός της αξίας ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για πολλά δάνεια είναι από τους καθοριστικούς παράγοντες για τα αποτελέσματα. Πρώτα έγινε μια απομείωση με βάση προβλέψεις για μείωση τιμών των ακινήτων τα επόμενα λίγα χρόνια. Σε άλλες χώρες, αυτές οι μειωμένες τιμές χρησιμοποιήθηκαν για τους υπολογισμούς. Ίσως επειδή αυτό δεν μείωνε ικανοποιητικά την αξία των εξασφαλίσεων (και επομένως δεν φούσκωνε αρκετά τα νούμερα), στην περίπτωση της Κύπρου αφαιρέθηκε επιπλέον ακόμα 25% από αυτή την αξία, αυτόματα προσθέτοντας ακόμα 25% στις σχετικές «ανάγκες» κεφαλαίων. Η δικαιολογία που δόθηκε ήταν ότι αν είναι κάποιος εξαναγκασμένος να προβεί σε αναγκαστική πώληση η τιμή θα είναι χαμηλότερη από την αξία. Μια δικαιολογία που είναι σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική.
Με την κατεύθυνση και αποδοχή της μεθοδολογίας, η ΚΤΚ πρόσθεσε δισεκατομμύρια στους υπολογισμούς για τις κεφαλαιουχικές ανάγκες, αλλά πέτυχε αυτό που βόλευε το ΑΚΕΛ. Να είναι οι ανάγκες των τραπεζών μεγαλύτερες από τις ανάγκες της κυβέρνησης. Σε έγγραφο που κυκλοφόρησε αργότερα στο ΔΝΤ, μέσα στα πλαίσια της έγκρισης του προγράμματος, το φούσκωμα επιβεβαιώθηκε με μια πιο κομψή περιγραφή. «Furthermore, unlike previous exercises in peer countries, PIMCO has used a more conservative methodology in arriving to the final numbers, providing an implicit buffer for a worse than expected macroeconomic environment. Namely, in contrast to comparable stress test exercises where expected loan losses were calculated on an undiscounted basis, the calculation of expected loan losses under this exercise projected recoveries discounted at the original effective rate of the loan. Also very conservative assumptions were used for estimating the recovery amounts on defaulted borrowers including, particularly, the application of a forced sale discount of 25% on the projected declining market value of property collateral.»
Από το φούσκωμα της PIMCO στο κούρεμα καταθέσεων
Η συντονισμένη προπαγάνδα από την κυβέρνηση ΑΚΕΛ και την ΚΤΚ πέτυχε να πλήξει την Κύπρο διεθνώς. Η Κύπρος είναι πολύ μικρή χώρα για να αναλώνει ένας ξένος επενδυτής πολλή προσοχή ή χρόνο. Αφού και η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα, οι δυο αρχές του κράτους που επικοινωνούν επίσημα με ξένες κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς και αλλού, υποδείκνυαν ότι η Κύπρος αντιμετώπιζε ένα τεράστιο πρόβλημα με χρεοκοπημένες τράπεζες, δεν είχαν λόγο να το ψάξουν. Φυσικά, οι επενδυτές απλώς έφευγαν.
Οι αναφορές της Κεντρικής Τράπεζας το Δεκέμβριο στην Νέα Υόρκη, με ακροατήριο από τον χρηματοοικονομικό τομέα της πόλης ότι οι τράπεζες του τόπου είναι casino έπιασαν τόπο (συνημ. 20121211). Διεθνείς εφημερίδες υιοθέτησαν τις θέσεις των κυπριακών αρχών. Για παράδειγμα, στις 23 Φεβρουαρίου, η εφημερίδα Wall Street Journal έγραφε «The euro zone`s debt crises have come in two stripes. The problems of Greece and Portugal arose out of troubled government finances while those of Ireland and Spain derived from struggling banks. Cyprus falls into the latter category.» Την επομένη, άρθρο στην εφημερίδα New York Times στις 24 Φεβρουαρίου ανέφερε «What many Cypriots find most frustrating is that their crisis, like those in Ireland and Iceland before them, was concentrated in the banks. There is no sovereign debt crisis and, before the banking collapse, their economy was relatively healthy. Why, they wonder, should they suffer for the misdeeds of a few bankers?»
Η επιτυχία της στρατηγικής του ΑΚΕΛ και της ΚΤΚ είχε όμως και το αποτέλεσμα να πείσει πολλούς συμμετέχοντες στις αποφάσεις για το κυπριακό μνημόνιο ότι η καλύτερη λύση ήταν να μας απάλλασσαν και από τις τράπεζες casino. Αυτή η λύση βόλευε πολιτικά κυβερνήσεις που δεν ήθελαν να υποστούν κόστος από τον ισχυρισμό ότι βοηθούσαν ύποπτες τράπεζες ή ύποπτους καταθέτες. Για τη Γερμανική κυβέρνηση, ιδιαίτερα, η καθυστέρηση στο κυπριακό πρόγραμμα το έφερε πολύ κοντά στις Γερμανικές εκλογές και η καγκελάριος θα αντιμετώπιζε φοβερά προβλήματα αν συμφωνούσε σε δάνειο για τη χρηματοδότηση κυπριακών τραπεζών όπως έγινε σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα μετά τη δημοσιοποίηση κατηγοριών για βρώμικο χρήμα από τη Ρωσία στην Κύπρο (συνημ. 20121105). Σ’ αυτό το περιβάλλον, ήταν προτιμότερο να συρρικνωθεί το τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να συμπεριλαμβάνει “internal measures” δηλαδή κούρεμα καταθέσεων και απομείωση ομολόγων και αξιογράφων. Και μ’ αυτό έδειξε ότι συμφωνούσε τότε και η ΚΤΚ (συνημ. 20121211, σελίδα 4). Εξυπακούετο ότι η υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών θα οδηγούσε στην αποδόμηση του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου, με τεράστιο κόστος για την χώρα μας. Συμμετέχοντες στις αποφάσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτή την αποδόμηση υιοθετώντας τις θέσεις των κυπριακών αρχών ότι οι τράπεζες του τόπου είναι casino.
Εφόσον οι αρχές τις Κύπρου είχαν πείσει ότι το χρέος της Δημοκρατίας ήταν μη διαχειρίσιμο, ήταν αναγκαίο να γίνει κάποιο κούρεμα. Δεδομένου ότι οι αρχές τις Κύπρου είχαν πείσει ότι το τραπεζικό μοντέλο της Κύπρου ήταν μη διαχειρίσιμο, η καλύτερη λύση ήταν κούρεμα καταθέσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο, το ΑΚΕΛ και η ΚΤΚ πέτυχαν να φέρουν στην Κύπρο τη συζήτηση για το κούρεμα καταθέσεων.
Το θέμα ουσιαστικά έκλεισε πριν τις προεδρικές εκλογές. Έκθεση του Ολλανδικού Υπουργείου Οικονομικών, για το euro group της 21 Ιανουαρίου 2013, σημειώνει ότι η ανάλυση για τη χρηματοδότηση είxε φτάσει στο τελικό στάδιο (συνημ. 20130122). Ήταν η συνεδρία στην οποία συμφωνήθηκε επίσης ότι η τελική υπογραφή για το πρόγραμμα που είχε διαπραγματευθεί η κυβέρνηση ΑΚΕΛ και η ΚΤΚ θα γίνονταν το Μάρτιο, αμέσως μετά τις εκλογές στην Κύπρο εφ’ όσον η κυβέρνηση ΑΚΕΛ και η ΚΤΚ είχαν πετύχει την καθυστέρηση που επιδίωκαν μέχρι τότε και οι εκλογές θα γίνονταν λίγες μόνο βδομάδες αργότερα.
Διαρροές για τη συζήτηση και το κούρεμα καταθέσεων παρουσιάζονταν πλέον ευρέως στον διεθνή Τύπο. Στις 24 Ιανουαρίου, η εφημερίδα Wall Street Journal έγραφε ``[R]escue loans could be reduced and the Cypriot debt left more sustainable if some depositors were bailed in ... in other words, some depositors wouldn`t get all their money back.`` (συνημ. 20130124). Στις 10 Φεβρουαρίου, άρθρο στην εφημερίδα Financial Times έκανε αναφορές σε έγγραφο που είχε ετοιμαστεί για τη συζήτηση, με διάφορες επιλογές κουρέματος, στο οποίο αναφέρονταν και τα ρίσκα του κουρέματος για την ευρωζώνη (συνημ. 20130210). Στις 21 Φεβρουαρίου, η εφημερίδα Financial Times πήρε την θέση ότι ``[W]riting down senior creditors---even uninsured deposits---is the best way to go.`` (συνημ. 20130221). Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα «Πολίτης» στις 23 Ιουλίου, έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκανε το κούρεμα «σίγουρο από τον Φεβρουάριο» (συνημ. 20130723).
Είχε γίνει πια ξεκάθαρο ότι η πολιτική της κυβέρνησης ΑΚΕΛ μαζί με την ΚΤΚ είχαν ως αποτέλεσμα το πρόγραμμα για την Κύπρο να συμπεριλαμβάνει κάποιου είδους κούρεμα καταθέσεων και τη συνεπακόλουθη αποδόμηση του τραπεζικού συστήματος. Αυτό που είχε απομείνει ήταν να αποφασιστεί η ακριβής μορφή του κουρέματος.
Στην Κύπρο, η πρώτη επίσημη αναφορά στο κούρεμα που επρόκειτο να επιβληθεί έγινε από το Γενικό Γραμματέα του ΑΚΕΛ στις 8 Φεβρουαρίου 2013. Σύμφωνα με άρθρο στο διαδίκτυο μετά από τηλεοπτική συνέντευξη, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Γενικός Γραμματέας «σημείωσε πως η κυπριακή πλευρά δέχεται πιέσεις για να δεχθεί να συνεισφέρουν και οι καταθέτες των τραπεζών για κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών. Πρόσθεσε πως πρόκειται για συγκεκριμένες πολιτικές που ξεκινούν με τη λογική ότι πρέπει και οι Κύπριοι και οι ξένοι καταθέτες να συνεισφέρουν με ένα σημαντικό ποσό» (συνημ. 20130208). Ακόμα και εκείνη τη στιγμή, η έγνοια στο κόμμα ήταν η αποφυγή πολιτικού κόστους. Σημειώνω χωρίς σχόλια το σχετικό άρθρο του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ στις 26 Φεβρουαρίου 2013, σχετικά με τη μεθοδολογία που ακολούθησε η PIMCO, η οποία είχε οδηγήσει τον τόπο σ’ αυτό το αποτέλεσμα (συνημ. 20130226).
Συνέπειες του φουσκώματος της PIMCO
Οι συνέπειες του φουσκώματος της PIMCO ήταν ορατές πριν το τέλος του χρόνου. Γι’ αυτό είχα κάνει και δημόσιες παρεμβάσεις όταν ήμουν στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2012. (συνημ. 20130104). Σε συνάντηση που διοργάνωσε ο Μιχάλης Σαρρής με τον Υπουργό Οικονομικών στις 30 Δεκεμβρίου, εξήγησα στο Βάσο Σιαρλή ότι με το φούσκωμα που είχε πετύχει η ΚΤΚ στα νούμερα της PIMCO το κούρεμα καταθέσεων είχε ήδη γίνει η προτιμητέα λύση άλλων κυβερνήσεων για την Κύπρο. Του έκανα έκκληση να παρέμβει ώστε η ΚΤΚ να επιμείνει σε διόρθωση της μεθοδολογίας που είχε προσθέσει δισεκατομμύρια στους υπολογισμούς και δημιούργησε το πρόβλημα, άσχετα με το αν αυτό ήταν βολικό η όχι για το ΑΚΕΛ. Η ΚΤΚ έπρεπε να πρωτοστατήσει για να αποφευχθεί η καταστροφή του χρηματοοικονομικού τομέα στη Κύπρο. Έλεγχε την διαδικασία καθοδήγησης της PIMCO, και συνεπακολούθως και των αποτελεσμάτων της. Μόνο η ΚΤΚ μπορούσε να σταματήσει τότε το έγκλημα εναντίον του τόπου, γιατί αυτό ήταν άμεση συνέπεια του φουσκώματος της PIMCO. Με την εμπειρία του σαν τραπεζίτης, σίγουρα είχε επίγνωση των συνεπειών του αντιθέτου.
Δυστυχώς, η διόρθωση δεν έγινε. Αν’ αυτής, έγινε μια προσπάθεια αποποίησης των τεράστιων ευθυνών, εφ΄ όσον ήταν πια ξεκάθαρες οι επιπτώσεις στον τόπο. Ο καθοριστικός ρόλος της ΚΤΚ (μέσω της Συντονιστικής Επιτροπής) στη μεθοδολογία και παραδοχές που χρησιμοποίησε η PIMCO όμως διαφάνηκε και σε μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστολή που έστειλε στην ΚΤΚ όταν η τελευταία προσπάθησε να αποδώσει ευθύνες στην ίδια την PIMCO για το φούσκωμα. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισαγωγική παράγραφο: «PIMCO has prepared responses to the 16 points you raised in your letter dated 1 February 2013. As described below, there are numerous cases where detailed explanations have been provided in the final report. We also note where assumptions that have been described as PIMCO inputs in your letter were, in fact, direct inputs from the Steering Committee» (συνημ. 20130204).
Η αποδοχή του αποτελέσματος της PIMCO δημιούργησε μια αξιοσημείωτη ασυνέπεια και για την ίδια την ΚΤΚ. Η αποδοχή του αποτελέσματος από την ΚΤΚ καθιστούσε την Λαϊκή ξεκάθαρα αφερέγγυα. Τουλάχιστον από το τέλος του Νοέμβρη όταν η PIMCO παρέδωσε ανάλυση της, αν όχι νωρίτερα, η Λαϊκή εκρίνετο αφερέγγυα. Ταυτόχρονα, όπως έγινε γνωστό αργότερα, η ΚΤΚ παρείχε ELA (Emergency Liquidity Assistance) στην Λαϊκή. Όμως η παροχή ELA σε μια αφερέγγυα τράπεζα αποτελεί σοβαρότατη παραβίαση του θεσμικού πλαισίου κεντρικών τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. Πώς αυτό εξηγείται; Ήταν ταυτόχρονα η Λαϊκή και φερέγγυα και αφερέγγυα, αναλόγως της σκοπιμότητας; Μήπως ήταν αυτή η ασυνέπεια αναγκαία ώστε να μπορέσει η ΚΤΚ ταυτόχρονα να πετύχει το φούσκωμα από την μια, αλλά να αποφύγει από την άλλη τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε το ΑΚΕΛ στις εκλογές αν οι επιβαλλόμενες ενέργειες για τον χειρισμό μιας αφερέγγυας τράπεζας λαμβάνονταν έγκαιρα;
Το φούσκωμα της PIMCO είχε πολλές προβλέψιμες αρνητικές επιπτώσεις. Μαζί με τις υπερεξουσίες που, λανθασμένα κατά την άποψη μου, έδωσε η Βουλή στη ΚΤΚ στις 22 Μαρτίου 2013, το φούσκωμα της PIMCO έτυχε εκμετάλλευσης για την αποξένωση δισεκατομμυρίων ευρώ πλούτου από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους στην Κύπρο σε συμφέροντα εκτός Κύπρου. Το φούσκωμα ουσιαστικά καθόρισε πόση περιουσία μπορούσε να δώσει χαριστικά σε άλλους η ΚΤΚ με «πώληση» περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών.
Συγκεκριμένα, για τους μετόχους, τους κατόχους αξιογράφων και τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, που ήταν σε χέρια ιδιωτών, άποψη μου είναι ότι το ξεπούλημα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα, το οποίο συμφωνήθηκε και υπογράφηκε από την ΚΤΚ χωρίς τη συγκατάθεση των νόμιμων ιδιοκτητών τους πάσχει και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κλοπή. Κλοπή δισεκατομμυρίων ευρώ. Η αναφορά σε προσφυγή ότι η ΚΤΚ έκρινε την Τράπεζα Κύπρου ως χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχρηζε εξυγίανσης βάσει των αποτελεσμάτων της PIMCO, πριν καν αυτά αποκαλυφθούν στην Τράπεζα Κύπρου ή το Διοικητικό της Συμβούλιο, εγείρει πολλά ερωτηματικά (συνημ. 20130605).
Το φούσκωμα της PIMCO οδήγησε επίσης στην καταστροφή του συνεργατισμού. Η ΚΤΚ δεν μπορούσε να επιλέξει πολύ διαφορετικές μεθοδολογίες στις τράπεζες και στο συνεργατισμό για να αποφύγει το φούσκωμα στις ανάγκες του συνεργατισμού. Ως αποτέλεσμα, ο πόλεμος εναντίον των τραπεζών, και κυρίως της Τράπεζας Κύπρου, είχε ως παράπλευρη απώλεια και τον συνεργατισμό.
Γενικότερα, όμως, το φούσκωμα της PIMCO έχει ουσιαστικά οδηγήσει στην καταστροφή του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να ξανακτιστεί η οικονομία μετά από το τσουνάμι της πενταετίας που πέρασε. Είναι αυτό που οδηγεί και στην απαισιόδοξη πρόβλεψη ότι το πλήγμα για την οικονομία μπορεί να αποδειχθεί ακόμα χειρότερο από το 1974. Εύχομαι αυτή τη φορά τα γεγονότα να με διαψεύσουν.