
08.06.2025
Τίτος Χριστοδούλου
Ένας απαισιόδοξος κόσμος, αλλά όχι γι' αυτό μελαγχολικός: σμίγει τις άγριες ιαχές του θριάμβου όταν κερδίζεται το «κύδος» κι η «τιμή», η αδυσώπητη αγριότητα του φονέα νικητή «μή μοι κύνα γούνα γουνάζεο», μη με παρακαλείς σκυλί να σε λυπηθώ, με τα δάκρυα μπροστά στο στυγερό γεγονός του θανάτου:
«δεύοντο ψάμμαθοι, δεύοντο τεύχεα ανδρών, άμφι νέκυν ελεεινόν» (Ψ 16-7): «βρεχόντουσαν από τα δάκρυα οι άμμοι, βρεχόντουσαν τα όπλα των ανδρών, γύρω απ' το αξιολύπητο κουφάρι του νεκρού»...
Ξεγελώντας τον θάνατο με την δόξα, ζητώντας στην υστεροφημία του, στην μνήμη, ό,τι από υπέρβαση του θανάτου μπορεί ο «οϊζυρός» θνητός να αγγίξει κι από αθανασία: ναι, ένας ηρωϊκός, σκοτεινός κόσμος, όπου όμως από την απαισιοδοξία δεν πηγάζει απελπισία, αλλά δόξα. Ο στίχος, τόσο δηλωτικός για την ηρωική απόφαση του ομηρικού «εδώ να σταθεί ενάντια στον αντίπαλο, κι ή να σκοτώσει ή θα χαθεί», «στήμεναι ἀντία σεῖο· ἕλοιμί κεν, ἤ κεν ἁλοίην» (Χ 297) παίρνει ιδιαίτερα τραγικές διαστάσεις αφού λέγονται από τον Έκτορα, στην αποφασιστική μονομαχία του με τον Αχιλλέα, κι όταν ήδη, με την αποκάλυψη της απάτης της θεάς Αθηνάς να τον ξεγελάσει μεταμορφωμένη στον Αδελφό του Δηίοφοβο, για να εξαφανιστεί μετά και να τον αφήσει μόνο στην «στυγερή» του μοίρα, έχει «αναγνωρίσει» ότι οι θεοί έχουν αποφασίσει τον θάνατό του: «ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με θεοὶ θάνατόνδε κάλεσσαν» (Χ 297). Αλλά εκείνος εκεί θα σταθεί, αδόξαστος να μην χαθεί «μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην», αλλά με την μεγάλη ηρωϊκή πράξη δεμένος, που οι κατοπινοί θα την θυμούνται: «μέγα τι ρέξας και εσσομένοισι πυθέσθαι» (Χ 298)
«Οϊζυρός», συφοριασμένος, είναι το επίθετο που πιο καίρια και μεστά αποδίδει την φιλοσοφία του ανθρώπου στην Ιλιάδα. Το συνοψίζει ο αφορισμός της Πηνελόπης στον Τηλέμαχο, «δυό δώρα έδωσαν οι θεοί στον «οίζυρό» άνθρωπο για να ξεχωρίζει από τα ζώα: την κουρά και το δάκρυ, να κουρεύει τα μαλλιά του στον θρήνο, και να βρέχει τα μάγουλα με δάκρυα. Ο πολύδακρυς, δυσηχής κόσμος όπου δένουν αξεδιάλυτα οι ιαχές του θριάμβου με τις οιμωγές του θρήνου, γύρω από το ίδιο το γεγονός της νίκης του ενός και του θανάτου του άλλου, του κύδους, ή της δόξας, που δίνεται και παίρνεται.
Αλλά είναι κι ένας κόσμος βαθέως ανθρωπισμού και μεγαλοφροσύνης, που δεν βουλιάζει στον ρηχό συναισθηματισμό, αλλά εξυψώνει τον αναγνώστη / ακροατή με το ύψος και την ευγένεια του αισθήματος, πάντα στο φόντο του άφευκτου «τανυλεγέως θανάτοιο», του κορμοτεντωτή θανάτου, που διαποτίζει με τραγικότητα ένα ηρωϊκό κόσμο, οι θαυμαστοί ήρωες του οποίου με το πείσμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αγωνίζονται να αποσπάσουν μια ώρα δόξας από τα δόντια της άτεγκτης μοίρας: Μοίρας που «κιχάνει στυγερή» τον ήρωα στην στιγμή εκείνη, την τόσο ανθρώπινη της «τραγικής αναγνώρισης», του «ώ, πόποι, ή μάλα γε γε θεοί θανατόνδε με κάλεσαν», όταν ο Έκτορας συναντά την ώρα του θανάτου του, στην αναγνώριση της απάτης της Αθηνάς - διότι στον υψηλό ήρωα ο ποιητής χαρίζει όμοια υψηλό θάνατο, με την φονική παρέμβαση και των ίδιων των θεών: θέλει και πράξη θεού η πτώση του ήρωα.
Είχε δίκηο ο Αισχύλος όταν αναγνώριζε ότι η τραγωδία δεν ήταν παρά κοψίδια από το πλούσιο τραπέζι του Ομήρου.
Πολύ πριν τους φιλοσόφους, τους κριτικούς και τους συγγραφείς των ars poetica, ο Όμηρος παραμένει, ως τον ανεγνώριζεν θαυμάζοντάς τον ο Αριστοτέλης, «ο θεσπεσιώτερος όλων». Ηρωές του δεν είναι τα σωκρατικά ιδεατά παραδείγματα της φιλοσοφικά στοιχειοθετημένης αρετής, ούτε οι ζωντανοί καθημερινοί άνθρωποι της κωμωδίας, ειδικά της Μέσης Κωμωδίας, απτά παραδείγματα των τρόπων και ηθών της πολιτισμένης εποχής.
Οι ήρωές του έρχονται από ένα κόσμο που ίσως δεν υπήρξε, στο μεταίχμιο του μύθου και της ιστορίας, εκεί που η ευγενέστερη ποίηση επινοεί τους ήρωες που συνθέτουν την ουσία της.
Ως τραγωδία, τα έπη φέρνουν επί σκηνής όλο το μίσος, την μάνητα και την οργή, την αγανάκτηση και την εκδίκηση των ηρώων, πάθη όλα τους μιας ευγενούς στην καθαρότητά τους υφής, σε μια γλώσσα και μια έκφραση ταιριαστή με τα πάθη αυτά και στο ποιητικό τους ύψος, στην λέξη και το μέτρο, που είναι το επικό, δακτυλικό μέτρο, για το οποίο θαύμαζε ως μοναδικό κι αξεπέραστο, ως «θεσπεσιώτρο όλων» τον Όμηρο στην Ποιητική του ο Αριστοτέλης.
Μολονότι υπάρχει και στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια το ειδολογικό χαρακτηριστικό της τραγωδίας, η ύβρις, στην Ιλιάδα με την απόρριψη από τον Αχιλλέα της συγγνώμης του Αγαμέμνονα, και στην Οδύσσεια με την έπαρση του Οδυσσέα να αποκαλύπτει στο φευγιό του στον Πολύφημο ποιός ήταν ο «ούτις» που τον τύφλωσε, κι αυτό πλέοντας με το το καράβι, στο αυτί του πατέρα του, Ποσειδώνα, η τραγική ποιότητα στην Ιλιάδα βρίσκεται στην μονοδιάστατη κι ασυμβίβαστη ένταση με την οποία οι ήρωες δίνονται στο πάθος κι αναλώνονται από αυτό.
Ήρωες - όπως το πρότυπο παράδειγμα τής ομηρικής αριστείας, ο Αχιλλέας - που συγκεντρώνει στο πιο απόλυτο και απαρασάλευτο όλα τα χαρακτηριστικά της κλάσης του, όλα τα στοιχεία του ηρωικού χαρακτήρα, δοξασμένος ταυτόχρονα και καταδικασμένος από αυτά, τις αναγκαίες κι ασυμβίβαστες ποιότητες της ηρωικής του αρετής: τα αισθήματα, τους τρόπους, το ευέξαπτο, τον άγριο σαν πληγωμένο ζώο πόνο, την απόλυτη μοναξιά στην αναγνώριση της κορυφαίας του μοίρας, την αμείωτη οργή και πάθος της εκδίκησης, την μανική θηριώδη βία του Υ και Τ της Ιλιάδος, που φέρνει δέος στην σκηνή του φόνου του Πολύδωρος, κομματιασμένου στα δύο με μια άγρια σπαθιά, και πεταμένου στον Σκάμανδρο «να ταϊστούν ψάρια και καβούρια» - μάνητα που ο Οράτιος αποδίδει με το «nihil non arrogat armis», τίποτα, παρά μόνο με την δύναμη των όπλων.
Τα ακίνητα της εβδομάδας
