Σε εγκληματικά λάθη των αρμοδίων αποδίδεται από ορισμένους η αρνητική κατάληξη που εκτιμάται ότι θα έχουν τα ταμεία προνοίας των τραπεζικών υπαλλήλων. Αυτό όχι γιατί δεν έγινε σωστή επένδυσή τους, αλλά πολύ απλά γιατί δεν έγινε οποιαδήποτε επένδυσή τους και οποιαδήποτε διασπορά του κινδύνου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, στα ταμεία των δύο μεγάλων τραπεζών υπάρχουν κατατεθειμένα Ταμεία Προνοίας, ύψους πέραν του €1δις, εκ των οποίων πάνω από €600 εκ. ανήκουν σε τραπεζικούς υπαλλήλους. Σε αντίθεση με άλλα ταμεία προνοίας, τα οποία είχαν ανατεθεί σε διαχειριστικές επιτροπές, οι οποίες φρόντιζαν για τη διασπορά της επένδυσης, τα ταμεία προνοίας των τραπεζικών υπαλλήλων παράμεναν όλα σε μετρητά, «εγκλωβισμένα» στα ταμεία των τραπεζών. «Εγκληματικό λάθος» θα έλεγε κάποιος που ασχολείται με επενδύσεις. Ωστόσο, ψάχνοντας τη ρίζα του προβλήματος μπορεί κανείς να πει πως για ακόμα μια φορά το πρόβλημα είναι η γραφειοκρατία και η γνώριμη πλέον αναβλητικότητα.

Όπως είναι γνωστό, μέχρι τα τέλη του 2011, οι τραπεζικοί υπάλληλοι δικαιούνταν εφάπαξ με την αφυπηρέτησή τους, ενώ τα ταμεία προνοίας τους ήταν τότε μικρά ποσά που δεν ξεπερνούσαν τα €50 εκ. και είχαν μια σχετικά καλή διασπορά σε επενδύσεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Από την 1η Ιανουαρίου 2012, οι τράπεζες στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος τους αποφάσισαν ότι θα τερματιστεί το εφάπαξ και ότι ποσό δικαιούνταν μέχρι εκείνη την ημέρα οι υπάλληλοί τους θα μεταφερόταν στα ταμεία προνοίας τους. Το κόστος που είχαν οι τράπεζες με τη μέθοδο του εφάπαξ ήταν 20%, ενώ με ταμείο προνοίας μειωνόταν γύρω στο 14%.

Τα εφάπαξ των τραπεζικών υπολογίζεται ότι ανερχόταν κοντά στα €250 εκ. για τη Λαϊκή Τράπεζα και στα €300 εκ. για την Τράπεζα Κύπρου.
Έτσι, όλα τα χρήματα μεταφέρθηκαν στα ταμεία προνοίας και μπήκαν ως καταθέσεις στις τράπεζες.

Όπως εξηγούν ειδικοί του τομέα, μια διασπορά τόσων εκατομμυρίων δεν μπορεί να γίνει από την μία μέρα στην άλλη. Τα ουσιαστικά «καινούρια» και τεράστια ταμεία προνοίας χρειαζόντουσαν νέο καταστατικό, το οποίο έπρεπε να εγκριθεί από τον Έφορο Ταμείων Προνοίας, να δημιουργηθεί νέα διαχειριστική επιτροπή και στη συνέχεια να βρεθούν οι σύμβουλοι που θα φρόντιζαν για τη σωστή και κερδοφόρα επενδυτική πολιτική.
Στη μεταβατική αυτή περίοδο, όλα τα χρήματα παρέμειναν για έναν ολόκληρο  χρόνο σε μετρητά στα ταμεία των τραπεζών ... και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Τα νέα καταστατικά βρέθηκαν στα χέρια του Εφόρου, ο οποίος έφερε ένσταση ότι με βάση το νόμο δεν εμπίπτουν στον ορισμό των εισφορών, ζήτησε με τη σειρά του γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα και όταν είδε ότι μπορεί να προχωρήσει έγκρινε τα καταστατικά των νέων Ταμείων Προνοίας μήνες αργότερα. Συγκεκριμένα, το καταστατικό για το Ταμείο Προνοίας της Λαϊκής Τράπεζας εγκρίθηκε αρχές Απριλίου του 2013.
Στην ουσία, όλους αυτούς τους μήνες τα ταμεία προνοίας βρισκόντουσαν κάτω από τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών και ενώ από την μια μπορεί κανείς να πει ότι τα χέρια τους ήταν δεμένα χωρίς το απαραίτητο καταστατικό για να προχωρήσουν, ταυτόχρονα ήταν μια κατάσταση που τους βόλευε να διαιωνίζεται. «Τα μέλη επιθυμούσαν τη διασπορά των κεφαλαίων, κάτι το οποίο είχαν εκφράσει έστω και λεκτικά. Αυτή η επιθυμία έβρισκε αντιδράσεις από τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών, οι οποίοι προφανώς και ήξεραν τι συνέβαινε και δεν ήθελαν να ξεκινήσουν να φεύγουν λεφτά. Αν ακουγόταν ότι οι ίδιοι οι υπάλληλοι ήθελαν να πάρουν τα χρήματά τους από τα ταμεία της τράπεζας και να τα επενδύσουν αλλού, τότε οι τράπεζες θα πτώχευαν από μόνες τους», αναφέρει καλά πληροφορημένη πηγή, αφήνοντας ερωτηματικά κατά πόσο αυτές οι καθυστερήσεις ήταν ως ένα σημείο σχεδιασμένες. 

«Σίγουρα έχει ευθύνη και ο Έφορος Ταμείων Προνοίας», συνεχίζει η ίδια πηγή, καθώς όπως λέει ήταν εις γνώση του ότι αυτά τα τεράστια ποσά είχαν μεταφερθεί στα ταμεία των τραπεζών και γνώριζε το ρίσκο που υπήρχε. «Είχε λόγο πάνω στις επενδύσεις των Ταμείων Προνοίας και γνώριζε ότι ήταν πολύ υψηλό ρίσκο η διατήρηση όλων των assets στον ίδιο τον εργοδότη», ξεκαθαρίζει. Εμείς προσπαθήσαμε να μιλήσουμε με τον Έφορο Ταμείων Προνοίας, γεγονός όμως το οποίο δεν έγινε κατορθωτό.

Στον αντίποδα, κάποιοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την κατάσταση, υποστηρίζοντας ότι εκ των πραγμάτων η όλη διαδικασία ήταν χρονοβόρα και απαιτούσε εγκρίσεις και ελέγχους από τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών, από τον Έφορο, από δικηγόρους και από το κράτος.

«Όσα Ταμεία Προνοίας έκαναν διασπορά της επένδυσης δεν το έκαναν τον τελευταίο χρόνο, είναι κάτι που κάνουν τα τελευταία δέκα χρόνια ίσως. Μια επενδυτική στρατηγική δεν χτίζεται σε ένα - δύο μήνες, ειδικά όταν μιλάμε για ποσά εκατοντάδων εκατομμυρίων», αναφέρουν ειδικοί.