Η κρίση έφερε νέα δεδομένα στη ζωή μας. Κατέρριψε μύθους, δημιούργησε ανασφάλειες και φόβους για το μέλλον. Παράλληλα επανέφερε στο προσκήνιο ερωτήματα, τα οποία ήταν θαμμένα για χρόνια, ενώ δημιούργησε νέα, τα οποία βρίσκονται για πρώτη φορά μπροστά μας. Το ερώτημα ευρώ ή λίρα κατά καιρούς βρίσκεται στο προσκήνιο, όταν υπάρχουν προβλήματα στην οικονομία. Αν όμως είναι ασφαλείς οι καταθέσεις μας στις τράπεζες είναι ένα ερώτημα που πρώτη φορά τίθεται τα τελευταία χρόνια. Και αυτό, εξαιτίας των πρωτόγνωρων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κυπριακές τράπεζες. Τι πρέπει να κάνουμε; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα νέα δεδομένα; Κυρίως με ψυχραιμία και συμβουλές από ειδικούς.
ΕΥΡΩ Η’ ΛΙΡΑ;
Ας το σκεφτόμασταν νωρίτερα
Πρόκειται για το αιώνιο ερώτημα, το οποίο βγαίνει στην επιφάνεια, όποτε δημιουργούνται προβλήματα στην αγορά ή στην ευρύτερη οικονομία. Βέβαια στο παρόν στάδιο το ερώτημα είναι φιλολογικό, ωστόσο κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η έκβαση των πραγμάτων σε 1 – 2 χρόνια.
Το βασικό ερώτημα είναι το εξής: Θα ήμασταν καλύτερα σήμερα με τη λίρα, ως το εθνικό μας νόμισμα, αντί του ευρώ; Θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε πιο εύκολα την κρίση; Μια απάντηση δεν υπάρχει. Ο καθένας έχει τις απόψεις του. Οι μεν υποστηρίζουν ότι ως μέλη της ευρωζώνης, διαθέτουμε αν μη τι άλλο ένα ισχυρό νόμισμα με αυστηρούς κανονισμούς, το οποίο μας προστατεύει από πολύ μεγαλύτερα δεινά από του να είχαμε ως νόμισμα τη λίρα. Οι υποστηρικτές βέβαια της λίρας αντιτάσσουν ότι χωρίς το ευρώ, θα ήμασταν περισσότερο ευέλικτοι να υπερασπίσουμε την οικονομία μας και δεν θα επηρεαζόμασταν σε τόσο μεγάλο βαθμό από την κρίση που μαστίζει σήμερα την ευρωζώνη.
Επί του θέματος, ο Δρ Θεόδωρος ΠαναγιώτουΚαθηγητής και Διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Διοίκησης Κύπρου, γνωστού ως CIIM, αναφέρει σε άρθρο του ότι η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ήταν σωστή κίνηση, αλλά ήταν λάθος η είσοδος στην Ευρωζώνη (ΕΖ), όπως, συνεχίζει, είναι λάθος και τυχόν έξοδος από αυτή.
«Η εισδοχή της Κύπρου στην ΕΕ ήταν μια σωστή κίνηση, γιατί έδωσε επιπρόσθετη αναγνώριση και ασφάλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία και μετέτρεψε το Κυπριακό πρόβλημα σε ευρωπαϊκό, αυξάνοντας την πίεση για λύση. Άσχετα αν εμείς δεν εκμεταλλευθήκαμε το μεγάλο ατού που μας έδωσε η ένταξη μας στην Ευρώπη και αντί να φέρουμε την λύση πιο κοντά την απομακρύναμε. Έστω και μετά από αυτή την αποτυχία μας, που την πιστώνουμε εξ ολοκλήρου στην αδιαλλαξία της Τουρκίας, αισθανόμαστε πιο ασφαλείς παρά αν μέναμε μόνοι μας εκτός ΕΕ.
Κατά αντιδιαστολή, η εισδοχή μας στην Ευρωζώνη ήταν και αποδείχθηκε τραγικό λάθος. Ενώ για την εισδοχή στην ΕΕ προετοιμαστήκαμε κατάλληλα, για την εισδοχή μας στην ΕΖ η προετοιμασία μας ήταν επιφανειακή, και τυπική, περισσότερο λογιστική παρά οικονομική.
Ήμασταν υπερήφανοι για την τότε ανθούσα οικονομία μας και δεν διερωτηθήκαμε από πού προερχόταν αυτή η ευμάρεια κι’ αν πράγματι ήμασταν σε θέση να ανταγωνιστούμε στην ευρωπαϊκή και την διεθνή αγορά. Κάναμε απλώς μερικές προσωρινές εξοικονομήσεις και προσαρμογές για να ικανοποιήσουμε τυπικά (και καθόλου ουσιαστικά και διαρθρωτικά) τα κριτήρια για ένταξη μας στη Ευρωζώνη και μόλις τα καταφέραμε συνεχίσαμε το ίδιο βιολί, το τυχοδιωκτικό οικονομικό μοντέλο. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι κι’ αυτή ακόμα την ένταξη μας στην Ευρωζώνη την αντιμετωπίσαμε τυχοδιωκτικά: ευκαιρία να κερδίσουμε χωρίς να ιδρώσουμε…».
«Και εύλογα διερωτώμεθα αν θα ήμασταν σε καλύτερη θέση αν δεν μπαίναμε στην Ευρωζώνη κι’ αν τώρα που είμαστε μέσα αν πρέπει να βγούμε, τυχοδιωκτικά σκεπτόμενοι. Η απάντηση και στα δυο ερωτήματα είναι καθαρή. Αφού δεν ήμασταν ετοιμασμένοι και διατεθειμένοι να ανταγωνιστούμε επάξια, ήταν λάθος να μπούμε στην παλαίστρα της Ευρωζώνης. Αν μέναμε έξω όπως η Βρετανία, θα χάναμε τις προοπτικές που προσφέρει το κοινό νόμισμα, αλλά και δεν θα φτάναμε στην σημερινή κατάντια. Ούτε οι τράπεζες μας θα εκτίθεντο σε τέτοιο βαθμό στα Ελληνικά ομόλογα υποτιμώντας το ρίσκο, ούτε το κράτος θα δανειζόταν τόσο εύκολα υποθηκεύοντας το μέλλον του τόπου. Θα μας επηρέαζε ως ένα βαθμό η διεθνής κρίση αλλά θα είχαμε τα εργαλεία ( π.χ. την υποτίμηση του νομίσματος) να αμυνθούμε.
Αφού καλώς ή κακώς βρεθήκαμε μέσα στην Ευρωζώνη, θα ήταν λάθος τώρα να διαλογισθούμε την έξοδο μας για ν’ αποφύγουμε τα πικρά μέτρα που θα μας επιβάλουν οι εταίροι μας για να μας δανείσουν τα δισεκατομμύρια που κακώς τα ξοδέψαμε χωρίς να τα έχουμε. Πέραν των οικονομικών και πολιτικών συνεπειών μιας τέτοιας εξόδου, όπως η πιθανή πτώχευση, οι αλλεπάλληλες υποτιμήσεις, η συνέχιση του αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου κ.τ.λ. , θα στερηθούμε της πίεσης να κάνουμε τις θεμελιώδεις αλλαγές νοοτροπίας, οικονομικού μοντέλου και διάρθρωσης που πρέπει να κάνουμε είτε είμαστε μέσα στην Ευρωζώνη είτε είμαστε εκτός. Θα πρέπει στωικά να δεχθούμε το φάρμακο της τρόικας και να αντλήσουμε το μάθημα από το πάθημα μας για να μην το επαναλάβουμε».
ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ;
Ανησυχούν οι γιαγιάδες…
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, τα περισσότερα ερωτήματα στο κατά πόσο κινδυνεύουν οι καταθέσεις μας στις τράπεζες, προέρχονται από τους συνταξιούχους και όχι από αυτούς που έχουν μεγάλα ποσά στις τράπεζες. Τον πλούτο, δηλαδή. Παράξενο μπορεί να φαίνεται αλλά είναι άκρως λογικό. Γιατί αυτός που έχει τα εκατομμύρια, είναι σε θέση να τα μεταφέρει αλλού, αν – ω μη γένοιτο – συμβεί οτιδήποτε. Η γιαγιά όμως που έχει τις οικονομίες μιας ζωής στην τράπεζα ή στο Συνεργατικό που θα τα πάρει;
Στο ερώτημα λοιπόν, εάν κινδυνεύουν οι καταθέσεις, η απάντηση τη δεδομένη πάντα στιγμή είναι όχι. Άλλωστε, η επίσημη θέση της Κυβέρνησης είναι ότι μπορεί να εγγυηθεί τις καταθέσεις μέχρι του ποσού των €100.000.
Βέβαια, από την άλλη, η ανησυχία των τραπεζών δεν εστιάζεται τόσο σε ενδεχόμενη φυγή των καταθέσεων των γιαγιάδων, αλλά των ξένων. Γι αυτό και γίνεται πραγματική μάχη, ώστε να μην υπάρξει καμιά αλλαγή στον εταιρικό φόρο, εξέλιξη που θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και στο θέμα των καταθέσεων.
Σε διάσκεψη τη οποία παρέθεσε ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ) Θεόδωρος Παρπέρης είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Υποστηρίζουμε με κάθε κατηγορηματικό τρόπο ότι η διαφύλαξη της σταθερότητας του φορολογικού μας συστήματος και του εταιρικού φορολογικού συντελεστή στο 10% είναι μονόδρομος. Πιθανή σκέψη για αλλαγές είναι εκτός συζήτησης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία μας», πρόσθεσε.
Υπενθυμίζουμε μόνο, πως το 45% του ΑΕΠ, προκύπτει από τη δραστηριότητα της Κύπρου σαν διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο και διεθνής επενδυτικός προορισμός, ενώ το 80% περίπου των κρατικών εσόδων από τον εταιρικό φόρο προέρχεται από εταιρείες διεθνών συμφερόντων. Οποιαδήποτε υπονόμευση αυτής της κατάκτησης, είπε ο κ. Παρπέρης, θα αποδειχθεί καταστροφική. Κινητήριος ενέργεια για να ανακάμψει η οικονομία μας και να τεθεί σε ανοδική πορεία, συνέχισε, είναι η λήψη πρακτικών, ουσιαστικών και στοχευμένων μέτρων για υποκίνηση της ανάπτυξης.
Ως Σύνδεσμος, είπε, έχουμε έγκαιρα υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εισηγήσεις σε σχέση με τις νομοθεσίες που αφορούν στους Παρόχους Διοικητικών Υπηρεσιών, στην Ενοικιαγορά, στις Κυψελοειδείς Εταιρείες και στις συγχωνεύσεις κυπριακών εταιρειών με εταιρείες τρίτων χωρών, η ψήφιση των οποίων παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα. Βεβαίως, ανέφερε, η ελαχιστοποίηση της κυβερνητικής γραφειοκρατίας είναι επίσης ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ο οποίος χρήζει άμεσης προσοχής.
ΠΟΣΟ ΘΑ ΔΙΑΡΚΕΣΕΙ Η ΥΦΕΣΗ;
Έχουμε ακόμα καιρό
Από το 2008, οπόταν και άρχισε ουσιαστικά η παγκόσμια οικονομική κρίση, η μόνιμη επωδός είναι ότι η επόμενη χρονιά θα είναι καλύτερη. Βέβαια, όταν αυτό δεν επαληθεύτηκε, οι «γνώστες» του θέματος σταμάτησαν τις προβλέψεις, βλέποντας τη μια χώρα μετά την άλλη να υποβαθμίζεται από τους οίκους αξιολόγησης.
Όσον αφορά τώρα ειδικότερα στην Κύπρο, από το «δεν θα μας αγγίξει η κρίση» φτάσαμε να φοβόμαστε τα χειρότερα, ακόμα και από την Ελλάδα. Η προοπτική του φυσικού αερίου δίνει μια νότα αισιοδοξίας όσον αφορά στο μέλλον, ωστόσο όλοι ανησυχούν για το παρόν. Η τελευταία ανάλυση, ως προς το θέμα της επανόδου της Κύπρου στις αγορές, ήρθε από την Κεντρική, η οποία τοποθετεί το συγκεκριμένο γεγονός σε βάθος πενταετίας. Συγκεκριμένα, την εκτίμηση ότι η Κύπρος ενδέχεται να χρειαστεί μια πενταετία πριν επιστρέψει στις αγορές ομολόγων, εξέφρασε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Πανίκος Δημητριάδης.Ερωτηθείς από τη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt για το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί η χώρα για να μπορέσει να αναχρηματοδοτηθεί από μόνη της, ο Κύπριος Κεντρικός Τραπεζίτης είπε: «Ένα τριετές πρόγραμμα ίσως δεν είναι αρκετό, ακόμα και αν ελπίζουμε πως θα είναι. Ίσως χρειαστούν τέσσερα ή πέντε χρόνια».
Ο κ. Δημητριάδης, που είναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέφρασε την ελπίδα πως ίσως επιτευχθεί συμφωνία με τον Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης της Ευρωζώνης, τον ESM, τον ερχόμενο μήνα, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της από τον Ιανουάριο του 2013.
ΜΕΤΟΧΕΣ – ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ –ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Τι να τα κάνω τα λεφτά;
Το θέμα των επενδύσεων, ή της τοποθέτησης κεφαλαίων, είναι γνωστό ότι στο παρόν στάδιο έχει μπει στο ψυγείο για πάρα πολύ κόσμο. Ωστόσο, λόγω της άσχημης κατάστασης στην οποία βρίσκεται πλέον η οικονομία και στην προσπάθεια πολλών μικρομεσαίων, μισθωτών, αλλά και μεγαλοεπενδυτών να εξοικονομήσουν χρήματα ή από την άλλη να προλάβουν να τοποθετηθούν, ώστε να αποκομίσουν στο μέλλον κέρδη από την αναμενόμενη άνοδο των τιμών.
Όσοι είχαν αγοράσει μετοχές πριν από ένα χρόνο ή ακόμα νωρίτερα, σίγουρα σήμερα δεν θα πρέπει να είναι καθόλου ευχαριστημένοι, καθώς οι τιμές έχουν βρεθεί σε σημείο που κανένας δεν πίστευε ότι ήταν δυνατό να βρεθούν. Ιδιαίτερα οι τραπεζικές μετοχές οι οποίες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «πάλευαν» για να κρατήσουν το ψυχολογικό όριο του ενός ευρώ, σήμερα διαπραγματεύονται στα 10 – 15 σεντ, τιμή η οποία δεν περνούσε από το μυαλό κανενός.
Από την άλλη, όλοι οι υπόλοιποι βλέπουν σήμερα τις τιμές των μετοχών ως ένα πολύ ελκυστικό προϊόν να επενδύσουν, υπό την προϋπόθεση βέβαια του μακροπρόθεσμου ορίζοντα καθώς τα επόμενα 1 -2 χρόνια, δεν αναμένεται να υπάρξει εντυπωσιακή μεταβολή στις τιμές των μετοχών, πόσο μάλλον αυτές να εκτοξευτούν προς τα πάνω. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το επίπεδο τιμών που βρίσκονται σήμερα οι μετοχές, πολλοί είναι αυτοί που δεν τοποθετούνται, αφού ανησυχούν για τις εξελίξεις στο πεδίο των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα καθώς και με την πραγματική οικονομική κατάσταση των τραπεζών, η οποία αναμένεται να ξεκαθαρίσει μετά τον έλεγχο που θα διενεργηθεί από τον οίκο τύπου Blackrockπου θα αποφασιστεί.
Σε μεγάλο δίλημμα βρίσκονται και όσοι έχουν επενδυτικές ή αποταμιευτικές ασφάλειες και αυτό γιατί λόγω της παρατεταμένης κρίσης, οι μονάδες έχουν πέσει αισθητά, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι από ελάχιστες εώς αρνητικές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί κάτοχοι ασφαλειών να προβληματίζονται κατά πόσο να τις συνεχίσουν ή να «σπάσουν» τα συμβόλαια τους και να τοποθετήσουν τα χρήματα τους κάπου αλλού. Το σίγουρο είναι ότι εφόσον πρόκειται για τις οικονομίες μιας οικογένειας, προτού ληφθεί κάποια απόφαση, καλύτερα να συμβουλευτεί πέραν των δύο ειδικών, ώστε να σχηματίσει μια όσο το δυνατό ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης και από εκεί και πέρα να αποφασίσει τι είναι προς το συμφέρον του να πράξει.
Τα ερωτήματα που έφερε η κρίση
SigmaLive





