
31.01.2024
Τίτος Χριστοδούλου
Στον Ανακτημένο Χρόνο του Marcel Proust
Λίγα βιβλία στον 'δυτικό κανόνα' όσο το À la recherche du temps perdu του Marcel Proust μοιράζονται την αμφιλεγόμενη τιμή να έχουν κερδίσει τόση καθολική αναγνώριση και σεβασμό, ενώ παράλληλα ελάχιστοι το έχουν διαβάσει στο σύνολο των απαγορευτικών 3.300 σελίδων του. Ενώ ανατυπώνεται ή επανεκδίδεται ξανά και ξανά, κι έχει μεταφραστεί σε 16 τουλάχιστον γλώσσες - σε δύο εξαίρετες μεταφράσεις στην ελληνική - είναι από τα λιγότερο αγοραζόμενα από τα κλασικά βιβλία της λογοτεχνίας.
Oι χαρακτηρισμοί του ως βαρετού και χωρίς ενδιαφέρον, η δυσφορία για κείνη την αφόρητη «longuer», τελικά αναδεικνύουν τις ξεχωριστές του αρετές παρά καταδικαστικά αμαρτήματα. Βωμός περισσότερο παρά σύντροφος κάτω από το μαξιλάρι, το À la recherche απαιτεί μια εξοικείωση ή συμφιλίωση με το ακατάστατο της διευθέτησης του υλικού του και την έλλειψη της κλασικής μυθιστορηματικής ή αφηγηματικής πλοκής: ο ίδιος ο Proust παραδέχτηκε ότι 'απουσιάζει η πλοκή όπως την έχουμε συνηθίσει στα μυθιστορήματα σαν οδηγό ή πλοηγό ώστε να περιμένουμε μέσα από μια σειρά περιπέτειες την αναγκαία εξέλιξη ή «λύση».
Βρίσκοντας το προσωπικό ύφος της γραφής του στην «συνειδησιακή ροή», ο Proust αφέθηκε σ’ αυτήν να υπαγορεύσει το γράψιμό του, δίνοντας στους αναλυτές του έργου του αφορμές για εμβριθείς φιλοσοφικές αναλύσεις της «ασύνειδης» ή, πιο σωστά «ακούσιας μνήμης» ('involuntary memory') και της «συνειδησιακής ροής» ('stream of consciousness') που χαρακτηρίζουν την πρωτοτυπία της γραφής του, ή την παραπομπή στην φιλοσοφία του 'βιωμένου χρόνου', του φίλου του, φιλοσόφου Henri Bergson (1859–1941).
Η ανάκτηση του παρελθόντος
Το βιβλίο ανοίγει με έναν ανώνυμο για την ώρα αφηγητή που απορροφάται σε μιά κατάσταση ανάμεσα στην εγρήγορση και τον ύπνο. Η αφήγηση μας επιστρέφει στην παιδική του ηλικία (circa 1885), όταν περνούσε τα καλοκαίρια του στο Combrai. Εκεί εναλλάσσονται οι δυό απόψεις των διακοπών της οικογενείας του Marcel: από την μια η κατοικία του αριστοκράτη Δούκα και της Δούκισσας de Cervantes, στον κόσμο της υψηλής κοινωνίας των οποίων ο Μarcel μια ημέρα θα διεισδύσει και, από την άλλη, η κατοικία του Εβραίου μποέμ dilletante Swann, στον κόσμο του οποίου επίσης διεισδύσει. Το σκηνικό έχει στηθεί για την εμφιλοχώρηση των μνημών, αφού μαθαίνουμε για την συντριβή του μικρού Marcel, όταν η μητέρα του, εξαιτίας της παρουσίας του Swann, δεν του δίνει της καληνύκτας το φιλί. Η παρουσία της μητέρας άλλωστε βαραίνει στην αφήγηση του Marcel όπως και δέσποζε στην ζωή του Marcel Proust - κι όπως κι η μητέρα του, αριστοκρατική Καρμέλ, στον γείτονά μου Προυστιανό φίλο ζωγράφο και βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών λογοτέχνη Ανδρέα Κάραγιαν, που μεταβιώνει κι αυτός στην ζωή και τα δικά του (πέντε) βιογραφικά βιβλία την ζωή και τις λογοτεχνικές μεταβιώσεις του, στο A la recerche du Temps Perdu.
Αργότερα η μητέρα του Marcel μετανοεί, και περνά και την νύκτα στο δωμάτιό του: εκείνος αποκαλεί το συμβάν "η πρώτη άρνηση". Λίγες είναι οι παρουσίες μνημών που μεσολαβούν, μέχρι την κρίσιμη Προυστιανή στιγμή. Το βούτημα στο τσάι μιας madeleine, του σπογγώδους εκείνου κέηκ «που μοιάζει σαν η ζύμη να έχει φορμαριστεί σε μια αχιβάδα», όπως περιγράφει ο Proust, στιγμή της παιδικής του ζωής που τον επαναφέρει σε μια ολοκληρωμένη μνημονική επαναβίωση των παιδικών του χρόνων. Έτσι εισάγεται το βασικό μοτίβο του A la recerche: πώς το παρελθόν διαπερνά το παρόν.
H Προυστιανή, ιδρυτική στιγμή της βουτηγμένης στο τσάι μαντλέν
Τί. ακριβώς διηγείται η Προυστιανή, ιδρυτική στιγμή με την κούπα του τσαγιού και την μπισκοτένια αχιβάδα, την μικρή μαντλέν; Αξίζει να ανακαλέσουμε - συνειδητά εμείς - το κείμενο,
"Έστειλε να φέρουν ένα από αυτά τα κοντόχοντρα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν, και που φαίνονται να έχουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος από την πληκτική μέρα και την αναμονή ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι Μαντλέν. Αλλά, την στιγμή που η γουλιά, ανακατωμένη με τα ψίχουλα του γλυκού άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκειά απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε ξαφνικά κάνει τις περοπέτειες της ζωής μου αδιάφορες, ακίνδυνες τις καταστροφές της, ανύπαρκτη την σηντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με μέ μια πολύτιμη ουσία, ή μάλλον, η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, θνητό. Από πού μπορούσε να μου έρχεται αυτή η έντονη χαρά;
Κυριαρχεί στην περιγραφή της κατάστασης που επέφερε στον αφηγητή η μαντλέν η παθητική φωνή, η υπόδειξη σε κάθε έκφανση της περιγραφής ότι δεν κινούμαστε στον χώρο της τρέχουσας συνείδησης και της συνειδητής μνήμης. Κάτι έκτακτο έχει εισβάλει στον κόσμο του επιστητού, του τρέχοντος και του προβλεπτού. Ο ίδιος ο αφηγητής παρακολουθεί έκπληκτος τις αντιδράσεις του, πώς η μικρή μαντλέν στο αίσθημα αυτό της ευάρεστης αναστάτωσης να έχει ανοίξει, σαν τον καθρέφτη της Αλίκης, την άγνωστη πύλη ενός γνωστού κόσμου. Περιγράφει, ο αφηγητής, σχεδόν με ιατροδικαστική αντικειμενικότητα ότι "αισθανόταν πως ήταν [η αίσθηση αυτή] συνυφασμένη με την γεύση του τσαγιού και του γλυκού αλλά και πως την ξεπερνούσε απεριόριστα, πως δεν μπορούσε να ήταν της ίδιας φύσης". Ως ένα παραισθησιογόνο να είχε ανοίξει τις 'Doors' του rocker Jim Morrison, επενεργό αλλά διάφορο από αυτό που δι' αυτού αποκαλύπτεται: δεν πρόκειται εδώ για αλληλουχία συνειδητά ανακαλούμενων παραστάσεων, δεν υφίσταται μόνο χρονική ακολουθία ανάμεσα στην γεύση της μαντλέν και την συνειδητή ανάκληση παρωχημένων, καταπιστευμένων στην μνήμη συμβάντων. Η μαντλέν δεν είναι μια εξωτερική, αχρείαστη, χρονική αφορμή: πρόκειται για το δαιμονικό σημείο, μια άρδην, κατακλυσμική ανατροπή της φυσικής, αβίαστης ροής των παραστάσεων, της συνειδητής ροής του χρόνου, κάτι ριζικά άλλο από την εσκεμμένη λειτουργία της εμπρόθετα επιλέγουσας τους στόχους της μνήμης: η ακούσια μνήμη διασπά το κέλυφος της επίγνωσης και καταβυθίζει στο αδόκητο έρεβος μιας «καινοφανούς εσωτερικότητας», είναι κάτι στο οποίο ο αφηγητής αδήριτα παραδίδεται: "...νιώθω να σκιρτά μέσα μου κάτι που μετακινείται, που θα ήθελε να ανυψωθεί, κάτι που ξέφυγε, λες, από την άγκυρά του, σε μεγάλο βάθος - δεν ξέρω τί είναι, ανεβαίνει όμως αργά, αισθάνομαι την αντίσταση κι ακούω τον σάλαγο από τις αποστάσεις που διασχίζει»
Υπογραμμίζουμε τον χαρακτηρισμό της ανάκλησης αυτής ως κάτι ριζικώς 'άλλο'. Δεν πρόκειται, εδώ, πάλι, για το μνημονικό γεγονός του συνειρμού, μιας λογικής σχέσης εδρασμένης στην ομοιότητα, την ομοείδια ακόμη: όπου και η συγκίνηση ταυτίζεται με το αντικείμενο, ως μια αναγνωρίσιμη εντύπωση, της ίδιας οντολογικής τάξης με την υπό βίωση μαντλέν. Αλλά ο αφηγητής αντιλαμβάνεται την διαφορά της αξίας ανάμεσα στους δύο πόλους της «διπλής αυτής εντύπωσης» με μια συν-αρπάζουσα βαθύτητα, σαν «κάτι που ξέφυγε από την άγκυρά του σε μεγάλο βάθος». Η ασημαντότητα της υλικής, αισθησιακής αφορμής που καταγγέλλεται εδώ αφορά την ίδια την υλικότητα της βιωμένης εμπειρίας, το κλείσιμο του σημείου στον εαυτό του, στο όριο δηλαδή όπου τελειώνει κι εξαντλείται η αυτόνομη ταυτότητα των εντυπώσεων. Η μνήμη που εκκινεί η μικρή μαντλέν εκσφενδονίζει ακριβώς πέραν του ορίου αυτού, δεν είναι τόσον ανακλητική όσον κλητική, επιτακτική, πέραν της εντύπωσης που, όπως εξηγεί στην σημειολογική του ανάλυση ο Ντελέζ, στο ‘Ο Προυστ και τα Σημεία», καθ' αυτήν δεν εμπερικλείει ένα αυτόνομο νόημα αλλά ζητεί να αναλυθεί, να ερμηνευθεί στην σύγκριση και ανάλυση μιας πραγματικότητας πέραν αυτής, που αυτή δεν διαθέτει, ειμή μόνον ως οφθαλμός στην κορυφή του οπτικού πεδίου, ως Αλίκη που καλείται να δεί, να προχωρήσει στην terra mirabilis πέραν του καθρέφτη, πέραν της επίπεδης όψης σε αυτόν του ειδώλου της.
Για τον Proust, η εκούσια μνήμη, ως συνειδητή και στοχευμένη ανάκληση, δίνει «πλανερές όψεις του παρελθόντος», και μόνο η ασύνειδη μνήμη, όπως το βούτηγμα της madeleine στο τσάι, που αίφνης συνεπαίρνει τον Μarcel, δίνει μια αίσθηση επανανακάλυψης, μεταβίωσης, του παρελθόντος, δείχνοντάς μας ότι το παρελθόν που νομίζαμε ότι είχαμε εμπειρία του ήταν ψευδές. Οι ασύνειδες μνήμες «μόνες φέρουν την σφραγίδα της αυθεντικότητας», απελευθερώνοντας την μνήμη από τον χρόνο και – αν μπορεί να βιωθεί ένας ενορατικός ή διαισθητικός τρόπος της εμπειρίας των – μπορούν να αποκαλύψουν την ουσία των. Με ένα σημαίνοντα τρόπο, το μυθιστόρημα συνίσταται σε μια σειρά από στιγμές στην συνειδησιακή ροή του Marcel, κάθε μία τους καθορισμένη αδήριτα από το παρελθόν.
Το λεπτό χιούμορ – που σώζει το ανθρώπινο
Τίς συχνές επιφυλάξεις και την κατηγορία για την σκοτεινότητα, στο ύφος και την φιλοσοφία του À la recherche, διαψεύδει η διακριτική, αδιόρατη κωμική διάσταση της γραφής του Proust. Με την οπτική του Bergson και για το χιούμορ, αναδεικνύει την κωμικότητα στις παγιδεύουσες συνήθειες στον λόγο και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, καρικατούρες και νευρόσπαστα στην αναγκαία κι άφευκτη, ασύνειδη τελικά, υπόδυση των ρόλων τους. Μέσα από την πανταχού παρούσα διόπτρα του 'εγώ' του αφηγητού, ο Marcel γελά, με ανθρώπινη κατανόηση και συγκατάβαση, χωρίς κακία, για τον ίδιο τον ανασκοπούμενο εαυτό του και τα κλισέ με τα οποία ή πίσω από τα οποία επικοινωνούν οι άνθρωποι.
Πίσω από τις αφηρημένες θεωρήσεις κρύβεται λεπτός λυρισμός και ψυχολογικό βάθος, κι η γραφή του Proust καλεί για την προσεκτική κι αισθαντική αναδίφηση των λεπτών επιστρώσεών της. Πίσω από το χιούμορ και την κωμικότητα, η αγάπη και ανθρώπινη κατανόηση για τα πρόσωπά του, πίσω από τις αρρωστημένες προσκολλήσεις και τα δεινά των ηρώων του μια φιλοσοφημένη διάγνωση των ανθρωπείων, ένας τρόπος άμεσης κι απροσποίητης κατάφασης στην ζωή και την αξία της, αλήθειες που ούτε μας απονεκρώνουν ούτε απονευρώνουν, αλλά δίνονται και προσκαλούν στην προσοχή και κατανόησή μας, άρα στην αποδοχή και συμμετοχή στην ζωή, την λεπτομερή ιμπρεσσιονιστική αναδίφηση κάθε πινελιάς της, σε όλο τον γλαφυρό καμβά της.
Τα ακίνητα της εβδομάδας
